Εκατό Χρόνια Μοναξιά, πενήντα χρόνια μετά

Εκατό Χρόνια Μοναξιά, πενήντα χρόνια μετά Facebook Twitter
Μισό αιώνα μετά, τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά κυκλοφορούν σε νέα μετάφραση από τη Μαρία Παλαιολόγου και τις εκδόσεις Ψυχογιός, προκαλώντας τα ίδια αισθήματα, όπως και τότε.
0

Αναμφίβολα, κάποιους από εμάς οι κίτρινες πεταλούδες τούς ακολουθούν ακόμα, σαν εκείνες που δεν άφηναν τους αιώνιους εραστές Μέμε και Μαουρίσιο από τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά ή εκείνες που είχαν αφεθεί ελεύθερες την ημέρα της κηδείας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Όχι τυχαία, η αθωότητα της κίτρινης πεταλούδας –το αγαπημένο χρώμα του Γκάμπο– φαίνεται να πετάει ακόμα πάνω από το βιβλίο που στιγμάτισε τα άγουρα χρόνια της εφηβείας και διαμόρφωσε ώριμες λογοτεχνικές συνειδήσεις: μισό αιώνα μετά, τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά κυκλοφορούν σε νέα μετάφραση από τη Μαρία Παλαιολόγου και τις εκδόσεις Ψυχογιός, προκαλώντας τα ίδια αισθήματα, όπως και τότε.

Οι αναλύσεις για το τι ήταν αυτό που έφτιαξε το αλησμόνητο Μακόντο, το απομακρυσμένο ουτοπικό χωριό που πρωταγωνιστεί στα Εκατό Χρόνια, αλλά και τα αμέτρητα πρόσωπα που το σημάδεψαν, θα μπορούσαν να είναι πολλές, αλλά ελάχιστη σημασία έχουν μπροστά στους εκατομμύρια αναγνώστες που εξακολουθούν να εκπλήσσονται από τη μυθική σάγκα. Άλλοι θεώρησαν πως τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά ήταν το βιβλίο που διαμόρφωσε το ρεύμα που έμεινε γνωστό ως μαγικός ρεαλισμός, άλλοι βρήκαν αναλογίες ανάμεσα στο Μακόντο και τη Γιοκναπατάουφα του Φώκνερ, άλλοι, όπως ο δύσκολος και απαιτητικός Χάρολντ Μπλουμ, θεώρησαν ότι είναι ένα βιβλίο που «ξεχειλίζει από ζωή».

Το σίγουρο είναι ότι μαζί με τις πεταλούδες του Μακόντο, τα ανεξάρτητα κινήματα και τα «παιδιά των λουλουδιών» που ανθούσαν στον υπόλοιπο κόσμο γεννήθηκε το βιβλίο που θα αναμείγνυε ιδανικά τον αέρα της ελευθερίας με τη δύναμη της φαντασίας και της παράδοσης που χαρακτηρίζει τη Λατινική Αμερική. Η απάντηση στο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα (GAN) ερχόταν το 1967 από έναν Κολομβιανό, ο οπoίος είχε απόλυτη επίγνωση του ότι το εγχείρημά του θα άξιζε τον κόπο: δεν ένιωθε χωρίς λόγο να συνωθούνται στο υψηλό ταμπεραμέντο του οι Χίλιες και μία νύχτες και κεφάλαια παρμένα, θαρρείς, από τον Θουκυδίδη.

Άλλοι θεώρησαν πως τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά ήταν το βιβλίο που διαμόρφωσε το ρεύμα που έμεινε γνωστό ως μαγικός ρεαλισμός, άλλοι βρήκαν αναλογίες ανάμεσα στο Μακόντο και τη Γιοκναπατάουφα του Φώκνερ, άλλοι, όπως ο δύσκολος και απαιτητικός Χάρολντ Μπλουμ, θεώρησαν ότι είναι ένα βιβλίο που «ξεχειλίζει από ζωή».


Κάπως έτσι, ανάμεσα σε ιστορίες για αδελφικούς, ακόμα και αιμομικτικούς έρωτες, φαντάσματα, μεγάλους πατριωτικούς πολέμους και μια αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που ταίριαζε απόλυτα με τα νοτισμένα από την υγρασία τοπία της Καραϊβικής, γεννήθηκε το απόλυτο μυθιστόρημα της λατινοαμερικανικής παράδοσης. Ο αστικός μύθος λέει –και ο ίδιος ο Μάρκες, ως μοναδικός παραμυθάς, τον επιβεβαίωνε– ότι τα χρήματα που είχε μαζί με τη γυναίκα του Μερσέδες, όταν χρειάστηκε να το ταχυδρομήσουν στον εκδότη, δεν έφτασαν κι έτσι το έστειλαν με δόσεις – δεν είχαν καν τα 82 πέσος που απαιτούσε ο υπάλληλος. Μάλιστα, για την κυκλοφορία του θα έβαζαν ενέχυρο όσα από τα αντικείμενα είχαν απομείνει στο σπίτι, αφού, για να επιβιώσουν, είχαν αναγκαστεί να ξεπουλήσουν ολόκληρο το βιος τους.

Ο ίδιος ο νομπελίστας, που πρόλαβε να γνωρίσει τη δόξα, είχε πει ότι η συγγραφή του βιβλίου ήταν μια περίοδος τεράστιων στερήσεων που του άφησε 120.000 πέσος σε χρέη και 30.000 τσιγάρα, μια διόλου τυχαία λεπτομέρεια από έναν συγγραφέα που γέμισε κάθε σελίδα από τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά με αναρίθμητους συμβολικούς αριθμούς, οι οποίοι ειρωνεύονταν ακόμα και το ίδιο το εύρος των κατακτήσεων.

Ποια σημασία, όμως, μπορεί να έχουν οι αριθμοί σε ένα μυθιστόρημα όπου δεν ξέρεις καν τι είναι αλήθεια ή ψέμα, ζωή και θάνατος; Φαντάσματα περιδιαβάζουν ανενόχλητα στο σπίτι στο Μακόντο, τεράστια μυρμήγκια το κυκλώνουν, ξαδέλφια ερωτεύονται και παντρεύονται, πόλεμοι τρελαίνουν επικούς στρατιώτες και ατιθάσευτοι Τσιγγάνοι διεκδικούν τα πρωτεία στις τεχνολογικές εφευρέσεις!

Αν, όμως, υπήρξε κάποιος ουσιαστικός αλχημιστής, εκτός από τον πρωταγωνιστή Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, ο οποίος μαχόταν να βρει την πεμπτουσία και την απόλυτη ανακάλυψη, και τον ιδανικό συνομιλητή του, τον Τσιγγάνο και επίσης αλχημιστή Μελκιάδες, ήταν ο ίδιος ο Μάρκες: ένας μοναδικός προμηθεϊκός εφευρέτης της αφήγησης, δημιουργός του κόσμου και της εξιστόρησης, ένας ιδανικός πρωτάνθρωπος, του οποίου η φαντασία, σαν εκείνη του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, «πήγαινε πάντα πιο μακριά από την επινοητικότητα της φύσης και ακόμα πιο πέρα από το θαύμα και τη μαγεία».


Το ίδιο συνέβαινε με όλους σχεδόν τους απογόνους της καταραμένης αλλά και απόλυτα χαρισματικής οικογένειας των Μπουενδία, με πρώτους τον πάτερ-φαμίλια Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και τη στωική και στο τέλος τυφλή γυναίκα του Ούρσουλα, η οποία έφερε στη ζωή τους δύο εμβληματικούς ήρωες του βιβλίου: τον εντυπωσιακό δυνατό γίγαντα, προικισμένο με απερίγραπτα προσόντα Χοσέ Αρκάδιο που το σκάει από το Μακόντο για άλλους τόπους, κυνηγώντας ανέφικτους έρωτες με Τσιγγάνες, και τον διαισθητικό, εσωστρεφή συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, οδηγό της αντίστασης και χαρισματικό προφήτη.

Υπάρχουν κι άλλες φιγούρες που διαρθρώνουν την αισχύλεια μοίρα των Μπουενδία, που φέρει εντός της το μυστικό της αιμομιξίας από τους μακρινούς προγόνους, που κάνει τη μητέρα Ούρσουλα να φοβάται ότι κάποιο από τα παιδιά της θα γεννηθεί με γουρουνοουρά. Εκτός από τους δύο γιους υπάρχει και μία κόρη, η παράξενη και εσωστρεφής Αμαράντα, η οποία πεθαίνει παρθένα με ένα σάβανο που φτιάχνει η ίδια, μαζεύοντας διαρκώς γράμματα από τους κατοίκους του χωριού για τους νεκρούς του Κάτω Κόσμου, τα οποία φροντίζει να προστατεύσει σφραγίζοντάς τα με πίσσα για να αντέξουν το νωπό χώμα του τάφου της. Αδελφή της, αλλά υιοθετημένη, είναι η Ρεμπέκα, η οποία καταφθάνει στο χωριό, άγνωστο από πού, φτάνοντας να ζει, χτυπημένη από την ερωτική απογοήτευση, μέσα στη θλίψη, τρώγοντας χώμα και ασβέστη από τους τοίχους και «φορώντας ένα καπέλο με μικροσκοπικά ψεύτικα λουλούδια και παπούτσια στο χρώμα του παλαιωμένου ασημιού».

Οι γυναίκες μοιάζουν να είναι σχεδόν όλες σχεδόν καταραμένες, χτυπημένες είτε από έρωτα είτε από τη μοίρα, όπως άλλωστε και οι δεκαεπτά γιοι του στρατηγού Αουρελιάνο Μπουενδία που πεθαίνουν όλοι σε μια μέρα. Η κατάρα της οικογένειας, όμως, φτάνει κάποτε να ταυτίζεται με την ευλογία, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην περίπτωση της ωραίας Ρεμέδιος, η οποία αφήνει τη μυρωδιά της πάνω στο δέρμα των ανδρών, οδηγώντας τους στον θάνατο και κάνοντας ακόμα και τον πιο εμμονικό θαυμαστή της να τσακίζεται από τα κεραμίδια – μόνο που από το κρανίο του φτάνει να βγαίνει όχι αίμα αλλά «κεχριμπαρένιο λάδι που μυρίζει μύρο, απόδειξη ότι εκείνη τον πλησίασε». Οι άνθρωποι εδώ είναι από αλλού φερμένοι, μιλούν γλώσσες παράξενες ή ξένες, ινδικά ή ισπανικά, ερωτεύονται μέχρι θανάτου και ονειρεύονται έναν άλλον κόσμο, αφού μόνο αυτοί μπορούν να γεννιούνται με τα μάτια ανοιχτά και να διαθέτουν τη διαίσθηση παράξενων μάγων.


Όπως ο ίδιος ο Αουρελιάνο Μπουενδία, ο εμβληματικός πολέμαρχος που επιβίωσε από 17 απόπειρες δολοφονίας, 73 ενέδρες και μια δηλητηρίαση με τόσο μεγάλη δόση στρυχνίνης, ικανή να σκοτώσει ένα άλογο. Είναι αυτός που γέννησε τους δεκαεπτά γιους όχι από γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής αλλά από αισθησιακές πόρνες, που πολέμησε σαν γνήσιος φιλελεύθερος απέναντι στους συντηρητικούς, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καθαρίσει το Μακόντο από τους διάφορους εχθρούς.

Κάποια στιγμή, γνωρίζοντας πως δεν έχει άλλη επιλογή, παρέδωσε τα όπλα και από τότε έμεινε κλεισμένος στην ανείπωτη μοναξιά του, φτιάχνοντας το υπόλοιπο της ζωής του στο ερημικό εργαστήρι του ψαράκια, τα οποία «αντάλλασσε με χρυσά νομίσματα και ύστερα μετέτρεπε τα χρυσά νομίσματα σε ψαράκια και σε δουλειά να βρισκόμαστε, οπότε, όσο περισσότερο πουλούσε τόσο περισσότερο έπρεπε να εργάζεται, για να ικανοποιήσει έναν εξοργιστικό φαύλο κύκλο».

Η στιγμή του τέλους του είναι σίγουρα από τις εμβληματικότερες στην ιστορία της λογοτεχνίας: «Αντί να πάει στην καστανιά, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία πήγε κι εκείνος στην αυλόπορτα κι ανακατεύτηκε με τους περίεργους που παρακολουθούσαν την παρέλαση. Είδε μια γυναίκα ντυμένη στα χρυσά στον σβέρκο ενός ελέφαντα. Είδε μια θλιμμένη δρομάδα. Είδε μια αρκούδα ντυμένη Ολλανδέζα να κρατάει τον ρυθμό της μουσικής, χτυπώντας μια κουτάλα σε μια κατσαρόλα. Είδε τους παλιάτσους να κάνουν πιρουέτες στην ουρά της παρέλασης κι ύστερα ξανάδε το πρόσωπο της άθλιας μοναξιάς του, όταν είχαν περάσει όλοι και δεν απέμεινε παρά το φωτεινό τίποτα στον δρόμο, ο γεμάτος φτερομέρμηγκα αέρας και μερικοί περίεργοι να κοιτάζουν στον γκρεμό της αβεβαιότητας. Τότε πήγε στην καστανιά, με τη σκέψη στο τσίρκο, και ενώ κατούραγε, προσπάθησε να συνεχίσει να σκέφτεται το τσίρκο, αλλά δεν βρήκε πουθενά τη θύμησή του. Έχωσε το κεφάλι στους ώμους του σαν κλωσόπουλο κι έμεινε ακίνητος, με το μέτωπο στιγματισμένο στον κορμό της καστανιάς. Η οικογένεια δεν το πήρε χαμπάρι ως την επόμενη μέρα, στις έντεκα το πρωί, όταν η Σάντα Σοφία ντε λα Πιεδάδ πήγε να πετάξει τα σκουπίδια στην πίσω αυλή και της τράβηξαν την προσοχή οι γαλόπυγες που κατέβαιναν».

Τόσο απλά και μαγικά, όπως ακριβώς ορίζει ο αξεπέραστος κόσμος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.11.2018

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Βιβλίο / Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Η τελευταία μεγάλη μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που πίστευε πως «η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα» έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 89 ετών. Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματά του.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
bernhard schlink

Πίσω ράφι / «Φανταζόσουν ότι θα έβγαινες στη σύνταξη ως τρομοκράτης;»

Το μυθιστόρημα «Το Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ εξετάζει τις ηθικές και ιδεολογικές συνέπειες της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας, αναδεικνύοντας τις αμφιλεγόμενες αντιπαραθέσεις γύρω από το παρελθόν και το παρόν.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Φοίβος Οικονομίδης

Βιβλίο / Φοίβος Οικονομίδης: «Είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σπάσουμε σε χίλια κομμάτια»

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Γιακαράντες», ο Φοίβος Οικονομίδης, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς, μιλά για τη διάσπαση προσοχής, την αυτοβελτίωση, τα κοινωνικά δίκτυα, το βύθισμα στα ναρκωτικά και τα άγχη της γενιάς του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Σερζ Τισερόν «Οικογενειακά μυστικά»

Το Πίσω Ράφι / «Το να κρατάμε ένα μυστικό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και επικίνδυνο έχουμε»

Μελετώντας τις σκοτεινές γωνιές των οικογενειακών μυστικών, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σερζ Τισερόν αποκαλύπτει τη δύναμη και τον κίνδυνο που κρύβουν καθώς μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ