Η νέα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν μασάει ποτέ τα λόγια της όταν καταφέρεται εναντίον του ακραία εθνικιστικού και συντηρητικού καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει στην πατρίδα της την Πολωνία το κυβερνών κόμμα του «Νόμου και της Δικαιοσύνης» σε μια χώρα που παραδοσιακά έχουν συνυπάρξει ποικίλες εθνικότητες.
Σ' ένα πρόσφατο άρθρο γνώμης που έγραψε για τους New York Times, η 57χρονη συγγραφέας, η οποία, πιστεύει ότι η κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία «αμφισβητεί περισσότερο από άλλες την πραγματικότητα» έγραφε χαρακτηριστικά ότι «η κρατική τηλεόραση στην Πολωνία, που αποτελεί και το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης στη χώρα, συκοφαντεί και λογοκρίνει συστηματικά και με τον πιο χυδαίο και επιθετικό τρόπο, οποιαδήποτε διαφορετική φωνή από εκείνη του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία».
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 σ' ένα χωριό λίγο πάνω από τα βορινά όρια της Κάτω Σιλεσίας. Όταν ήταν μικρή είχε Γερμανίδα νταντά ενώ οι γονείς ήταν δάσκαλοι στο τοπικό σχολείο. Ο πατέρας ήταν συγχρόνως και ο βιβλιοθηκάριος του σχολείου και μαζί του περνούσε ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της. Στην εφηβεία της όμως συνειδητοποίησε ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένη από τον μεγάλο κόσμο εκεί έξω. «Οτιδήποτε είχε ενδιαφέρον, βρισκόταν εκτός Πολωνίας» έλεγε στη συνέντευξή που παραχώρησε στο New Yorker τον περασμένο Ιούλιο. «Η μουσική, η τέχνη, το σινεμά, οι χίπηδες, ο Μικ Τζάγκερ. Ήταν αδύνατο ακόμα και να ονειρευτείς την απόδραση. Ήμουν πεπεισμένη ως έφηβη ότι θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου παγιδευμένη».
Το φθινόπωρο του 1980 ξεκίνησε σπουδές ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και αργότερα, κατόπιν εξειδίκευσης στην κλινική ψυχολογία, εργάστηκε σε κέντρα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Προς τα τέλη της δεκαετίας όμως, είχε ήδη «καεί», όπως λέει: «Παραείμαι νευρωτική για να είμαι θεραπεύτρια».
Εκείνη την περίοδο κατάφερε να εξασφαλίσει διαβατήριο που της επέτρεψε να μείνει στο Λονδίνο για μερικούς μήνες, σπουδάζοντας Αγγλικά, διαβάζοντας φεμινιστική θεωρία και κάνοντας διάφορες δουλειές, μεταξύ των οποίων και καθαρίστρια σε πολυτελές ξενοδοχείο, απασχόληση που ενέπνευσε ένα από τα πρώτα διηγήματά της, το "Hotel Capital" το οποίο είναι γραμμένο με την οπτική μιας καμαριέρας που φτιάχνει ιστορίες για τους ανθρώπους που διαμένον στα δωμάτια που καθαρίζει.
«Όποτε είμαι σε κάποιο ξενοδοχείο», λέει σήμερα η συγγραφέας, «σκέφτομαι ότι οι καμαριέρες είναι άτομα σαν κι εμένα, και ότι μπορούν να γράψουν για μένα και για την ακαταστασία στο δωμάτιό μου».
Επιστρέφοντας στην Πολωνία, απέκτησε έναν γιο και ξεκίνησε να ασχολείται σοβαρά με το γράψιμο. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1996 με την τρίτη νουβέλα της, «Το αρχέγονο και άλλοι καιροί» (έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη) και η καταξίωση με έκτη που ήταν και η πρώτη της απόπειρα στο λογοτεχνικό υβρίδιο (μίγμα δικιμίου, μυθοπλασίας, απομνημονευμάτων και ιστορίας) που η ίδια αποκαλεί «φόρμα αστερισμού».
Η νέα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν μασάει ποτέ τα λόγια της όταν καταφέρεται εναντίον του ακραία εθνικιστικού και συντηρητικού καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει στην πατρίδα της την Πολωνία το κυβερνών κόμμα του «Νόμου και της Δικαιοσύνης»
Το βιβλίο ήταν το "Flights" (όπως μεταφράστηκε στα αγγλικά ο πολωνικός τίτλος "Bieguni" που σημαίνει «δρομείς» και προέρχεται από μια ορθόδοξη θρησκευτική σέκτα που έχει τις ρίζες της στη Ρωσία του 18ου αιώνα) που μια δεκαετία και πλέον από την πρωτότυπη έκδοσή του θα κέρδιζε το περσινό Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Booker.
Το πιο πρόσφατο έργο της έχει τίτλο «Τα Βιβλία του Γιάκομπ» (2014), το οποίο προέκυψε από μια σειρά από ταξίδια που ακολουθούσαν το νήμα της πορείας του πρωταγωνιστή του βιβλίου, Γιάκομπ Φρανκ ανά την Ευρώπη – κυρίως την κεντρική και την ανατολική: Ουκρανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Γερμανία, Τουρκία.
«Ζώντας εδώ, στο κέντρο της Ευρώπης», λέει η κάτοχος πλέον του «εξ αναβολής» βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για την περσινή χρονιά, «στα μέρη όπου οι στρατοί πάνε κι έρχονται καταστρέφοντας τα πάντα, η κουλτούρα αποτελεί ένα είδος συγκόλλησης των αντιθέσεων. Οι Πολωνοί γνωρίζουν ότι χωρίς τον πολιτισμό δεν θα είχαν επιβιώσει ως έθνος... Κάθε κουλτούρα χτίζεται πάνω σε μηχανισμούς άμυνας. Αυτό είναι φυσιολογικό, το γεγονός δηλαδή ότι επιχειρούμε να καταπιέσουμε οτιδήποτε δεν μας κάνει να νιώθουμε άνετα ως πολιτισμός».
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ βλέπει το ρόλο της ως κάποιας που εξαναγκάζει τους αναγνώστες να εξετάσουν στοιχεία της ιστορίας – της δικής τους ή του έθνους τους – που ενδεχομένως θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Μπορεί να μην τα κατάφερε ως θεραπεύτρια εξαρτημένων ατόμων, αλλά όπως λέει, έχει γίνει «μια ψυχοθεραπεύτρια του παρελθόντος».
Με στοιχεία από το New Yorker