ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1929 κυκλοφόρησε στο Παρίσι το μυθιστόρημα Χρυσόψαρο, δωμάτια μετ’ επίπλων (Au poiss’ d’or, hôtel meublé), που, στον Τύπο της εποχής, διαφημίστηκε ως το βιβλίο που «τραβά τη μάσκα» από εκατομμύρια άντρες. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά ομοερωτικά μυθιστορήματα της γαλλικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου, όπου, μέσα από μια ιστορία γραμμένη με όρους μελοδράματος, παρουσιάζονται ο κόσμος των ομοφυλοφίλων της Μονμάρτρης, της πλατείας Πιγκάλ, της Βαστίλλης, οι ρευστές ταυτότητες και το παιγνίδι των φύλων στα μυθικά, σήμερα, μπαρ, καμπαρέ και ξενοδοχεία αυτής της περιοχής του Παρισιού.
Είναι ο κόσμος που έχουμε δει στις διάσημες φωτογραφίες του Ουγγρογάλλου φωτογράφου Μπρασάι από το νυχτερινό Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1930. Μολονότι οι ομοφυλόφιλοι βρίσκονταν στη Γαλλία υπό τη διαρκή απειλή της επιτήρησης και της καταστολής, το Παρίσι θεωρούνταν ως «μία από τις μητροπόλεις όπου η σωματική αυτοδιάθεση και η ομοερωτική επιθυμία μπορούσαν να βιωθούν πολύ πιο ελεύθερα».
Σταθμό στην ομοερωτική έκφραση, που «κυοφορεί μια νέα αντίληψη και προαναγγέλλει σε ορισμένα σημεία μυθιστορήματα όπως η “Παναγία των Λουλουδιών” του Ζενέ» θεωρούν το Χρυσόψαρο ο Νίκος Σκοπλάκης και η Νίκη Τζανάκη, που υπογράφουν το πολύ σημαντικό επίμετρο της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος. Ο Νίκος Σκοπλάκης είναι και ο μεταφραστής του Χρυσόψαρου, ο οποίος, εκτός από το επίμετρο, εμπλουτίζει την έκδοση και με σημαντικές σημειώσεις.
Ο Scouffi είχε κατά κάποιον τρόπο προαναγγείλει τη μοίρα του στις πρώτες σελίδες του Χρυσόψαρου, εκεί που παρουσιάζει τον ήρωά του: «Τα μαλλιά του, φρεσκοκουρεμένα, γυαλοκοπούσαν από την μπριγιαντίνη. Κόνταιναν πολύ και σταματούσαν ψηλά στο σβέρκο. Εκείνος ο σβέρκος, ροδαλός και ξυρισμένος, ήταν σαν να προοριζόταν για το φιλί ή για το λεπίδι».
Πολλές από τις σημειώσεις αφορούν την κοινωνική τοπογραφία των μπαρ, των καμπαρέ και των δρόμων που αναφέρονται στο μυθιστόρημα, μια queer γεωγραφία, θα λέγαμε σήμερα. Άλλες είναι σημειώσεις γλωσσολογικού και λεξικογραφικού χαρακτήρα, κυρίως για λέξεις με διπλή σημασία όταν χρησιμοποιούνται στην αργκό των ομοφυλοφίλων, στα «φραγκολουμπινίστικα» ή στα «καλιαρντά», όπως θα έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Μία απ’ αυτές είναι και η λέξη του τίτλου: «poisson», που εκτός από ψάρι σημαίνει και τον μαστροπό ή τον αγαπητικό.
Για τους Έλληνες αναγνώστες είναι σημαντικό ότι ο συγγραφέας του Χρυσόψαρου είναι Έλληνας, ο Alec Scouffi ή Αλέξανδρος Σκούφης. Ο Alec Scouffi γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1886, σε αστική οικογένεια, με επιρροή και με μεγάλο καλλιτεχνικό κύκλο. Φοίτησε σε γαλλικά σχολεία. Από τα δεκατέσσερά του άρχισε να σπουδάζει μουσική και εξελίχτηκε σε πολύ καλό λυρικό τραγουδιστή. Παρά τη χωλότητά του, διακρινόταν ως ερμηνευτής στη σκηνή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής. Ο μαέστρος και συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος θαύμαζε το ταλέντο του. Μάλιστα ο Μητρόπουλος είχε γράψει ένα από τα πρώτα βιογραφικά σημειώματα για τον Σκούφη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 24 Σεπτεμβρίου 1926.
Την ίδια χρονιά ο Σκούφης εγκαθίσταται στην Αθήνα. Διδάσκει στο Ελληνικό Ωδείο και δίνει ρεσιτάλ. Αλλά ξαφνικά, στα τέλη του 1927, χάνεται από την ελληνική πρωτεύουσα. Τον ξαναβρίσκουμε στο Παρίσι. Έχει ήδη γράψει και εκδώσει ποιητικές συλλογές στα γαλλικά και γίνεται δεκτός από την εταιρεία συγγραφέων, τη Société des gens de lettres. To 1929 κυκλοφορεί το Χρυσόψαρο, ένα κατά βάση νατουραλιστικό μελόδραμα, αλλά πολύ πρωτοποριακό στις αναπαραστάσεις της σεξουαλικότητας και στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η ρευστότητα της σεξουαλικής ταυτότητας.
«Για να μείνουμε ελεύθεροι πρέπει να λυτρωθούμε από το ένα φύλο μέσω του άλλου» γράφει κάπου. Και κάπου αλλού, προς τις τελευταίες σελίδες, γράφει: «Μάλλον η ψυχή σου, μικρέ μου, δεν βρήκε το πραγματικό της φύλο (διότι και οι ψυχές έχουν φύλο). Μα ναι, έχουν φύλο κι οι ψυχές κι αυτό το φύλο δεν ταυτίζεται απαραιτήτως και πάντα με το φύλο του σώματος (ατύχημα της ύλης, εντελώς τυχαίο συμβάν, το οποίο οφείλεται σε μια φύση τυφλή, που σφάλλει). Ναι, ναι, όπως το λέω: που σφάλλει… Καταλαβαίνεις, παιδί μου;».
Μοιράζοντας τις μέρες του και τις νύχτες του μεταξύ του γραψίματος και της αναζήτησης του έρωτα, ο Scouffi ζει το Παρίσι με ελευθεριότητα. Το νήμα της ζωής του διακόπτεται όμως βίαια. Στις 24 Μαρτίου 1932 δολοφονείται με πολύ άγριο τρόπο μέσα στο διαμέρισμά του, στον αριθμό 97 της οδού Ρώμης, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Το πτώμα βρέθηκε το επόμενο πρωί από την καθαρίστρια. Ο Scouffi φορούσε ρομπ ντε σαμπρ και κρατούσε την πίπα στο κοκαλωμένο χέρι του. Τον είχαν μαχαιρώσει και στραγγαλίσει. Το πορτοφόλι του, άδειο, ήταν πεταμένο μέσα στο δωμάτιο.
«Ο Αλέξανδρος Σκούφης, 46 ετών, Έλληνας υπήκοος, γεννηθείς εν Αλεξανδρεία», όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες, είχε νοικιάσει το τεσσάρι διαμέρισμα της οδού Ρώμης στις 10 Αυγούστου 1931. Το είχε επιπλώσει πολυτελώς και ζούσε εκεί με τον νεαρό εραστή του, Πιερ Παρί. Λίγο μετά την εγκατάσταση στο διαμέρισμα ο 22χρονος Πιερ Παρί κατατάχθηκε στον στρατό. Θεωρήθηκε ο πρώτος ύποπτος. Όμως, λόγω του στρατού, είχε ακλόνητο άλλοθι. Ο δολοφόνος πρέπει να ήταν «κάποιος από τους πολλούς νεαρούς που ο Scouffi δεχόταν στο σπίτι του».
Η δολοφονία, που είχε χαρακτηριστεί από τον αστυνομικό επιθεωρητή της περιοχής «πραγματική σφαγή», είχε γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα στον Τύπο της εποχής, με πολλές λεπτομέρειες, σκανδαλιστικές και μη, για το θύμα. Όμως ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Scouffi είχε κατά κάποιον τρόπο προαναγγείλει τη μοίρα του στις πρώτες σελίδες του Χρυσόψαρου, εκεί που παρουσιάζει τον ήρωά του: «Τα μαλλιά του, φρεσκοκουρεμένα, γυαλοκοπούσαν από την μπριγιαντίνη. Κόνταιναν πολύ και σταματούσαν ψηλά στο σβέρκο. Εκείνος ο σβέρκος, ροδαλός και ξυρισμένος, ήταν σαν να προοριζόταν για το φιλί ή για το λεπίδι».
Πιερ ήταν ο τελευταίος εραστής του Scouffi, αλλά και Πιερ είναι το όνομα του ήρωα στο Χρυσόψαρο. Το όνειρο του Πιερ είναι να κάνει τον γύρο του κόσμου, αλλά αυτό που κατορθώνει είναι να κάνει τον γύρο της πλατείας Πιγκάλ. «Εκεί θα τελείωνε η τρελλή περιπέτεια, το ωραίο ταξίδι που είχε ονειρευτεί». Ζει με τη μητέρα του και τον πατριό του σ’ ένα προάστιο του Παρισιού. Ο πατριός, που διατηρεί ζαχαροπλαστείο, είναι πολύ βάναυσος και κακοποιεί τον Πιερ. Τον μαστιγώνει και τον κάνει ασήκωτο από το ξύλο. Το παιδί αποφασίζει να δραπετεύσει από την οικογενειακή εστία, αφού βουτήξει δύο χιλιάδες φράγκα από το ταμείο του ζαχαροπλαστείου. Βρίσκει καταφύγιο στη Μονμάρτρη, ψάχνοντας τη σεξουαλικότητά του.
«Η επιθυμία για το αρσενικό ζυμωνόταν με την επιθυμία για τη γυναίκα. Δεν κατάφερνε να διαχωρίσει τις δύο επιθυμίες για τη γυναίκα. Δεν κατάφερνε να διαχωρίσει τις δύο επιθυμίες, που τώρα πια, γίνονταν μία, στις αισθήσεις του». Όμορφος, διάφανος, αγαλματώδης σαν αρχαίος έφηβος, αρχίζει να εκδίδεται, έχοντας ως βάση του το ξενοδοχείο «Χρυσόψαρο».
Είναι πια ο Πιερ/Σουσού. Μέσα από την περιπλάνηση του Πιερ, ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην ανθρωπολογία των ομοφυλόφιλων του Παρισιού και δείχνει ότι το κοινό πάθος, παρά τα φαινόμενα, δεν καταργεί τα ταξικά όρια. Λογοτεχνικά, εντάσσει επίσης στην αφήγηση όλες τις θεωρίες της εποχής περί ομοφυλοφιλίας, ενώ περιγραφές πάρτι όπως αυτό του ζωγράφου Μάξγουελ, του οποίου ο Πιερ είναι εραστής και μοντέλο, μοιάζουν να βγαίνουν μέσα από σελίδες του Μαρσέλ Προυστ.
Ο Scouffi μιλάει ακόμη για τη ρευστή ταυτότητα – το είπαμε κιόλας, γράφοντας για τους «ανδρόγυνους» αλλά και για τους «γύναινδρους». Στο Χρυσόψαρο ζουν κι άλλοι σαν τον Πιερ/Σουσού. Ανάμεσά τους και η Λουίζ, που ερωτεύεται τον Πιερ. «Μπροστά σε αυτόν τον αδύναμο αισθάνθηκε ισχυρή. Μπροστά σε αυτόν τον παθητικό ένιωσε ακαθόριστα την αμφισημία του φύλου της… Σ’ αυτό το σώμα γυναίκας ανασταινόταν ένας άντρας».
Για τον Πιερ/Σουσού κάποια στιγμή αρχίζει η πτώση. Αρρωσταίνει από φυματίωση, το σώμα του αλλοιώνεται. Τον συλλαμβάνουν για διακίνηση ναρκωτικών. Κλείνεται στη φυλακή. Όταν βγαίνει, ο δρόμος δεν μπορεί πλέον να του δώσει ψωμί, ούτε ηδονή. Ερωτεύεται έναν νεαρό, που θέλει όμως να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Γι’ αυτό, παρόλο που συζούν στο ίδιο δωμάτιο, δεν κάνουν ποτέ έρωτα. Ο Πιερ βρίσκει δουλειά σε χαμάμ, όπου ανακαλύπτει την ηδονή του σαδομαζοχισμού. Το τέλος του δεν θα αργήσει όμως να έρθει, καθώς χάνει ό,τι πραγματικά έχει αγαπήσει.
Μετά τη δολοφονία του Alec Scouffi το Χρυσόψαρο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Πούλησε σαράντα χιλιάδες αντίτυπα. Η εποχή όμως άλλαζε και το Χρυσόψαρο θεωρήθηκε πορνογραφικό. Πέρασε στη λήθη. Αλλά τίποτα το σημαντικό δεν χάνεται. Αρκετά χρόνια αργότερα, ένας άλλος συγγραφέας που κινείται στη λογοτεχνική γεωγραφία του Παρισιού ανακαλύπτει τον Scouffi. Είναι ο Πατρίκ Μοντιανό, που «ανασταίνει» τον Αλέξανδρο Σκούφη σε τρία βιβλία του: στο Livret de famille το 1977 (αμετάφραστο στα ελληνικά), στον Δρόμο των σκοτεινών μαγαζιών το 1978 (μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, Κέδρος) και στο Paris Tendresse το 1990 (αμετάφραστο στα ελληνικά).
Το 2019, εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, το Χρυσόψαρο επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Séguier. Άρχισε έτσι μια νέα εποχή για ένα μυθιστόρημα πρωτοποριακό ως προς την ιδεολογία του, που σίγουρα θα επανεκτιμηθεί και θα βρει τη θέση του σήμερα. Το αποδεικνύει και η θαυμάσια ελληνική έκδοση από την Κίχλη.
Έτσι κι αλλιώς ο Σκούφης εξακολουθεί να «βρίσκεται» στην Αθήνα χάρη στην αρχειακή συλλογή «Alec Scouffi Collection, 1912-1921», στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η συλλογή, δωρεά της πριγκίπισσας Catherine Aleya Aga Khan το 2015, αποδεικνύει και τη στενή σχέση του Άλεκ ή Αλέξανδρου Σκούφη με τον Κ.Π. Καβάφη. Ανάμεσα στα τεκμήρια υπάρχει και το χειρόγραφο του ποιήματος «Τα κεριά» με ιδιόγραφη αφιέρωση στον Σκούφη.