Είναι Παρασκευή βράδυ, στο Aρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου έχει τελειώσει η εξαιρετική Αντιγόνη του Λιβαθινού και στην ταβέρνα του Λεωνίδα στο Λυγουριό γίνεται το αδιαχώρητο: ηθοποιοί, συντελεστές της παράστασης και κόσμος –πολύς κόσμος– σχολιάζει την παράσταση (και το πραξικόπημα στην Τουρκία), περιμένοντας να σερβιριστούν τα πρώτα πιάτα. Η ταβέρνα του Λεωνίδα μπορεί να έχει αλλάξει μορφή και να έχει μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια που λειτουργεί, αλλά παραμένει πάντα στον ίδιο χώρο και έχει συνδεθεί όσο καμία άλλη στην περιοχή με τον θεσμό των Επιδαυρίων – κι έχουν περίπου την ίδια ηλικία. Το 1953 ξεκίνησε ως καφενείο από τον Λεωνίδα Λιακόπουλο και τον πατέρα του και, από την επόμενη χρονιά, το 1954, με το ξεκίνημα των Επιδαυρίων, έγινε η ταβέρνα του φεστιβάλ. Σήμερα, ο κύριος Λεωνίδας έχει αποσυρθεί και το μαγαζί έχει αναλάβει η σύζυγός του, η Κάκια, και τα δυο τους παιδιά, ο Γιώργος και ο Νίκος, καθηγητές και οι δύο, που εργάζονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και βοηθούν τα καλοκαίρια όσο μπορούν.
Η Παξινού μου έδειξε πώς να φτιάχνω κάποια πιάτα, μια σύζυγος τεχνικού μού έδειξε πώς να φτιάχνω το μοσχάρι νουά και άρχισα να μαθαίνω συνταγές τις οποίες δεν έχω αλλάξει καθόλου μέχρι και σήμερα. Τα γεμιστά είναι τα ίδια όπως το '70, το ίδιο και η σάλτσα για το νουά.
«Το 1953 που άνοιξαν το μαγαζί ο πατέρας μου και ο παππούς μου δεν υπήρχε τίποτα στο χωριό, ούτε καν ρεύμα» λέει ο Νίκος. «Το ρεύμα ήρθε το 1961 και μέχρι τότε, όπως μπορείτε να φανταστείτε, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για κάποιον ηθοποιό από την Αθήνα. Όταν έφτασαν οι ηθοποιοί για την πρώτη παράσταση, το 1954, έπρεπε κάπου να φάνε. Εκείνη τη χρονιά έμειναν στο Ναύπλιο, αλλά η απόσταση τους δυσκόλευε πάρα πολύ για τις πρόβες, έτσι την επόμενη χρονιά το Εθνικό ζήτησε από τους χωριανούς να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τους φιλοξενήσουν. Οι χωριάτες είπαν "ναι", αλλά δεν υπήρχε πουθενά μαγαζί για να φάνε. Υπήρχαν μόνο καφενεία και οι άνθρωποι δεν ήξεραν να μαγειρεύουν. Ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν ευγενικοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κοινωνικός και του άρεσε να περιποιείται τον κόσμο, έτσι προσφέρθηκε να φτιάξει φαγητό στο καφενείο του. Η Κατίνα Παξινού ήταν η πρώτη που άρχισε να μαγειρεύει στο μαγαζί. Είχε φτιάξει μπιφτέκια στα κάρβουνα – τα έψηνε λίγα-λίγα στη σχάρα, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος. Εκείνη ήταν η μαμά που μαγείρευε για όλους τους ηθοποιούς. Στη συνέχεια, ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου και η Παξινού και κάποιες γυναίκες τεχνικών την έμαθαν να μαγειρεύει».
«Ήμουν 20 χρονών κορίτσι όταν παντρεύτηκα τον Λεωνίδα» μας λέει ο κυρία Κάκια. «Δεν ήξερα να φτιάχνω τίποτα γιατί στο σπίτι τα έκαναν όλα η μητέρα μου και η γιαγιά μου. Η Παξινού μου έδειξε πώς να φτιάχνω κάποια πιάτα, μια σύζυγος τεχνικού μού έδειξε πώς να φτιάχνω το μοσχάρι νουά και άρχισα να μαθαίνω συνταγές τις οποίες δεν έχω αλλάξει καθόλου μέχρι και σήμερα. Τα γεμιστά είναι τα ίδια όπως το '70, το ίδιο και η σάλτσα για το νουά. Με τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες γίναμε φίλοι, έγιναν μέλη της οικογένειάς μας, τους πιο πολλούς τους αισθανόμασταν δικούς μας ανθρώπους. Με τον Λεωνίδα μάς πάντρεψε ο Θάνος Κωτσόπουλος, εξαιρετικός άνθρωπος, που έγινε και νονός του Νίκου. Κάναμε κουμπαριές και αποκτήσαμε σχέσεις οικογενειακές».
«Με μεγάλωσαν η Παξινού και η Αλέκα Κατσέλη», λέει ο Νίκος, «και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι εδώ μέσα ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Κάθε καλοκαίρι που κατέβαιναν στο χωριό μάς έφερναν δωράκια – και δεν είχαν τέτοιες σχέσεις μόνο μ' εμάς αλλά με όλο το χωριό. Η κάθε οικογένεια είχε και έναν δικό της ηθοποιό, έτσι ξεκίνησε το φεστιβάλ. Οι ηθοποιοί τότε κατέβαιναν από τις αρχές Ιουνίου και έφευγαν στις αρχές Αυγούστου. Έμεναν μήνες κι έκαναν πρόβες εδώ. Ήταν λογικό να θεωρούν το μαγαζί σπίτι τους κι εμάς δικούς τους ανθρώπους. Σήμερα μπορεί να μένουν για τρεις-τέσσερις μέρες, αλλά ακόμα προσπαθώ να δημιουργώ μαζί τους σχέσεις, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα».
«Η πρώτη παράσταση που θυμάμαι είναι το '72, όταν ήμουν 8 χρονών,η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Τις έχω δει όλες τις παραστάσεις από τότε, πάντα όμως πάω στις πρόβες – νομίζω ότι οι πρόβες είναι καλύτερες από τις παραστάσεις. Η Επίδαυρος έχει μια αύρα απίστευτη και δεν το λέω επειδή είμαστε δίπλα. Από τη στιγμή που ήρθαν οι ηθοποιοί, είχε μια αύρα που τους αγκάλιασε. Υπάρχουν πολλά αρχαία θέατρα στην Ελλάδα, αλλά κανένα δεν είναι όπως της Επιδαύρου – δεν είναι μόνο η ακουστική, είναι και η ενέργεια του θεάτρου μοναδική. Τραβάει και δίνει. Έχω ακούσει από τον πατέρα μου για μια παράσταση του 1956 της Αντιγόνης με τη Συνοδινού, που ήρθαν 20.000 άτομα για να τη δουν, δεν έχει ξαναγίνει αυτό από τότε. Φανταστείτε ότι ήταν μια εποχή που δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα, πολλοί περπάτησαν μέχρι εκεί. Και το θέατρο ήταν τόσο γεμάτο, ακόμα και μέσα στην ορχήστρα, ώστε αναγκάστηκαν να ζητήσουν από μερικές χιλιάδες ανθρώπους να αποχωρήσουν για να μπορέσουν να παίξουν οι ηθοποιοί. Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και επειδή δεν υπήρχαν θέσεις, τον έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα μέσα στη σκηνή».
Έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί, καβγάδες, έρωτες που έχουν γεννηθεί μέσα στο μαγαζί, μνήμες από την εποχή που ήταν παιδί και τα Επιδαύρια έφερναν δράση και χαρά στο χωριό. «Κάποτε, και μέχρι το 1967, το λεωφορειάκι του Εθνικού που κατέβαζε τους ηθοποιούς από την Αθήνα, η Μαρμάρω, έκανε έξι ώρες να φτάσει. Η διαδρομή ήταν ατελείωτη, Αθήνα-Κόρινθος-Άργος-Ναύπλιο-Λυγουριό, ολόκληρο ταξίδι. Θυμάμαι τον δρόμο να είναι χώμα, να μην πατάει ψυχή και όταν πέρναγε αυτοκίνητο από δω γινόταν πανηγύρι. Τρέχαμε όλοι να το δούμε. Με τα χρόνια, όσο περνούσε ο καιρός και εξελισσόταν το φεστιβάλ, τόσο εξελισσόταν και το χωριό και καλυτέρευαν και οι συνθήκες διαβίωσης. Το χωριό, λόγω του φεστιβάλ, "έπαιρνε στροφές" και μπήκε στη μόδα πιο γρήγορα». Του ζητάω να θυμηθεί ιστορίες από συγκεκριμένα πρόσωπα και δεν θέλει να το κάνει, το αποφεύγει διακριτικά, για να μην κακοκαρδίσει κανέναν. «Δεν μπορώ να διαλέξω κανέναν ηθοποιό, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω» λέει. «Την Παξινού τη θυμάμαι πολύ λίγο. Τον Μινωτή και τον νονό μου αρκετά, από κει και πέρα τους έχω ζήσει καλά όλους. Έχω πολλές μνήμες. Δεν υπήρξε κανείς που να μην έχουμε καλή χημεία, τα πηγαίναμε και τα πάμε καλά με όλους. Η Μερκούρη είχε μια τεράστια συμπάθεια στον πατέρα μου, είχαν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Έμπαινε στην κουζίνα κι έβαζε μόνη της το φαγητό, συνήθως γιουβέτσι. Δεν είχε ποτέ τουπέ. Ακόμα και όταν έγινε υπουργός ήταν πάντα η ίδια.
Ένας μεγάλος καβγάς που θυμάμαι ήταν ανάμεσα στη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, την πρώτη φορά που ήρθε η Βουγιουκλάκη στην Επίδαυρο, με τη Λυσιστράτη. Ένα βράδυ μετά την πρόβα, κατά τις 2:30-3 το πρωί, τη φώναξε έξω από το μαγαζί ο Παπαμιχαήλ, εκείνη βγήκε, στάθηκε μπροστά στο αυτοκίνητο κι έγινε ένας καβγάς τεράστιος. Όλο το μαγαζί σταμάτησε ό,τι έκανε και δεν έβγαζε άχνα. Μετά εκείνος μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε. Έχουν γίνει κι άλλοι τσακωμοί, αλλά είναι ανθρώπινα όλα αυτά. Και εκτός από το φλερτ που κάναμε όταν ήμασταν νέοι, έχουν γεννηθεί και πολλοί έρωτες εδώ μέσα. Μπορεί στην πορεία του χρόνου να τελείωσαν, αλλά, όταν γεννήθηκαν, ήταν πολύ δυνατοί. Εδώ γεννήθηκε ο έρωτας μεταξύ Λάτση και Κούρκουλου, το 1985. Ήταν καλεσμένη του Κώστα του Καρρά η Λάτση –εκείνος έπαιζε Ορέστη– και ο Κούρκουλος την είδε και την ερωτεύτηκε.
Το '60 υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο εδώ, του μαγαζιού, το 115, και όταν σχόλαγαν οι ηθοποιοί γινόταν ουρά για να μιλήσουν κι έτσι ακούγαμε όλη τους τη ζωή».
«Ποτέ δεν ρώτησα κανέναν για την προσωπική του ζωή» λέει η κυρία Κάκια. «Ποτέ δεν ανακατευτήκαμε, δεν σχολιάσαμε αυτά που βλέπαμε, δεν τα μεταφέραμε, δεν υπήρχε λόγος να συζητήσουμε προσωπικά θέματα. Ούτε τα δικά μας, ούτε τα δικά τους».
Ο Μινωτής είχε μια σοφία σε αυτά που έλεγε. Μπορεί να ξέχναγε τα λόγια του τα τελευταία χρόνια, αλλά κάθε του λέξη ήταν σημαντική.
«Σπουδαίες παραστάσεις έχω δει πολλές, παλιές και νέες» λέει ο Νίκος. «Οι Αχαρνής και οι Πέρσες του Τέχνης, ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Μινωτή... Ο Μινωτής είχε μια σοφία σε αυτά που έλεγε. Μπορεί να ξέχναγε τα λόγια του τα τελευταία χρόνια, αλλά κάθε του λέξη ήταν σημαντική. Θυμάμαι τον Μπεζάρ το '85, γιατί μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η παράσταση, το χοροθέατρο που είχε κάνει. Θυμάμαι την Πίνα Μπάους, τον Ίθαν Χοκ και τον Kέβιν Σπέισι, την Έλεν Μίρεν, ο Πίτερ Χολ, ο Μπέρνσταϊν, όλοι πέρασαν από δω. Έχουν έρθει κι ένα σωρό πολιτικοί: ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Γιώργος, ο Αντρίκος, ο Σημίτης, ο Μαύρος, όλοι οι υπουργοί Πολιτισμού, η Μπακογιάννη, ο Σαμαράς, ο Τσίπρας. Τα Χριστούγεννα του 1991 ήρθε και ο Μιτεράν ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, καλεσμένος του πρέσβη Μαχαιρίτσα. Την παραμονή των Χριστουγέννων μάς λέει: "Θα φέρω κάποιον να φάμε". Κι ήταν ο Μιτεράν. Η Κάλλας ήρθε δύο φορές για τη Μήδεια. Το 1959, που έβρεξε και δεν έγινε η παράσταση, και το 1961, που τελικά έγινε. Δεν κυκλοφορούσε πολύ στο χωριό, έμεναν στο κότερο με τον Ωνάση. Ήταν μια σταρ της εποχής, βεντέτα. Ήταν μεγάλες μορφές, αλλά στο χωριό τούς έβλεπαν πάντα ως τους άλλους ανθρώπους, γήινα, γιατί ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Ο Βουτσινάς έδωσε μια πνοή στην Επίδαυρο με την Ελένη του το 1982. Ήταν ένας πρόσχαρος άνθρωπος, έδινε τα πάντα για τον θίασο. Τους έκανε τραπέζια, τους πήγαινε βόλτες, έκανε τα πάντα, τους έκανε γενέθλια».
Του λέω ότι μου έκανε εντύπωση που μια ντόπια κυρία που καθόταν μπροστά μας είχε πλαντάξει στο κλάμα από την αυτοκτονία της Αντιγόνης και του Αίμονα και γελάει. «Οι Λυγουριώτες ήξεραν τα λόγια απέξω στις πιο πολλές παραστάσεις» λέει. «Οι πρόβες ήταν η βόλτα τους και όταν βλέπεις από τις 10 Ιουνίου να παίζεται κάθε μέρα το ίδιο έργο, μαθαίνεις όλη τη μετάφραση και όλα τα επεισόδια. Η Αντιγόνη είναι ένα πολύ δημοφιλές έργο γιατί όλοι ξέρουν την ιστορία. Πιο παλιά οι κάτοικοι ήταν πιο "θεατρικοί", τώρα πάνε λιγότερο γιατί έχουν την τηλεόραση. Παλαιότερα γίνονταν για καιρό πρόβες στην Επίδαυρο, τώρα κάνουν τρεις μέρες και το έργο συνήθως δεν είναι έτοιμο για να το δει ο κόσμος. Κάποιοι σκηνοθέτες δεν θέλουν να δείξουν ημιτελή δουλειά.
Απ' όλες τις παραστάσεις έχεις να πάρεις κάτι. Ακόμα και από αυτές που δεν είναι τόσο καλές. Μια παράσταση είναι πολλά διαφορετικά πράγματα: οι ερμηνείες, η μουσική, η μετάφραση, τα σκηνικά. Και η χειρότερη κάτι θα σου δώσει. Έτσι το βλέπω και θέλω να είμαι αισιόδοξος, γιατί αυτήν τη στιγμή έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Είναι πολύ δυνατή η νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών, και αντρών και γυναικών. Έχουν παιδεία που ίσως να μην είχαν οι πιο παλιοί, και περισσότερες γνώσεις. Την εποχή του πατέρα μου πολλοί ηθοποιοί ήταν αγράμματοι. Ο Νέζερ δεν ήξερε να διαβάζει, τον ρόλο του τού τον μάθαινε η γυναίκα του εδώ μέσα. Τώρα τα παιδιά έχουν μόρφωση, βλέπουν πολλές παραστάσεις, μπορούν να δουν παραστάσεις απ' όλο τον κόσμο στο Ίντερνετ και να μάθουν ή να συγκρίνουν, έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες. Μια παράσταση θέλει και δουλειά και ψυχή και αυτό το έχουν».