Οι πραγματικές ιστορίες είθισται να γράφονται με αίμα και να ξεπερνούν οποιαδήποτε συνάφεια: τι στο καλό μπορεί, για παράδειγμα, να «αφόπλισε» τη συνείδηση ενός νεαρού πιλότου –καθ' όλα πετυχημένου, γόνου καλής οικογενείας–, ώστε να συμπαρασύρει, όπως όλα δείχνουν, 150 ψυχές στον θάνατο; Τι είναι αυτό που μετατρέπει έναν πρώτης τάξεως συμπολίτη μας, άρτιο μέλος της κοινωνικής ομήγυρης και πετυχημένο επαγγελματία, σε φονιά; Τα σκοτεινά μύχια δεν θα πάψουν ποτέ να τροφοδοτούν σεναριογράφους και συγγραφείς και κυρίως να αποκαλύπτουν ένα αιματοβαμμένο σκηνικό με πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Μια αντίστοιχα ανήκουστη ιστορία αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του '90 στην Αμερική και ήθελε την πανέμορφη 6χρονη Τζον-Μπένετ Ράμσεϊ να κείτεται νεκρή στον φωταγωγό του σπιτιού της. Στραγγαλισμένη και κακοποιημένη από άγνωστο χέρι, η πανέμορφη μικρή υποτίθεται ότι είχε υποπέσει προηγουμένως θύμα απαγωγής, αλλά οι μετέπειτα έρευνες υπέδειξαν ως πρωταρχικούς ενόχους τους γονείς της – και πιθανόν τον μεγάλο της αδελφό, χωρίς ωστόσο επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ο φάκελος της μικρής άνοιξε αρκετές φορές, αποδεικνύοντας μια σειρά από παρατυπίες και εσκεμμένη απόκρυψη στοιχείων, καθώς και ενδείξεις ψυχολογικής κακοποίησης από πλευράς οικογένειας – ήταν αδύνατον, όμως, να στηριχτεί επαρκές κατηγορητήριο. Επιπλέον, η μητέρα της μικρής βρήκε πρόωρο θάνατο από καρκίνο των ωοθηκών και ο φάκελος κατέληξε, με τα χρόνια, στον χαμένο κύκλο των ανεξιχνίαστων υποθέσεων.
Δύσκολο να σκεφτείς το αστείο μέσα στους εφιάλτες – και είναι σίγουρο ότι η Όουτς είναι από τις λίγες που μπορούν να το καταφέρουν, ίσως γιατί γνωρίζει όσο λίγες τι φωλιάζει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Και δεν είναι να απορεί κανείς που, αν μη τι άλλο, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
Από αυτή την ιστορία δεν θα μπορούσε να μην εμπνευστεί μια συγγραφέας ειδικευμένη στις ανεξιχνίαστες και παράδοξες υποθέσεις, όπως η Τζόις Κάρολ Όουτς. Όπως έχει ήδη αποδείξει με το βιβλίο της για τη Μέριλιν Μονρόε, Η Ξανθιά, η βραβευμένη συγγραφέας και πανεπιστημιακός μπορεί και επεξεργάζεται με επάρκεια αμφιλεγόμενο αρχειακό υλικό για να στήσει τα καλοδουλεμένα αφηγήματά της πάνω σε πραγματικές ιστορίες με πολλαπλά αδιέξοδα. Εν προκειμένω, η παράδοξη ιστορία της Ράμσεϊ ενέπνευσε στη συγγραφέα ένα έπος 1.000 σχεδόν σελίδων με τον χαρακτηριστικό τίτλο Αδελφή μου, αγάπη μου (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε ακριβή μετάφραση Αυγούστου Κορτώ), όπου η Νεοϋορκέζα συγγραφέας βάλθηκε να χωρέσει σχεδόν τα πάντα: τα παράδοξα ήθη των μεσοαστικών πολιτειών, τις αυταπάτες του αμερικανικού ονείρου, την υπερπροσπάθεια των παιδικών ψυχών να ανταποκριθούν στις φιλοδοξίες των γονέων τους, την ψεύτικη βιτρίνα του καταναλωτισμού και τη φενάκη της επιτυχίας. Οι αθώες παιδικές ψυχές μετατρέπονται, έτσι, σε αθύρματα ενός παράδοξου αγώνα μεριτοκρατίας που γεννάει τραύματα και εγκληματίες. Επιπλέον, κρίσιμος είναι ο χωρόχρονος του βιβλίου: αυτός της δεκαετίας του '90, με τους γιάπηδες, τους τεχνοκράτες και τους αριθμούς να υπερτερούν έναντι των ψυχών και των ανθρώπων, και την υφέρπουσα κρίση να μην έχει ακόμη προλάβει να διαπεράσει το αμερικανικό ασυνείδητο. Εδώ πρωταγωνιστούν ακόμη οι όμορφες ξανθές, οι γεροδεμένοι «Ράμπο», τα γρήγορα αμάξια και οι πετυχημένοι καριερίστες. Ακόμη κι αν σήμερα όλα αυτά μοιάζουν καρικατούρες ενός ξεφτισμένου κόσμου, τότε ακόμη έστηναν ένα καλογυαλισμένο αμπαλάζ φαινομενικής ευμάρειας και επιτυχίας. Τα σαθρά αποτελέσματα αυτού του χαμένου κόσμου διαφαίνονται από την αρχή του βιβλίου, όπου ο προφανώς κατεστραμμένος έφηβος –«αυτοεξόριστος σε μια εστία της Πιτς Στριτ του Νιου Μπρούνσγουικ, κατηφής και ξυπόλυτος, με γαριασμένα εσώρουχα»–, παραμιλώντας από τα χάπια και τα ναρκωτικά, προσπαθεί να στήσει το δικό του αφηγηματικό πλαίσιο για να εξομολογηθεί τι πραγματικά συνέβη με τον θάνατο της αδελφής του – αυτόν πού όπως όλα δείχνουν δεν ξεπέρασε ποτέ και για τον οποίον νιώθει ακόμη ένοχος (ή μήπως και υπαίτιος;). Αφού έχασε κάθε ευκαιρία να περάσει με επιτυχία τα κρίσιμα ηλικιακά σταυροδρόμια –ήταν μόλις εννέα χρόνων όταν βρέθηκε νεκρή η αδελφή του και δεκαεννιά σήμερα, που βρίσκεται να παλεύει με την παράνοια και την παρανομία–, ο βασανισμένος Σκάιλερ συνειδητοποιεί ότι τα ριζώματα του πραγματικού εαυτού του βρίσκονται πολύ πριν από τη βραδιά του φόνου. Ως αγόρι και ως παιδί είχε νικηθεί κατά κράτος από νωρίς. Η καθημαγμένη ψυχή που κάποτε διατηρούσε τα προνόμια μιας πρόωρης ευφυΐας μάταια προσπαθεί να μαζέψει τα σπαράγματα μιας διαλυμένης προσωπικότητας και με μοναδικό όπλο το κυνικό χιούμορ να δώσει τη δική του εκδοχή. Μέσα από έναν διαταραγμένο και εμφανώς αποσπασματικό λόγο, που μαρτυρά και το έντονο φλερτ της συγγραφέως με τον πειραματισμό, μέσα από διαρκείς σχολιασμούς και αμετροέπειες, ο Σκάιλερ Ράμπαικ αναδεικνύεται μοναδικός αφηγητής-γιος μιας διαβόητης οικογένειας Αμερικανών που μέχρι τη μέρα του φονικού όλοι θα χαρακτήριζαν προφανώς επιτυχημένη: ο πατέρας Μπιξ Ράμπαικ, όμορφος γόνος μεσοαστικής καταγωγής με ένα τεράστιο αμάξι, άπειρες κατακτήσεις και μια πετυχημένη επαγγελματική καριέρα, και η μητέρα του Μπέτσι Ράμπαικ, απόλυτα αφοσιωμένη στην προώθηση της καριέρας της κόρης της, επίσης φιλόδοξη και κοκέτα. Πρώην παιδί-θαύμα και η ίδια στο καλλιτεχνικό πατινάζ, με χαρά αποκαλύπτει το φυσικό τάλαντο της κόρης της και έκτοτε γίνεται η αποκλειστική της μάνατζερ: προηγουμένως είχε δοκιμάσει χωρίς επιτυχία κάτι αντίστοιχο με τον γιο της στην ενόργανη γυμναστική, κάτι που του στοίχισε ένα ατύχημα κι ένα κινητικό πρόβλημα που θα τον στιγμάτιζε για πάντα. Και οι δυο γονείς, προδήλως προβληματικοί, ανασφαλείς και απορροφημένοι από το υπερμεγεθυμένο εγώ τους, αδυνατούν όχι μόνο να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αλλά και με τα ίδια τους τα τέκνα. Παρότι φροντίζουν να τους παράσχουν όλα τα μέσα ώστε να γίνουν κατόπιν επιτυχημένοι επαγγελματίες, δεν μπορούν να τους προσφέρουν τα βασικά: στοργή, φροντίδα κι αγάπη. Και ενώ η κόρη παίρνει ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι λόγω της απαιτητικής πρώιμης «καριέρας» της στο πατινάζ, ο γιος πηγαίνει στο ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούν μόνο τα εκλεκτά παιδιά των πλούσιων οικογενειών – σε ειδικό τμήμα ΗΙΡ, όπως το αποκαλεί, με σκοπό να διακριθεί κοινωνικά και επαγγελματικά. Επιπλέον, μέσα από την επιτυχία της κόρης η μητέρα προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τις λαμπερές συζύγους των προαστίων και να εισέλθει στα λουσάτα σπίτια τους. Το αποτέλεσμα, όπως περιγράφεται μέσα από τις παράδοξες αυτές συναντήσεις, είναι παραπάνω από μελανό, τραγικότερο ενδεχομένως απ' όσο μπορεί να φανταστεί ο αναγνώστης ότι συμβαίνει σε αυτά τα σπίτια. Όσο για τον πατέρα, που είναι σχεδόν μονίμως απών από το σπίτι, αδυνατεί να επικοινωνήσει με τον εύθραυστο ψυχικά γιο του: αρκείται σε «μαθήματα» περί ανδρισμού, στη μετάδοση διάφορων γνωμικών και λατινοπρεπών εκφράσεων, τις οποίες θυμάται σχεδόν όλες λάθος. Φυσικά, είναι προφανής εδώ και η λατρεία για τη δύναμη, την ανδροπρέπεια και την εξουσία –που είναι το απόλυτο τρίπτυχο του πατέρα–, καθώς και ο αντικομμουνισμός και αντισημιτισμός του, όπως και η βαθιά ριζωμένη πεποίθησή του ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες φθονούν τη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών («οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο τώρα που τον ήπιαν τα κομμούνια, κι αυτό σημαίνει ότι όλες οι μικρότερες δυνάμεις μάς έχουν στην μπούκα, να μας ξεπεράσουνε»). Ο μικρός, με ευαισθησία, εσωτερικές αναζητήσεις και ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις, είναι αδύνατον όχι μόνο να επικοινωνήσει με τον πατέρα αλλά να βρει μερικά, έστω, ψήγματα ταύτισης με το πρόσωπό του.
Φυσικά και η μικρότερη κόρη δεν τυγχάνει καλύτερης μεταχείρισης. Μεγαλωμένη από μια μητέρα που ποτέ δεν την αγάπησε κι έναν πατέρα που δεν ήταν σε θέση να την καταλάβει, η Έντνα Λουίζ, μετονομαζόμενη πλέον σε Μπλις –τραγική ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ότι το όνομά της σημαίνει ευτυχία–, είναι προγραμματισμένη μόνο για να νικάει. Αλίμονο αν τραυματιστεί, καθώς τα τόσο προικισμένα παιδιά είναι επιρρεπή σε ατυχήματα. Κι αλίμονο αν δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες που τρέφουν οι γονείς της γι αυτήν: η μητέρα της όχι μόνο εκμεταλλεύεται την εικόνα της κόρης εν ζωή αλλά και μετά θάνατον, εκδίδοντας αυτοβιογραφικό βιβλίο και αποτελώντας «πρότυπο» για τις πενθούσες μητέρες! Όλα αυτά τα παρακολουθούμε σύμφωνα με την εκδοχή που μας δίνει η αδιαμεσολάβητη και άκρως ειλικρινής ματιά του αγοριού – και είναι σοφή η επιλογή της Όουτς να δώσει τα αφηγηματικά ηνία στον γιο, ώστε να καταγράψει το δικό του «δονκιχωτικό οδοιπορικό», θυμίζοντας στους αναγνώστες, καθώς διαρκώς απευθύνεται σε αυτούς, ότι δεν πρόκειται για μια τραγωδία με την αναμενόμενη κάθαρση: εδώ η αλήθεια είναι σκληρή και αμείλικτη και λάμπει σαν ακονισμένο μαχαίρι πίσω από την αστραφτερή αμερικανική βιτρίνα. Παρότι ο μικρός δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν προτίθεται να καταθέσει, «όπως ο ποιητής Γουέστγααρντ, ένα τρομακτικό χειρόγραφο αυτοκτονίας», είναι ξεκάθαρο ότι δεν χαρίζεται τους φορείς της «αγίας αμερικανικής οικογένειας». Ακολουθώντας το παράδειγμα των συγκαιρινών της συγγραφέων –του Φράνζεν, ακόμη και του μαθητή της, Φόερ–, η Όουτς, μέσω του μικρού της αφηγητή, καταφέρνει άλλο ένα πετυχημένο πλήγμα στην αποκαθήλωση του ιερού οικογενειακού θεσμού που θρέφει πολλαπλές ψευδαισθήσεις και αδιέξοδα, αν και με κάποια αμηχανία. Ο νεαρός είναι ιδιοσυγκρασιακά ιδανικός φορέας ενός τέτοιου εγχειρήματος, αλλά το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύεται αρκετά πιο άνισο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς: η Όουτς, στην προσπάθειά της να αποσοβήσει ένα μπαρόκ μελόδραμα, καταφεύγει σε γκροτέσκ περιγραφές, που ωστόσο φαντάζουν αρκετά κλισέ έως και παράδοξες. Γιατί πόσο προβλέψιμα ναρκισσευόμενη κοκέτα μπορεί να είναι η μητέρα, πόσο μεγαλοποιημένα ωραίος και ρωμαλέος μάτσο ο πατέρας, πόσο προβληματικός ο έφηβος γείτονας; Θα περίμενε κανείς από μια ευφάνταστη μελετήτρια των ταλανισμένων ψυχών, όπως η Όουτς, να ισορροπεί πάντα με επιδεξιότητα ανάμεσα στην κοινωνική σάτιρα και στη λογοτεχνική κριτική, αποφεύγοντας τις πεποιημένες λύσεις – που ενίοτε απειλούν το όλο αφήγημα. Ωστόσο, από την αφήγηση δεν λείπουν οι ευρηματικοί τρόποι και ο άκρως ενδιαφέρων χαρακτήρας του δαιμόνιου Σκάιλερ, ο οποίος κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. «Το πνεύμα όπου θέλει πνει» λέει πολύ έξυπνα μια ατάκα του βιβλίου και αυτό είναι προφανές στο δύσκολο εγχείρημα της Όουτς, που επιτρέπει το παιχνίδι εκεί ακριβώς όπου φωλιάζουν οι πιο απηνείς δαίμονες. Δύσκολο να σκεφτείς το αστείο μέσα στους εφιάλτες – και είναι σίγουρο ότι η Όουτς είναι από τις λίγες που μπορούν να το καταφέρουν, ίσως γιατί γνωρίζει όσο λίγες τι φωλιάζει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Και δεν είναι να απορεί κανείς που, αν μη τι άλλο, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
σχόλια