Πώς καταντήσανε οι καιροί
οι πομπιομένοι χρόνοι,
να παίζει ο λύκος με τ' αρνί
κι ο κούκος με τ' αηδόνι.
Να πέφτουν τ' άστρα τ' ουρανού
να τα τσιμπούν οι γάλοι,
να γένει ο λύχνος θυμιατό
και τα σκατά λιβάνι
(ένα ζακυνθινό τραγουδάκι, που το θυμόταν ο Φίλιππος Βλάχος όταν ήθελε να περιγράψει τη σύγχρονή του πραγματικότητα)
Όποιος επισκεφθεί τη βόρεια Κέρκυρα, όχι εκείνη την παραθαλάσσια και πολύβουη του καλοκαιριού, αλλά την άλλη των χωριών του Παντοκράτορα, αποκλείεται να μην περάσει από την Περίθεια, είτε την Παλιά, πάνω ψηλά στο βουνό, είτε τους συνοικισμούς της Κάτω Περίθειας (πιο κοντά στη θάλασσα). Σ' εκείνα τα μέρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1939 ο Φίλιππος Βλάχος (τόπος γέννησης επίσης του Γιάννη Σαρακηνού ή Ι.Σ. Περιθειώτη, ποιητή, μελετητή, δοκιμιογράφου και δασκάλου του, όπως και του ποιητή Διομήδη Βλάχου).
Κερκυραίος λοιπόν ο Βλάχος θα τελειώσει Δημοτικό και Γυμνάσιο στα πάτρια, δείχνοντας ήδη από 'κείνα τα χρόνια την αγάπη του για τη λογοτεχνία καθώς θα συμμετάσχει, ως συνεργάτης, στην έκδοση του τοπικού περιοδικού Το Πρώτο Σκαλί / στη σκέψη και στο λόγο, που αργότερα έγινε Το Πρώτο Σκαλί / στα γράμματα και στην τέχνη (1954-1956), μαζί με τους συντοπίτες του Λέοντα Λοΐσιο, Σπύρο Κατσίμη, Λέοντα Αυδή, Γιώργο Ρωμαίο κ.ά.
Μετά το Γυμνάσιο ο Βλάχος έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός και κάπως έτσι μπαίνει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στη συνέχεια στη σχολή του Χρήστου Βαχλιώτη. Θα παίξει στο θέατρο (π.χ. στο Γλάρο του Τσέχωφ, ως μέλος του θιάσου Γιάννη Φέρτη-Ξένιας Καλογεροπούλου το 1966), ενώ θα συμμετάσχει και σε ταινίες όπως ήταν η Βρώμικη Πόλις (1965) του Κώστα Ανδρίτσου και ο Ο Γιάννης κι' ο Δρόμος (1967) της Τώνιας Μαρκετάκη. Σ' αυτή την ταινία, που ήταν μικρού μήκους και που είχε για πρωταγωνιστή τον δημοσιογράφο Γιώργο Βότση, ο Βλάχος δεν παίζει, αλλά απαγγέλλει το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη Απόψε.
«Το οικονομικό μέρος της δουλειάς με γνοιάζει και με θερίζει – ένας διάολος ξέρει πόσο. Αλλά θα μπορούσα και να αλλάξω επάγγελμα. Δεν μπορώ να χρησιμοποιώ σαν άλλοθι τις ανάγκες μου, για να καταστρέφω τα βιβλία».
Η ταινία εκείνη, πάντως, που θα καδράρει για τα καλά την ωραία φιγούρα του Φίλιππου Βλάχου στην οθόνη δεν ήταν άλλη από το Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας του Νίκου Κούνδουρου, που είχε γυριστεί σε δύο φάσεις. Στην Κρήτη το 1966-67 η μισή και η άλλη μισή στη Ρώμη και το Λονδίνο το 1970. Σ' αυτή την ταινία ο Φίλιππος Βλάχος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το πρώτο περιοδικό που δημοσίευσε σοβαρό υλικό (συνεντεύξεις, φωτογραφίες κ.λπ.) γι' αυτή την παράξενη ταινία ήταν η ΓΥΝΑΙΚΑ (#446, 22-28 Φεβρουαρίου 1967). Εκεί διαβάζουμε τον Κούνδουρο να λέει σχετικά με τον Φίλιππο Βλάχο:
«Έχει πρόσωπο που μου θυμίζει βυζαντινόν άγιο. Τον διάλεξα όχι γιατί είναι καλός ηθοποιός ή γιατί ταίριαζε σ' αυτόν το ρόλο... Αντίθετα, προσάρμοσα το ρόλο στα χαρακτηριστικά του. Ο Βλάχος έχει τα πιο πικρά μάτια, που έχω δη σε άνθρωπο...».
Στο ίδιο τεύχος υπάρχουν και κάποια λόγια του ίδιου του Φίλιππου Βλάχου, σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις του, που μπορεί να εντοπιστούν:
«Ο Κούνδουρος έχει έναν εντελώς δικό του τρόπο να μεταχειρίζεται τους ηθοποιούς. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μας μάζεψε όλους μαζί και μας δήλωσε πως γι' αυτόν ο ηθοποιός είναι όργανο ευαίσθητο και πολύτιμο, που έχει χρέος να πιάση από το χέρι τον θεατή και να τον οδηγήση μέσα από την μοιραία συμβατικότητα της εικόνας ως την πραγματική ουσία του δράματος. Πολύ γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι ο ηθοποιός του κινηματογράφου έχει τόση προσωπικότητα όση και το... κοντραμπάσο σε μια συμφωνική ορχήστρα! Οπωσδήποτε, όταν ξεπεραστή η πρώτη απογοήτευση, ανακαλύπτεις σιγά-σιγά πως η παθητική συμμετοχή του ηθοποιού στον κινηματογράφο, μπορεί να μην έχει σχέση με τον αποφασιστικό ρόλο του ηθοποιού στο θέατρο, ωστόσο τη διακρίνει μια ιδιόρρυθμη αυτοτέλεια».
Όλα αυτά πριν την επιβολή της δικτατορίας, γιατί αμέσως μετά ο Βλάχος, που είχε ήδη δείξει τις πολιτικές πεποιθήσεις του (ΕΔΑ), θα συλληφθεί και θα φυλακισθεί (είχε περάσει από την Μπουμπουλίνας, τον Οκτώβρη του '67), αφήνοντας εντελώς στην άκρη, για κάποια χρόνια, θέατρο και κινηματογράφο.
Όπως γράφει και η Κλαίρη Μιτσοτάκη στη μνημειακή έκδοση Κείμενα 1969-1989 / Μια στιγμή στην τυπογραφία [Αθήνα, Μάρτιος 2002], στο αφήγημά της Φίλιππος Βλάχος / Ένας ουμανιστής εκδότης από την Κέρκυρα στη μεταπολιτευτική Αθήνα:
«Θέατρο σ' αυτό το περιβάλλον (σ.σ. εννοεί το περιβάλλον της δικτατορίας) σήμαινε απόφαση να υπερβείς τα εσκαμμένα. Πλατιά όραση, άφρακτη αντίληψη, αδέσμευτο φρόνημα, εξωσυμβατική εμπειρία, πρακτική συνακόλουθη. Πρωτοπορία σήμαινε σχεδόν αναγκαστικά κάποιου είδους, τουλάχιστον κάποιου είδους, αν όχι ολόπλευρη, επανάσταση. Ο Φίλιππος δεν είχε την ανάγκη του θεάτρου για να τα κερδίσει όλα αυτά. Ήταν ήδη όλα αυτά – στο θέατρο εύρισκε απλώς τον φυσικό του χώρο. Φοίτησε, αποφοίτησε, ασχολήθηκε, εγκατέλειψε. Η τριβή του με τον επαγγελματικό χώρο του επαγγέλματος, δώθε από την περιοχή των αναζητήσεων, οι οποίες κυρίως με τη στρατοκρατική καταστολή μετά το 1967 άγγιξαν το απόλυτο μηδέν, δεν άργησε να τον οδηγήσει εκτός των ορίων του θεάτρου».
Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας ο Βλάχος εκδίδει ένα «παράνομο» βιβλίο – το πρώτο του. Ήταν ένα βιβλίο του Μπρεχτ, Τα Τουφέκια της κυρίας Καρράρ με τον αρχικό του τίτλο Στρατηγοί Πάνω απ' το Μπιλμπάο σε 200 μόλις αντίτυπα (το έχει πει ο ίδιος αυτό). Το βιβλίο τυπώθηκε στο παράνομο τυπογραφείο του Πατριωτικού Μετώπου (της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που ξεπήδησε αμέσως μετά το πραξικόπημα με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη και άλλων μελών της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της ΕΔΑ κ.ά.).
Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας για τα έντυπα τον Νοέμβριο του 1969, δίνει στον Φίλιππο Βλάχο, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει δυνάμεις μετά από τα σχετικά κυνηγητά, φυλακίσεις κ.λπ., και την πρακτική δυνατότητα πια να βάλει μπροστά έναν κανονικό εκδοτικό οίκο, κάτι που θα υλοποιήσει στο τέλος εκείνης της χρονιάς, μέσω των εκδόσεων Κείμενα.
Αποφασίζει, δηλαδή, να μπει ως εκδότης, και τυπογράφος στην πορεία, στο χώρο τού βιβλίου και μάλιστα όχι του στενά ορισμένου πολιτικού βιβλίου, όπως ίσως θα ανέμενε ο καθείς (και λόγω της εποχής), αλλά σ' εκείνον του λογοτεχνικού και ποιητικού.
Από λόγια του ίδιου του Φίλιππου Βλάχου, για το ξεκίνημα των Κειμένων, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Ιχνευτής (#3, Ιούλιος 1985):
«Από το 1968, μόλις βγήκα από τη φυλακή, μέχρι το χινόπωρο του 1969, μελετούσαμε το θέμα ενός εκδοτικού σπιτιού με τους φίλους Γεωργία Παπαγεωργίου, Απόστολο Δούρβαρη και Πέτρο Μάρκαρη. Σκοντάφταμε πάντα στα λεφτά... που δεν υπήρχαν.
Η λύση δόθηκε στο τέλος του 1969 από τους τυπογράφους Αρίστο Οικονόμου και Αγησίλαο Ζουμαδάκη και τα Κείμενα (νουνός τους ο Μάρκαρης) ξεκίνησαν χωρίς λεφτά το Δεκέμβρη του 1969. Ξεκίνησαν, αλλά πάλι δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν χωρίς τους βιβλιοδέτες Βασίλη Παλούμπη και Βασίλη Χρονόπουλο, τον μαέστρο Ευθύμιο Καβαλιεράτο, που γύριζε στα θέατρα και πούλαγε βιβλία, τον αείμνηστο κερκυραίο μουσικό Τάσο Σκιαδόπουλο. Είναι και άλλοι πολλοί, θέλουμε μια σελίδα να τους απαριθμήσουμε...».
Και η Γεωργία Παπαγεωργίου, δεξί χέρι του Βλάχου στα Κείμενα, πάντα από το βιβλίο Κείμενα 1969-1989 / Μια στιγμή στην τυπογραφία:
«Όταν βαφτίστηκαν οι εκδόσεις παρόντες ήταν ο Φίλιππος Βλάχος βέβαια, ο Απόστολος Δούρβαρης, ο Πέτρος Μάρκαρης, που νομίζω ότι ήταν και ο νονός, και εγώ. Κείμενα λοιπόν το όνομα. Η ποικιλία όμως της γραφής τους είναι ενδεικτική. Με ή χωρίς εισαγωγικά, με όρθια αλλά και πλάγια γράμματα. Σκέτο Κείμενα αλλά και Εκδόσεις Κείμενα, και εκείνο το τρελό κερκυραϊκό "εγδόσεις" του Φίλιππου, συχνά και Φίλιπου. Ώσπου το 1982 εμφανίζεται πρώτη φορά στο βιβλίο Απελλής του Κωνσταντίνου Θεοτόκη το "Τυπογραφείο Κείμενα" και ησυχάσαμε. Αποκτήσαμε την ονομασία που μας αντιπροσώπευε».
Πρώτο βιβλίο που τυπώνει ο Βλάχος σ' ένα βαθύ κόκκινο εξώφυλλο (σίγουρα όχι τυχαία η χρωματική επιλογή) είναι η νουβέλα Η Τιμή και το Χρήμα του συμπατριώτη του και σχετικά κοντοχωριανού του (με ρίζες στους Καρουσάδες της βορειοδυτικής Κέρκυρας) Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923).
Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση λέγοντας πως ο μεγάλος κερκυραίος λογοτέχνης, με τις σοσιαλιστικές καταβολές, θα αποτελέσει έναν μόνιμο φάρο έμπνευσης για τον Φίλιππο Βλάχο, ο οποίος, μέσα από τα Κείμενα, όλα τα επόμενα χρόνια, θα αναδείξει τις αληθινές διαστάσεις της γραφής του, εκδίδοντας με φροντίδα, που συχνά άγγιζε τα όρια της αυτοθυσίας, γνωστά και ανέκδοτα έργα, όπως και τις μεταφράσεις του.
Από τις τελευταίες ας αναφερθεί η εργασία του Θεοτόκη πάνω στο επικούρειο ποίημα του Τίτου Λουκρήτιου Κάρου (94 π.Χ.-55 π.Χ.) Περί Φύσεως (De Rerum Natura) μια εκπληκτική φιλοσοφική σύνθεση, που με μύριες όσες δυσκολίες έφθασε να ολοκληρωθεί εκδοτικά μόλις το 1986 (με τον Βλάχο να εντοπίζει τα χειρόγραφα του Θεοτόκη στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Κέρκυρας, το 1971 και να τα φωτογραφίζει υπό το φόβο και την απειλή της κατάσχεσης από την αστυνομία). Κλείνει η παρένθεση.
Προς τα Χριστούγεννα του '69 τυπώνεται, λοιπόν, Η Τιμή και το Χρήμα σε μια φθηνή (στην τιμή), αλλά καλαίσθητη έκδοση που είχε βασιστεί στο πρωτότυπο [Νουμάς, 1912], όπως διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες, το οποίο και ακολουθούσε πιστά... «με μερικές μόνο διορθώσεις στην ορθογραφία, αφού έγινε παραβολή με τις άλλες εκδόσεις», ενώ την επόμενη χρονιά (1970) ο Βλάχος θα τυπώσει έντεκα ακόμη βιβλία, δίνοντας βαρύ και ισχυρό (και πολιτικό) στίγμα στη σχετική αγορά.
Ο στόχος του Φίλιππου Βλάχου από 'κείνα τα πρώιμα χρόνια ήταν ένας και μόνον ένας. Να προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό φθηνό, αλλά καλαίσθητο βιβλίο. Βιβλίο, που θα μπορούσε να το αγοράσει ο καθείς, και που θα διοχέτευε μ' έναν υποδόριο τρόπο στον αναγνώστη τη βεβαιότητα της τυπογραφικής ομορφιάς.
Ο Σταύρος Πετσόπουλος, των εκδόσεων ΑΓΡΑ, που είχε μαθητεύσει δίπλα στον Φίλιππο Βλάχο είχε πει:
«Σε κάθε βιβλίο ο Φίλιππος Βλάχος αναζητούσε το ύφος και το χαρακτήρα της τυπωμένης σελίδας. Όσο μπορούσε έψαχνε και προμηθευόταν παλιά στοιχεία και κοσμήματα από τυπογραφεία που έκλειναν. Άπειρες φορές έφτιαξε και διέλυσε στοιχειοθετημένες σελίδες μέχρι να τις φέρει εκεί που ήθελε, φέροντας στην επιφάνεια τη γοητεία του κάθε τυπογραφικού στοιχείου και την αξία της κάθε οικογένειας γραμμάτων. Πολλές φορές πέταξε τυπωμένο εξώφυλλο ή τυπωμένο φύλλο, για κάποιο λάθος που είχε παρεισφρήσει».
[περιοδικό Ε, #178, 4 Σεπτεμβρίου 1994].
Μέσα στο 1970 θα τυπωθούν από τα Κείμενα βιβλία, που θα γράψουν ιστορία.
Το θεατρικό Η Ανάκριση του Πέτερ Βάις, βιβλία του Παναγή Λεκατσά, το κόμικ Από την Γη στην Σελήνη του Κώστα Μητρόπουλου, το Σατυρικόν του Πετρώνιου και βεβαίως Μπέρτολτ Μπρεχτ (Ποιήματα, Ποιήματα 2, Βίος του Γαλιλαίου σε μεταφράσεις του φίλου και συνοδοιπόρου Πέτρου Μάρκαρη).
«Μπρεχτ, μέσα στη δικτατορία;» θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Το είπαμε και λίγο πριν για την άρση της προληπτικής λογοκρισίας για τα έντυπα, αλλά διαβάστε τι είχε απαντήσει ο ίδιος ο Φίλιππος Βλάχος, στην ίδιαν ερώτηση, στον Ιχνευτή, το 1985:
«Η χούντα μπορεί να ξεκίνησε με την περίφημη λίστα των απαγορευμένων, αλλά ελάχιστα βιβλία απαγόρεψε μετά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θέλοντας να δείξει μιαν επίφαση δημοκρατικότητας άφηνε να βγαίνουν τα πάντα: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, Μάο, Τρότσκυ, "Πού έκανε το λάθος ο Μαρξ" και δε συμμαζεύεται. Απαγόρευε μόνο ό,τι την ενοχλούσε. Απαγόρεψε το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου. Τους ενοχλούσαν τα βιβλία, που έθιγαν άμεσα το καθεστώς. Από τα δικά μας βιβλία μόνο τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου αποσύρθηκαν και είναι χαρακτηριστική η κουβέντα του Μάλλιου, όταν με κάλεσε στην Ασφάλεια.
– Αναφέρονται οι λέξεις ΕΑΜ-ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ. Να αποσυρθεί αμέσως.
– Μα εδώ βλέπω δεκάδες μαρξιστικά βιβλία (και δείχνω μια βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε). Μια ποιητική συλλογή σας πείραξε;
– Τέτοια βγάζε όσα θέλεις.
Και μου έδειχνε βέβαια εκείνες τις κακορίζικες τρισάθλιες εκδόσεις "Νέοι Στόχοι". Από τον αντίπαλο μαθαίνεις πολλά.(...)».
Το 1971 η βεντάλια ανοίγει. Ο Βλάχος προτείνει κι άλλους σημαντικούς συγγραφείς και ποιητές σαν τους Δημήτρη Χατζή, Κ.Χ Μύρη, Έκτορα Κακναβάτο. Μίλτο Σαχτούρη (Το Σκεύος), Πέτρο Μάρκαρη (Η Ιστορία του Αλή Ρέτζο), Γιάννη Σκαρίμπα (Το 21 και η Αλήθεια, Το Θείο Τραγί), Γιάννη Δάλλα, Πάνο Θασίτη, Μιχάλη Κατσαρό (σε δεύτερη έκδοση το Κατά Σαδδουκαίων) κ.ά.
Όπως και το 1972 εξάλλου, έτος που εγκαινιάζεται με το Ο Υμπύ Βασιλιάς του Αλφρέ Ζαρρύ, για να συνεχίσει με Το Έπος του Βασιλιά Υμπύ του Μάρκαρη, με ποιητικά βιβλία των Άρη Αλεξάνδρου, Δημήτρη Τ. Άναλι, Μιχάλη Κατσαρού (Μεσολόγγι – Οροπέδιο), το Θεωρία Παιγνίων και Πολιτική Στρατηγική του Κώστα Φιλίνη (ο Βλάχος γνώριζε τον Φιλίνη από τη φυλακή, εκείνους τους πρώτους μήνες της δικτατορίας) και βεβαίως με Μποστ (Το Ημερολόγιο μιας Χήρας, Αληλογραφεία με τον Κόστα).
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά tips των εκδόσεων Κείμενα ήταν οι κολοφώνες τους (η προτελευταία συνήθως σελίδα του βιβλίου, στην οποίαν αναγράφονται τα στοιχεία της έκδοσης). Ο Βλάχος εμφάνιζε κι εκεί την αρχοντιά του (στολίζοντας συχνά τους κολοφώνες με τυπογραφικά κοσμήματα), αντιμετωπίζοντας το βιβλίο σαν γνήσιος θιασώτης και μερακλής (όπως ήταν), τιμώντας συγχρόνως τους ανθρώπους που είχαν δουλέψει για 'κείνο.
Στον κολοφώνα του ποιητικού Ουρανούπολη του Δημήτρη Τ. Άναλι διαβάζουμε:
«Στοιχειοθετήθηκε με το χέρι στα "Κείμενα" από τον Γιάννη Πρόζη και τυπώθηκε στου Βασίλη Μυρτίλογλου τον Φλεβάρη 1972 σε 1.000 αντίτυπα. Το εξώφυλλο είναι του Γιάννη Βαλαβανίδη και το σκίτσο στο οπισθόφυλλο του Paul Delvaux».
Στο οπισθόφυλλο πέραν του Delvaux και η τιμή... Δρχ.20 (όταν τα ΒΙΠΕΡ εκείνη την εποχή, που έβγαιναν σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, κόστιζαν 14 δραχμές).
Για το θέμα της τιμής σημειώνει η Γεωργία Παπαγεωργίου:
«Αναγράφεται σταθερά η τιμή του βιβλίου (σ.σ. στο οπισθόφυλλο), γεγονός που δυσαρεστούσε κάποιους βιβλιοπώλες για ευνόητους λόγους. Με το βιβλίο του Κώστα Παρορίτη Στο άλμπουρο, το 1978, εισάγεται κι εκείνο το "πουλιέται δρχ. ...", φαρδύ πλατύ στη μέση του οπισθόφυλλου. Από το 1983, με την έκδοση βιβλίων σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, σπανίζει η αναγραφή της τιμής και τελικά καταργείται το 1984».
Σκαρίμπας, Θεοτόκης, Κακναβάτος, Μπρεχτ, τα πρώτα τεύχη του περιοδικού Συντεχνία, ένα δοκίμιο του Mario Vitti, για την ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας κ.λπ. ήταν μεταξύ των εκδόσεων Κείμενα τη διετία 1973-74.
Όπως είχε γράψει και ο Στρατής Χ. Μπουρνάζος στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ (#1766, Απρίλιος 2004):
«Πιάνοντας, ένα ένα, τα βιβλία των Κειμένων στα χέρια, διαπιστώνουμε αμέσως ότι πρόκειται για έργα υψηλής ποιότητας (και εδώ δεν μιλάω για την αψεγάδιαστη εμφάνιση, αλλά για βιβλία που σπιθίζει κάτι μέσα τους, που έχουν κάτι σημαντικό να πουν – και αυτό ισχύει τόσο για τους μείζονες ή καταξιωμένους συγγραφείς όσο και για τους ελάσσονες ή πρωτοεμφανιζόμενους). Στον κατάλογο των Κειμένων μπορεί ασφαλώς να βρει κανείς εκδόσεις που δεν είναι του γούστου του, καθώς και έκκεντρες επιλογές (οι οποίες, κατ' εμέ, προσγράφονται σαφώς στα θετικά), αλλά θα δυσκολευτεί πραγματικά να ανακαλύψει κάποιο κακό βιβλίο. Σίγουρα θα εντοπίσει καλά και λιγότερο καλά συγγράμματα, δύσκολα όμως θα συναντήσει κάποιο αδιάφορο βιβλίο, και, πολύ περισσότερο, δεν θα βρει κάποιο που βγήκε χαριστικά: από αυτά δηλαδή τα έντυπα, που ενίοτε τα συναντάμε ακόμα και στους εγκυρότερους εκδότες, και βοούν ότι δεν κυκλοφορούν χάρη στην αξία τους, αλλά είτε για να εξυπηρετήσουν ιδιωτικές και δημόσιες σχέσεις είτε χάρη σε υπολογισμούς εμπορικότητας».
Πού στεγάζονταν τα Κείμενα; Στην αρχή, όπως διαβάζουμε στους πρώτους κολοφώνες, στην Μαυροκορδάτου 5 (Ζωοδόχος Πηγή), ενώ από το 1971 έως το 1984 στη σοφίτα της Μαυρομιχάλη 8, για να μετακομίσουν από 'κει (το '84) στο πιο άνετο υπερυψωμένο ισόγειο του ίδιου κτηρίου.
Ο ερχομός της Μεταπολίτευσης αλλάζει, πάντως, το σκηνικό
Το πολιτικό βιβλίο κυριαρχεί. Οι νεότερες τεχνολογίες αρχίζουν να μπαίνουν ή έχουν μπει ήδη στην παραγωγή και ο χώρος για τους εκδότες σαν τον Φίλιπππο Βλάχο, που ομνύουν στην κλασική τυπογραφία (στοιχειοθεσία, δέσιμο σελίδας κ.λπ.), αρχίζει να γίνεται όλο και πιο στενός – με τα οικονομικά προβλήματα να αναγορεύονται σε καίρια. Το αποτέλεσμα είναι το 1975 να τυπωθούν μόλις τρία βιβλία από τις εκδόσεις Κείμενα, το 1976 τρία, το 1977 ένα, το 1978 έξι και το 1979 έντεκα. Χαρακτηριστικό των προβλημάτων που είχε η εποχή είναι πως το Το Διπλό Βιβλίοτου Δημήτρη Χατζή (σε «δεύτερη έκδοση ξανακοιταγμένη») με τη λέξη Κείμενα στο εξώφυλλο τυπώνεται τελικά για λογαριασμό του Καστανιώτη, το 1977. Το ίδιο θα συμβεί και με μερικά ακόμη βιβλία.
Απ' αυτή την περίοδο ξεχωρίζει, ανάμεσα σε άλλα, το θεατρικό του Νίκου Κούνδουρου Η Απολογία του Θεόφιλου Τσάφου, στο οποίο σκιαγραφείται η ψυχοσύνθεση ενός δολοφόνου πρώην ΕΣΑτζή, όπως και η κοινωνία, παράλληλα, που τον είχε «φτιάξει» με τέτοιο τρόπο ώστε να τον οδηγήσει στο έγκλημα. (Ίσως η σημαντικότερη προσφορά τού Κούνδουρου, μετά τον Δράκο).
Στη δεκαετία του '80 κυριαρχεί το τύπωμα των βιβλίων του Δημήτρη Χατζή, η καθιέρωση του οποίου, στο αναγνωστικό κοινό, οφείλει πολλά, αν όχι τα πάντα στον Φίλιππο Βλάχο.
Το μυθιστόρημα Φωτιά και η συλλογή διηγημάτων Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης θα κάνουν τις πιο πολλές εκδόσεις (τέσσερις το πρώτο και οκτώ το δεύτερο). Επίσης σταθερά θα τυπώνεται ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, νεότεροι και παλαιότεροι ποιητές (Κική Δημουλά, Μιχάλης Γκανάς, Λορέντσος Μαβίλης, Ορέστης Αλεξάκης, Γιώργος Λίκος, Διονύσιος Σολωμός, Μαρία Λαϊνά, Χρήστος Μπράβος, Μάτση Χατζηλαζάρου, Joyce Mansour, Σωκράτης Καψάσκης, Γιώργος Κακουλίδης, Άνθος Φιλητάς...), μαζί με αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία (Αριστοφάνης, Αισχύλος, Τίτος Λουκρήτιος Κάρος...), με «άσεμνα» (Γαμοτράγουδα δημοτικά, Η Ψωλή του Ανδρέου Λασκαράτου, Ψωλιάς υπό Πέους Πριαπίδου, Χωριάτικα βρωμόλογα του ίδιου του Φίλιππου Βλάχου), τα έξι τεύχη του αρχαιογνωστικού περιοδικού HOROS και άλλα τινά.
Στα χρόνια αυτά ο Βλάχος τυπώνει συχνά σε μικρά τιράζ, ενίοτε δε και με αριθμήσεις επί των αντιτύπων, αφήνοντας κάποιες μικροποσότητες ακόμη και εκτός εμπορίου. Μ' αυτές τις πρακτικές επιχειρούσε, σε μια δύσκολη εποχή για το βιβλίο που ο ίδιος χειροποίητα και με αυταπάρνηση ετοίμαζε, να τονώσει το ενδιαφέρον των «φανατικών», ορίζοντας, αν θέλετε, κι ένα συγκεκριμένο πελατολόγιο. Παρά ταύτα τα πράγματα οδηγούνταν σιγά-σιγά προς ένα τέλος...
Το τελευταίο βιβλίο που τύπωσαν τα Κείμενα (ως Τυπογραφείο Κείμενα), και το μοναδικό μέσα στο 1989, ήταν η συλλογή πεζογραφημάτων Ο Γενικός Αρχειοθέτης του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (μετά το θάνατο του Βλάχου δηλαδή).
Το θέατρο μπορεί να το εγκατέλειψε νωρίς ο Φίλιππος Βλάχος (αν και πρέπει να εμφανίστηκε σε μια θεατρική παράσταση για την τηλεόραση, στον Χαρίλαο Τρικούπη του Νίκου Ζακόπουλου), όμως δεν ξέχασε τον κινηματογράφο, ενώ ανέπτυξε και μιαν ακόμη αγάπη του στη διαδρομή, εκείνη για το ραδιόφωνο.
Η φωνή του λοιπόν ακούγεται στο σχετικό με την ιστορία της Αριστεράς, δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του Τάκη Παπαγιαννίδη Η Ηλικία της Θάλασσας (1978), ενώ εμφανίζεται(;) στον Ηλεκτρικό Άγγελο (1981) του Θανάση Ρεντζή (βάζω ερωτηματικό επειδή προσωπικά δεν το θυμάμαι – στη βάση IMDb δεν αναφέρεται το όνομά του, ενώ αναφέρεται στο σάιτ cine.gr), όπως και στο Επικίνδυνο Παιχνίδι / Αναμέτρηση (1982) του Γιώργου Καρυπίδη.
Από το 1981 μέχρι και το θάνατό του ο Φίλιππος Βλάχος συνεργαζόταν με το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Ξανά η Κλαίρη Μιτσοτάκη:
«Τη δική του φωνή (ο Φίλιππος Βλάχος) τη δοκίμασε στην ελληνική ποίηση τα τελευταία χρόνια της ζωής του συστηματικά με τη σειρά των εκπομπών του στο Γ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Λίγα λεπτά κάθε πρωί εκείνα τα χρόνια, από το 1981 έως το 1989, συχνά ενώ βρισκόσουν μες στο αμάξι σου και οδηγούσες, τον άκουγες ν' απαγγέλει, κι η φωνή του μέσα στο γενικό τράφικο ήταν μια υπόμνηση για όλα τα εκτός παρενθέσεως του καθημερινού βίου, ίσως και του βίου εν συνόλω, αν σκεφτείς ότι τον ακούγαμε στην πρωινή του εκπομπή ακόμη και την υστεραία από τον θάνατό του».
Ο Φίλιππος Βλάχος θα φύγει από τη ζωή την 9η Μαρτίου 1989 στα 50 του χρόνια.
Ο θάνατός του δεν πέρασε απαρατήρητος, όπως ήταν φυσικό. Έγραψαν οι εφημερίδες, τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα πολιτικά περιοδικά...
Εδώ ο Φίλιππος Ηλιού (1931-2004), γιος του παλαιού πολιτικού της ΕΔΑ Ηλία Ηλιού, ιστορικός και ιδρυτής του Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών, στο περιοδικό Ο Πολίτης (#98, Απρίλιος 1989):
«Μ' αρέσει να τον αναλογίζομαι πριν απ' όλα για την παραδειγματική του ζωή και τα πάθη του, έτσι όπως ήταν φτιαγμένος από μεράκια κι ανιδιοτέλειες, από αδιαλλαξία και αντικομφορμισμό, και από μια καθημερινή προκλητικότητα της οποίας γνώριζε το τίμημα – και το πλήρωνε χαμογελώντας.
Δεν του άρεσε ο κόσμος μας του Φίλιππου, δεν του άρεσε η κοινωνία στην οποία ζούμε κι ήθελε να την αλλάξει – γι' αυτό άλλωστε ήταν και κομμουνιστής από τα παιδικάτα του (σ.σ. το 1981, την εποχή της «αλλαγής», ο Φίλιππος Βλάχος είχε στηρίξει ανοιχτά το ΚΚΕ). Με όσα έκανε έδειξε ότι δεν του αρκούσε μόνο το μεγάλο όραμα. Του χρειαζόταν η καθημερινή μάχη που μπορούσε να δώσει στο όραμα το νόημά του και στη δική του ζωή της ομορφιά της. Και τη μάχη αυτή την επιζητούσε, αδιαφορώντας για την έκβασή της, όπως αδιαφορούσε και για τη ζωή του.
Του αρκούσε να δείχνει, και με το αδιάλλαχτο παράδειγμά του πως, όταν θέλουν, οι άνθρωποι μπορούν και να αντιστέκονται και να μην αφομοιώνονται – κυρίως: μπορούν να ολοκληρώνονται μέσα στη δημιουργική χαρά αν όχι του συντελεσμένου, πάντως του συντελούμενου έργου».
Και ο Περικλής Κοροβέσης στο περιοδικό Σχολιαστής (#75, Απρίλιος 1989):
«Ο Φίλιππας έφυγε νωρίς λες και είχε να κάνει κάποια άλλη δουλειά, κάποιο ραντεβού που δεν ήθελε να το χάσει. Το συνήθιζε αυτό και από τότε που ζούσε. Για τη δουλειά του και τη ζωή του γράφτηκαν αρκετά. Ο καθένας κατέθεσε τη δική του μαρτυρία και εμπειρία. Κανείς μας δεν μπόρεσε να δώσει συνολική εικόνα. Και δεν φταίει μόνο το γεγονός πως όλα τα σχετικά κείμενα γράφτηκαν "εν θερμώ". Η ζωή του, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες είχε κατανεμηθεί σε μια σειρά από δραστηριότητες: εκδότης, ηθοποιός, αγωνιστής, που βαριόταν πάντα την πολιτική, αντικομφορμιστής και όταν ακόμα συμπαθούσε το Κομφορμιστικό Κόμμα Ελλάδας, σε φιλίες και έρωτες. Θα έπρεπε κάποιος να μαζέψει όλες τις δυνατές μαρτυρίες για τη ζωή και τη δουλειά του Φίλιππα. Θα είναι η μαρτυρία μιας εποχής που πεθαίνει μαζί με τους ανθρώπους της».
Και μια τελευταία μαρτυρία για τον Φίλιππο Βλάχο από τη σύζυγό του Βάσω Κυριαζάκου (περιοδικό Ε, #178, 4 Σεπτεμβρίου 1994):
«Ο Φίλιππος ήταν ένας άνθρωπος "βουρλισμένος"... Ήταν πολυσύνθετος και ανήκε σε πολλούς ανθρώπους. Ήταν τρομερά μόνος του. Και είχε καθιερώσει έναν τρόπο συμπεριφοράς, που έδινε την εντύπωση ότι ήταν πολύ δογματικός, απόλυτος και άγριος! Μα δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Ήταν λάτρης των γυναικών, λάτρης του έρωτα –χωρίς να έχει ανάγκη επιβεβαίωσης ως αρσενικός– ήταν ένας φανατικός ερασιτέχνης που κουβαλούσε χιλιάδες πράγματα μέσα του, που θα ήθελε πάρα πολύ να τα εξωτερικεύσει. Ήταν αυτός που έβγαζε τα 521 αριθμημένα αντίτυπα ενός βιβλίου σαν "καλό πράγμα" , που "όποιος το θέλει μπορεί να έρθει να το βρει", όπως έλεγε και ο ίδιος...».
Εμείς, που δεν γνωρίσαμε τον Φίλιππο Βλάχο δια ζώσης (ή και Φιλιππόβλαχο για τους φίλους του), έχουμε τα βιβλία του για να πορευόμαστε. Βιβλία εκπληκτικά, όχι μόνον ως τίτλοι και περιεχόμενο, αλλά και ως εμφάνιση, ως όραση, ως αφή ή και ως οσμή ορισμένες φορές (ακόμη και τώρα).
Βιβλία, που εξακολουθούν να εντοπίζονται, ιδίως τα παλαιότερα (καθώς τα πιο καινούρια ήταν τυπωμένα σε λίγα αντίτυπα, άρα δυσεύρετα σήμερα), στις αγορές και τα παζάρια, σε προσιτές τιμές (όπως θα το ήθελε και ο ίδιος ο Βλάχος), λάμποντας και ξεχωρίζοντας μέσα στους σωρούς από την εμφάνισή τους και μόνον. Με τις απίθανες γραμματοσειρές τους, το πλήρες πολυτονικό τους (ακόμη και με τη χρήση βαρείας), τις αναγραφόμενες δραχμές στα οπισθόφυλλα, τα σχέδια και τα τυπογραφικά κοσμήματα στα μπροστινά εξώφυλλα.
Ο Φίλιππος Βλάχος τίμησε ως τυπογράφος-εκδότης όχι μόνο την ουσία, αλλά και τον τύπο του βιβλίου (αμφότερα, για κείνον, αξεδιάλυτα μεταξύ τους), γράφοντας τρανή ιστορία – μένοντας πεισματικά έξω από τους νόμους της φθηνής (με την έννοια του φθηνιάρικου) και ακαλαίσθητης αγοράς (πέρα από τη λογική των μπεστ-σέλερ, των βιβλίων-κράχτες κ.λπ.), σεβόμενος, ταυτόχρονα, μια δουλειά που του παραδόθηκε, και την οποία, μετατρέποντάς την σε λειτούργημα, έφθασε μέχρι το τέρμα.
Όπως είχε πει και ο ίδιος:
«Το οικονομικό μέρος της δουλειάς με γνοιάζει και με θερίζει – ένας διάολος ξέρει πόσο. Αλλά θα μπορούσα και να αλλάξω επάγγελμα. Δεν μπορώ να χρησιμοποιώ σαν άλλοθι τις ανάγκες μου, για να καταστρέφω τα βιβλία».
Ο πρόωρος θάνατός του δεν συμβολίζει μόνο το τέλος της κλασικής τυπογραφίας στον τόπο μας, αλλά σηματοδοτεί, από μιαν άλλη οπτική, και τη συνέπεια με την οποία αξίζει κανείς να πορεύεται στη ζωή, τιμώντας τις ιδέες και τις αισθητικές αξίες του, εις πείσμαν του εύκολου κέρδους και του «τι θέλει ο κόσμος».