Φωτό: Νίκος Εξαρχόπουλος
Η Ευτυχία Παναγιώτου, ποιήτρια και μεταφράστρια της Άνν Σέξτον και σύντομα της Άνν Κάρσον, προσπαθεί να δώσει με λέξεις μια απάντηση στο εναγώνιο ερώτημα. Πώς να μιλήσεις με λέξεις; Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από τις ποιητικές συλλογές «μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των (δε)κάτων) και «Μαύρη Μωραλίνα» (Κέδρος) καθώς και από τα «Ερωτικά ποιήματα» της Άνν Σέξτον (Μελάνι) που μετέφρασε η Παναγιώτου.
« “Ο μόνος τρόπος”, λέει ο μέγας κηπουρός, “είναι η ανάμειξη, η μόνη λύση είναι η αντιπαράθεση, με την κοινωνική πραγματικότητα και με την ποιητική και γλωσσική παράδοση”». (Σχόλιο επάνω στον «μέγα κηπουρό»)
Ενάντια σε τι θα πρέπει να σταθούμε τόσο σε επίπεδο κοινωνικο-πολιτικό, όσο και στο επίπεδο της γραφής;
Μάλλον διαφέρουν στον καθένα και ποικίλλουν ανά ηλικία…Ο «μέγας κηπουρός», περσόνα του πρώτου, ομότιτλου βιβλίου μου, έγραψε αυτό το ραβασάκι πριν από πέντε περίπου χρόνια στο μπλογκ του. Υπονοούσε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε καμία μάχη μένοντας στην απέξω, και εκφραζόταν φυσικά με τη νεανική του ορμή, με οδηγό μια αλήθεια απόλυτη, που δεν υπολογίζει κανένα κόστος. Τώρα τα ενάντια μοιάζουν περισσότερο πολιτικά και οικονομικά, η κοινωνία και τα κακώς κείμενά της υπόκεινται σε ήδη υπάρχουσες στρεβλώσεις και η γραφή το ίδιο. Ένας νέος συγγραφέας είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να εκφράσει τη μαχητική και παθιασμένη νεανική του φύση, αυτό είναι το πρώτο του πλεονέκτημα.
Ποιές καινούργιες λέξεις μπορούμε να προτάξουμε απέναντι σε άλλες, επίσης καινούργιες, όπως είναι, για παράδειγμα, οι λέξεις «ευελφάλεια» και «μνημόνιο»;
Οι πολλοί νεολογισμοί μάλλον συσκοτίζουν τα πράγματα. Για τους δυσπρόφερτους ουδείς λόγος. Μπορούμε παρ’ όλα αυτά να αντισταθούμε στη διαστρέβλωση, την παρανόηση, τη χειραγώγηση, τις αποτυχημένες συσχετίσεις και εξαρτήσεις που μας κάνουν να μοιάζουμε με το σκύλο του Παβλόφ. Δυσπιστία υπάρχει εκ μέρος του λαού, το δυστυχές είναι ότι δεν μεταφράζεται σε ψήφο, ενόσω οι σοφιστικοί δικανικοί λόγοι συνεχίζονται αδιάκοπα. Θυμήθηκα τώρα ένα στίχο σε ποίημα της Ανν Κάρσον: «Σε παρακαλώ [λέει ο σύζυγος], ποτέ δεν της είπα ψέματα. Όταν υπήρχε λόγος, μπορεί να χρησιμοποίησα λέξεις που ψεύδονταν».
«μια πεταλούδα κόλλησες στο γόνατό μου πίσω,
στόχος το “γονατίζω” να κόψω μαχαίρι.
το είδα σαν παιχνίδι στην αρχή και δέχτηκα
αλύγιστη να παραμείνω, αν είναι έτσι
μια ζωή να σώσω.
ήρθες μετά μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτο μ’ άλλες ταλαίπωρες
“άσκηση θάρρους είναι ευτυχία να μη λυγίζεις”, είπες.
“άσκηση καλοσύνης είναι”, σκέφτηκα». («Γονατισμένη», μέγας κηπουρός)
Τι είναι για σένα θαρραλέο; Από πού μπορεί ένας άνθρωπος να αντλήσει σήμερα θάρρος;
Όταν επιλέγεις ένα δρόμο ενάντια στους φόβους σου και ενάντια στα προγνωστικά, παραμένοντας πιστός σε εσωτερικά ηθικά αιτήματα. Θαρραλέοι είναι οι δάσκαλοι που καταφέρνουν να πείσουν τα παιδιά για τη σπουδαιότητα της γνώσης, της γνώσης ως αλήθειας, όταν όλα τα επιχειρήματα υπέρ της τείνουν να καταρρέουν. Ένας ενήλικας δεν θα αντλήσει θάρρος από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, δεν το νομίζω, όπως επίσης δεν πιστεύω σε κάποια συνταγή απόκτησης θάρρους. Ας πάψουμε αρχικά να κρεμόμαστε από τα τρεμάμενα χείλη των παρουσιαστών ειδήσεων. Και βλέπουμε.
«για κείνη τη μέρα ζω
[...]
που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν
τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,
το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ’ναι
μόνο σκόνη, και μια καρδιά στροβοσκοπίου
να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο
θα ’ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά
της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας».(«μια αυταπάτη», Μαύρη Μωραλίνα)
...
«πώς να το πω απλά;
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες». («σας δίνει το ελεύθερο», Μαύρη Μωραλίνα)
Ποιες αλήθειες θρηνούμε σήμερα εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα και τι χάνουμε;
Τις αλήθειες που μας δίδαξαν και στις οποίες πιστέψαμε. Δικές μας αλήθειες στις οποίες βασίσαμε κάποιες επιλογές και οράματά μας. Αλήθειες ανεδαφικές γι’ αυτό τον κόσμο. Αλήθειες που όταν τις ξεστομίζεις ακούγονται σαν ανέκδοτο. Πώς να μιλήσεις με λέξεις; Νομίζω πως σήμερα χάνουμε ό,τι δεν είχαμε πραγματικά… Μπορεί να μας αρπάξουν τα πάντα από άποψη υλικών αγαθών, ποιος ξέρει; Υπάρχει όμως ένα κομμάτι μέσα μας, όπως και το παρόν το ίδιο, που εξαρτάται από εμάς αν θα το χάσουμε ή όχι. Είναι νωρίς, και δεν παραδέχομαι την ήττα. Στο συγκεκριμένο ποίημα η Μωραλίνα χάνει «μόνο νύχτες». Ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθένα η νύχτα, η μέρα συνεχίζει να μεγαλουργεί.
Τι είναι για σένα επαναστατικό;
Η λέξη «επανάσταση» έχει φορτιστεί τόσο με αρνητικές όσο και με θετικές συνδηλώσεις. Δεν ξέρω. Η αυτάρκεια ίσως.
«σαν σώματα
περι φέρετε τ ον εαυ τ ό σ ας
α ν ά π η ρ ο». («τιμώ το σώμα, έστω κι αν δεν ξέρουμε να το ζήσουμε», Μαύρη Μωραλίνα)
Κι είναι αυτή μια αναπηρία..
Διανοητική και συναισθηματική. Δεν υπάρχει ούτε ορθός λόγος ούτε συναντούμε συχνά την τρυφερότητα. Εμμένουμε εγκλωβισμένοι στην αίσθηση ενός τραγικού εθνικού πεπρωμένου και όταν γκρεμίζουμε δεν χτίζουμε. Ανάπηρη είναι συνεπώς και η δημοκρατία μας. Στο ποίημα τα σώματα χωρίζουν σαν ζάρια, έρμαια της τυχαιότητας ή της μοιρολατρίας τους. Σπάω τη λέξη «ανάπηρο», γιατί, όταν φτάσεις «στου Κακού τη σκάλα», όπως λέει ο γύφτος στο ποίημα του Παλαμά, ίσως και να ανέβεις κάποτε.
«ήταν πάντα ο φόβος
μια αναβολή ή μια απόφαση.
τα μάτια μου, τα μάτια της,
σκάλωσαν στον κτηνώδη του φόβο.
σαν αφήσεις τον άνθρωπο, τ’ ανθρώπινα σε κυνηγάν
εδώ
στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται». («η συγγνώμη», Μαύρη Μωραλίνα)
Πότε έρχεται σ’ εσένα το ποίημα; Υπάρχουν στιγμές που πηγαίνεις εσύ σ’ αυτό;
Στην πραγματικότητα, λέω πως δεν μπορείς να γράψεις ένα ποίημα αν δεν μπορείς πρώτα να συγχωρέσεις έναν άνθρωπο. Κατά τα άλλα, η σχέση μου με την ποίηση μοιάζει λίγο με αντάρτικο με τη διαφορά ότι απολαμβάνω περισσότερο τις άτακτες επιθέσεις της ποίησης.
«όλα λοιπόν είναι έρωτας, ή τίποτα δεν υπάρχει.
μια βεβαιότητα είναι,
που τεντώνεται στον εαυτό της
–τον ακραίο εαυτό της–
και τυλίγεται τον εαυτό της». («η μικρή σχιζοφρενής μου, μέλισσα ανάμεσα σε δύο χρόνους», Μαύρη Μωραλίνα)
Όταν δεν υπάρχει ο έρωτας, όλα εξαφανίζονται λοιπόν;
Ο έρωτας φαίνεται ζόρι γιατί χρειάζεται δύο πρόσωπα να συναινέσουν σε ένα όραμα ζωής τη στιγμή που η ζωή μοιάζει πια αρκετά περίπλοκη για τον έναν και τα φαντάσματά του. Θέλω να πω ότι ο ερωτευμένος -κι όχι ο ξεμυαλισμένος- άνθρωπος έχει ήδη τις προϋποθέσεις να είναι ανθρώπινος. Και το να είσαι άνθρωπος μου φτάνει.
«ισορροπούμε στο κενό και κοιταζόμαστε στα μάτια.
ισορροπούμε στο κενό όταν είμαστε δυο.
...
γελώ δυο φορές. είναι σαν να χάνουμε κι οι δυο.
αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί». («Σαν ουτοπία», Μαύρη Μωραλίνα)
Η απώλεια –ακόμη κι αυτή του εαυτού μας– είναι περισσότερο υποφερτή όταν τη μοιραζόμαστε...
Αποκτά νόημα η απώλεια όταν προηγουμένως έχεις αγαπήσει. Τότε έχεις ζήσει τα πάντα. Θυμάμαι στίχο του Τάσου Λειβαδίτη: «Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει / ερχόμαστε για λίγο». Πολύ φοβάμαι πως για την κατάσταση του εαυτού μας πρέπει να καταβάλλουμε περισσότερο προσωπικές προσπάθειες.
«υπόσχομαι να λέω μονάχα κάτι που δεν πρόκειται να πω.
...
όταν γράφεις κάτι γίνεται». («Σαν ουτοπία», Μαύρη Μωραλίνα)
Τι γίνεται, Ευτυχία, όταν δεν γράφεις;
Κι όταν δεν γράφω πάλι κάτι γίνεται... Κάνοντας άλλα πράγματα, γράφει κανείς νοερά κάποιο βιβλίο.
Η «Μωραλίνα» σου πήρε τ' όνομά της από την φράση του Μπλανσό «Ο πόνος μας μωραίνει». Τι άλλο κάνει ο πόνος, πέρα από αυτό;
Α, όχι…Δεν θέλω ειδικότητα στον πόνο...Ο πόνος είναι τόσο προσωπικός, που μοιάζει καθολικός. Και το αντίστροφο.
«Μπορείς να εξομολογείσαι και να λες ψέματα αιώνια».
«Η δουλειά σας είναι ν’ αναλύετε (οι μελετητές) αλλά η δική μου δουλειά είναι, κατά κάποιον τρόπο, ν’ αποκρύπτω». (Άνν Σέξτον)
Τελικά, ο ποιητής κρύβει περισσότερα από όσα φανερώνει; Είναι το ποίημα μια «δήλωση» πως ελάχιστα μπορούν να ειπωθούν;
Οι παραπάνω φράσεις ανήκουν στη Σέξτον, που χαρακτηρίστηκε για ένα μεγάλο διάστημα «εξομολογητική ποιήτρια». Το γεγονός, στην αρχή τουλάχιστον, τη δυσαρεστούσε. Στα ποιήματά της έλεγε ψέματα με ύφος εξομολογητικό. Της άρεσε μάλλον να προκαλεί. Συχνά δημιουργούνταν συγχύσεις ανάμεσα στην ίδια και τις περσόνες της. Οι αγαπημένοι της αισθάνονταν πολλές φορές άβολα με τα όσα έγραφε, ότι παραβίαζε τον προσωπικό τους χώρο. Προφανώς ο μύθος λειτούργησε καλά στην ποίησή της, ήταν πειστικός όσο η πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο διαφέρει ωστόσο από μια αντίληψη μεταμοντέρνας κοπής πως το ποίημα είναι μια «δήλωση» για το ότι ελάχιστα μπορούν να ειπωθούν. Στη «Μαύρη Μωραλίνα» πολλά λέγονται ή υπονοούνται. Φλερτάρω τόσο με το ζήτημα που αντιμετώπισε η αμερικανική εξομολογητική ποίηση όσο και με το μεταμοντερνισμό: «κάτι αδύνατο να ειπωθεί / ειλικρινά / ανθρώπινο εντελώς». Η λέξη «ειλικρινά» βρίσκεται εσκεμμένα στη μέση και ο καθένας την κολλάει είτε στον πάνω είτε στον κάτω στίχο, ανάλογα με το πώς του ταιριάζει. Το χάσμα πάντως ανάμεσα στη σκέψη και τη γλώσσα είναι ένα απροσπέλαστο υπαρξιακό ζήτημα, το οποίο έθιξε ωραία ο Τζωρτζ Στάινερ. Και πονάει την ποίηση.
«Κι αν τραπείς σε φυγή,
σαν δεν πάρεις μάθημα εδώ κανένα,
θα κρατώ την άκομψή μου γυάλα,
μ’ όλα τα τσακισμένα της άστρα να λάμπουν
σαν ψέμα περίπλοκο,
και γύρω της θα δέσω ένα νέο δέρμα
σαν να ’ντυνα ένα πορτοκάλι
ή έναν ήλιο παράξενο». («Στον Τζον που με εκλιπαρεί να μην ερωτώ άλλο», Άνν Σέξτον)
Ποιό μάθημά πήρες εσύ από την ανάγνωση;
Η ανάγνωση, πέρα από την αυτονόητη αξία που έχει, είναι ο αντίποδας του συγγραφικού ναρκισσισμού.
Μετά την Σέξτον, η Κάρσον...
Η Ανν Κάρσον, στην «Ομορφιά του συζύγου» -βιβλίο που μεταφράζουμε με τον ποιητή Δημήτρη Αθηνάκη- μου δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται συνέχεια στον αναγνώστη της, και ότι το διασκεδάζει μάλιστα. Περιγράφει μια θλιβερή ιστορία, ένα διαζύγιο, το δικό της για την ακρίβεια, αλλά παριστάνει πως το θέμα δεν την αφορά. Αφορά «τη σύζυγο». Εκείνο που μοιάζει να αφορά την ίδια ως συγγραφέα είναι ο ισχυρισμός του ρομαντικού ποιητή Τζον Κητς ότι η ομορφιά είναι αλήθεια. Οπότε το βιβλίο μεταμορφώνεται σε κάτι σύνθετο: είναι μια ιστορία διαζυγίου, που εκτυλίσσεται σαν μυθιστόρημα, ενώ τα ποιήματα του δυσμετάφραστου Κητς παρεμβάλλονται ποικιλοτρόπως, στους τεράστιους τίτλους και αλλού, και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις της Κάρσον προκύπτουν με ένα ανακάτεμα πηγών κάθε είδους σαν τράπουλα. Ο μεταφραστής δεν θα ξεμπερδέψει γρήγορα -και δεν είναι αυτό το θέμα- οπότε τι του μένει; Να αντιμετωπίσει τη διαδικασία με χιούμορ, τα ποιήματα (;) της Κάρσον σαν αινίγματα.
Ακολουθεί το ποίημα της Ευτυχίας Παναγιώτου με τον τίτλο «Αν(ν)». Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στον Καναδά, τον περασμένο Ιούνη και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο e-poema.
«Αν το ποίημα είναι ένα αίνιγμα.
Αν η λύση υπάρχει και κάποιος φωνάζει Πρέπει να τη βρεις.
Αν αυτός που φωνάζει δεν είναι το ποίημα, κι ο ποιητής απουσιάζει.
Αν είσαι εσύ, μα ως αναγνώστης δεν έχεις το κλειδί.
Αν όμως το κλειδί υπάρχει, Πρέπει να ψάξεις.
Αν το να ψάχνεις σημαίνει να παρατηρείς τον άντρα δίπλα σου.
Αν ο άντρας δίπλα σου είναι ο σύζυγος και τον ρωτάς Πού είναι τo κλειδί;
Αν το ερώτημα Πού είναι το κλειδί; προκαλεί αναστάτωση.
Αν το ποίημα χάνει τον έλεγχο, γίνεται στιχομυθία (κάπως ρευστή).
Αν στη στιχομυθία τα «πάντα ῤεῑ», και ο άντρας γίνεσαι εσύ, η γυναίκα εκείνος.
Αν πρέπει να επιλέξεις, θα επιλέξεις να είσαι η γυναίκα.
Αν πρέπει να επιλέξει, θα επιλέξει να είναι ο άντρας (πάντως όχι ο σύζυγος).
Αν έχει επιλογή, θα επιλέξει βεβαίως την ερωμένη.
Αν η στιχομυθία απαιτεί ρόλους, τότε εσύ είσαι ο θύτης, εγώ είμαι το θύμα.
Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι Το κλειδί το έχεις εσύ.
Αν ο άντρας δίπλα σου χάρισε το κλειδί στη λάθος γυναίκα.
Αν της είπε μια ρήση του Πρόδικου: «Αν διπλασιαστεί η επιθυμία είναι έρωτας, αν διπλασιαστεί ο έρωτας γίνεται μανία».
Αν εκείνη τού απάντησε με στίχο της Αν(ν) Κάρσον: «Αν διπλασιαστεί η μανία γίνεται γάμος».
Αν ο έρωτας σε ωθεί στο γάμο. Αν ο γάμος σε εξωθεί στον έρωτα.
Αν το να είμαστε άντρες και γυναίκες σε ένα ποίημα με στιχομυθία όπου ψάχνουμε ένα κλειδί αποτελεί ένα αίνιγμα σχετικά με το γάμο.
Αν το να ψάχνεις λύση στο αίνιγμα είναι ένας δρόμος στρωμένος με κλάμα.
Αν βρεις στις λέξεις της «ένα χάσμα στο δράμα το δράμα είσ’ εσύ».
Αν το να κλαις και να κλαις σημαίνει πως το ποίημα το αισθάνεσαι.
Αν το ποίημα δεν πρέπει μόνο να το αισθάνεσαι μα και να το κατανοείς, πρέπει να ψάξεις Πιο πολύ.
Αν το να ψάχνεις πιο πολύ σημαίνει ν’ αποκρυπτογραφείς λέξεις.
Αν το ν’ αποκρυπτογραφείς λέξεις είναι μεταφυσική.
Αν η ποίηση είναι ένα ον, «ἀεί ἀπορούμενον καὶ ζητούμενον», είπε ο Αριστοτέλης.
Αν ψάχνεις για ένα αίνιγμα που λέγεται ποίημα, πρέπει να αναβάλεις το γάμο, που είναι, ούτως ή άλλως, ένα αίνιγμα.
Αν το ποίημα είναι σε ξένη γλώσσα, πώς να μιλήσεις με λέξεις.
Αν –ένα ποίημα– είναι ένα όνομα».
σχόλια