To 1887 o Ρώσος ψυχίατρος Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς Κόρσακοφ περιέγραψε καταλεπτώς ένα ψυχικό σύνδρομο που τελικά φέρει το όνομά του. Πρόκειται για ένα σύνδρομο που εμφανίζεται τις περισσότερες φορές στην έλλειψη θειαμίνης, ήτοι σε χρόνιο αλκοολισμό. Τα συμπτώματα οφείλονται σε γενικευμένη διαταραχή της μνήμης άνευ διανοητικής βλάβης και είναι τριών ειδών: α) λήθη των γεγονότων που συνέβησαν πριν από την εμφάνιση της νόσου, β) διαταραχή του προσανατολισμού στον χώρο και τον χρόνο, γ) μυθοπλασία, ήτοι απόπειρα αντιστάθμισης των μνημονικών κενών. Αναφορικά με τον μηχανισμό που ευθύνεται για τη βαρύτατη αμνησία, έχουν γίνει ποικίλες εισηγήσεις. Ορισμένοι τον τοποθετούν στη στιγμή της απόκτησης των πληροφοριών (απουσία μονιμοποίησης ή έλλειμμα της σημαντικής κωδικοποίησης) και άλλοι στο επίπεδο της ανάκλησης (παρασιτικές μνημονικές παρεμβολές).
Ένας μυθιστοριογράφος που βαπτίζει το βιβλίο του με το όνομα Κόρσακοφ, προφανώς, διατηρεί βαθύτατη σχέση με την ψυχική ασθένεια, αποκλείοντας την οιαδήποτε κωμική πλευρά της. Και όντως. «Το σύνδρομο Κόρσακοφ χαρακτηρίζεται από αμνησία καθορισμού των αναμνήσεων, που ενισχύεται από ένα μείγμα δοξασιών και ψεύτικων αναμνήσεων. Ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους συγχύσεως. Παρουσιάζει ελλειμματική προσοχή και αποπροσανατολισμό στον χώρο και τον χρόνο. Οι διαταραχές μπορούν κάλλιστα να προσλάβουν σοβαρή τροπή και να έχουν εξέλιξη γρήγορη και θανάσιμη».
Τα πρόσωπα της αφήγησης έχουν λιγότερη βαρύτητα από τα ονόματα για τον απλούστατο λόγο ότι το ίδιο πρόσωπο μπορεί να φέρει δύο ονόματα, όπερ σημαίνει ότι το ίδιο πρόσωπο «κορσακοφέρνει» διότι έχει αλλάξει όνομα, και μάλιστα γίνεται ένα παιδί. «Όταν το Κόρσακοφ έδωσε το τελειωτικό του χτύπημα στον εγκέφαλο του νεαρού γιατρού, εκείνος υιοθέτησε τη στάση ενός μικρού δεκάχρονου αγοριού που είχε μόλις βγει από τη νύχτα των Αρντανουί (το πρώτο όνομα του κεντρικού ήρωα), χωρίς να παύσει ωστόσο να εκπλήσσεται από το αντρικό πρόσωπο που είχε αποκτήσει με το πέρασμα του χρόνου, αν τύχαινε να δει την αντανάκλασή του στον κοκκινωπό καθρέφτη του παλάτσο Γκάντζι ή στη βιτρίνα ενός παγωτατζίδικου».
Το παράδοξο είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με «ψυχολογικό» ή μυθιστόρημα όπου η μια σκιά ακολουθεί την άλλη ή ταυτίζεται μαζί της, αλλά με μια ρεαλιστική, ρεαλιστικότατη αφήγηση, η οποία αποδίδει τα αναμενόμενα – και, στο περιθώριο, καταμετρά μεταμορφώσεις τις οποίες ο αναγνώστης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του, αν θέλει να μην απομακρύνεται από το δράμα των προσώπων. Γράφει ο Φοτορινό: «Αν ο εγκέφαλός του είχε συνεχίσει τη φυσιολογική του λειτουργία, ο Φρανσουά θα είχε πικραθεί αναλογιζόμενος τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός του πατέρας είχε ξανακλείσει την παρένθεση του αποτυχημένου τους συναπαντήματος, υποδεικνύοντάς τον ως "γνωστό". Είναι πολύ πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα ενεργοποιούσε ξανά εκείνο τον παλιό του πόνο στην πλάτη, αναγκάζοντάς τον να ξαπλώσει με τη μάταιη ελπίδα πως θα αργούσε να ανακουφιστεί».
Το Κόρσακοφ μπορεί, επίσης, να πλήξει υποκείμενα που το μόνο που έχουν πιει είναι οι κακές τους αναμνήσεις. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, το σύνδρομο Κόρσακοφ είναι το Αλτσχάιμερ των νέων. Με μια μεγάλη, βέβαια, διαφορά. Ένας εγκέφαλος που πάσχει από Αλτσχάιμερ δεν είναι πλέον σε θέση να αναπτύξει το παραμικρό σενάριο ζωής και βιογραφίας. Ο άρρωστος βυθίζεται περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα, είναι ένα ναυάγιο της μνήμης, ενώ καταποντίζονται και όλα τα σημεία αναφοράς. Στην περίπτωση του Κόρσακοφ, ο άρρωστος είναι ακόμα πολύ υγιής, με τους νευρώνες στο φόρτε τους. Τις αναμνήσεις που η αρρώστια κατατρώει, η φαντασία τις αντικαθιστά με ιστορίες αληθοφανείς, αλλά καθαρά επινοημένες.
«(...) Αν ήξερα τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας όταν τα γνωστικά και ευαίσθητα ημισφαίρια απορρυθμίζονται, θα είχα κερδίσει το βραβείο Νόμπελ καιρό τώρα. Συγκρατήστε το εξής: ένας εγκέφαλος που πάσχει από Κόρσακοφ επινοεί μια ονειρεμένη ζωή. Τα κενά της μνήμης, ή μάλλον τα βάραθρα της μνήμης, τα καλύπτει σύμφωνα με τη φαντασία του, με έναν ορθολογισμό ωστόσο που κάνει τη διαφορά. Ο Σιλβαίν μπορεί να μας πείσει ότι ήταν ναυτικός, όπως θα μπορούσε να μας έχει πείσει για τις ικανότητές του ως αρχαιολόγου. Μπορεί στην παιδική του ηλικία να διάβαζε Ιούλιο Βερν και να φανταζόταν ότι έκανε τον γύρο του κόσμου πάνω σε ένα καράβι ή ότι ήταν ο Σαμπολιόν που είχε μείνει έκθαμβος μπροστά στη Στήλη της Ροζέτας. Αν όμως ξέραμε τι ακριβώς έκανε προτού προσβληθεί από το Κόρσακοφ, η πραγματικότητα θα ήταν αναμφίβολα απογοητευτική. Τώρα που η αρρώστια με νικάει, αναρωτιέμαι ποιος πρόκειται να γίνω. Υπήρξε, άραγε, έστω και ένας άντρας που να θέλησα κάποτε να του μοιάσω;».
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου πασχίζει να θυμηθεί ότι είναι ο γιατρός Φρανσουά Σινιορρέλλι, νευρολόγος γνωστός σε όλο το Παλέρμο, με ειδίκευση στη μελαγχολία, χτυπημένος από μια οξεία ασθένεια μνήμης. «Γεννήθηκα στη Νίκαια ή στην Τύνιδα; Τίποτε απ' όσα είμαι δεν είναι εντελώς δικό μου, παραμένω λοιπόν ένας σκάρτος Σινιορέλλι, ένας δεκάχρονος κλεφταράκος που μεγάλωσε κουβαλώντας το λάφυρό του από θαύματα. Ο Φόσκο ευθύνεται γι' αυτό. Η μνήμη του τού έπεφτε βαριά. Αυτό μας βόλεψε αμφότερους, αφού στη δική μου μνήμη δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από το κενό που μου είχε αφήσει ένας ψεύτικος πατέρας, και σιωπές και απουσίες».
Το ιδιοφυές κίνητρο του βιβλίου είναι ότι υπάρχουν πολλοί που διεκδικούν το ίδιο όνομα, την ίδια ζωή, την ίδια προσωπικότητα. «Τις στιγμές της διαύγειας πασχίζω να ξαναπιάσω το κουβάρι της δικής μου βιογραφίας, ρίχνοντας προς το χθες ένα μεγάλο δίχτυ με μια εκπληκτικά άνετη κίνηση, σαν τους ψαράδες του Παλέρμο που δεν θέλουν να επιστρέψουν με άδεια χέρια». Τι άλλο του απομένει από το να αναζητήσει στα βάθη του χρόνου αναμνήσεις που δεν του ανήκουν; «Πάντα συγκρατούσα καλύτερα τις περιπέτειες των άλλων, όπως πάντα μου άρεσε περισσότερο ο τρόπος που μιλούσαν, τα ρούχα που φορούσαν και τα παπούτσια τους». Από Αρντανουί, ο ήρως εν μεταμορφώσει μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε μια ύπαρξη που κυλάει μέσα του. Μιλάω εγώ και ακούω τον εαυτό μου. Δεν είμαι παρά η σκιά του. Ας το ονομάσουμε μεταμόσχευση μνήμης. Το φιτίλι Κόρσακοφ ήδη καίει.
Δεν έχουν όλοι την τύχη να προσβληθούν από το Κόρσακοφ, είχε πει ο Μανδαρίνος και είχε δίκιο. Διότι το σύνδρομο εισβάλλει εντός μου σαν ανακούφιση, μια χάρη σαν αντίδωρο, το σημάδι μιας ανέλπιστης τύχης. Το Κόρσακοφ είναι εδώ και με λυτρώνει. Θα είμαι ο συνένοχός του. Τις κακές μου αναμνήσεις, τις τρομερές εικόνες που με στοιχειώνουν από τη μεγάλη νύχτα των Αρντανουί, του τις προσφέρω αφειδώς. Μπορεί να τα σαρώσει όλα. Εκτός από τον Φόσκο, τον παππού μου, τον καβαλάρη της ερήμου. Τώρα πια μόνο εκείνος αξίζει να ζει ακόμα στη μνήμη μου.
Το Κόρσακοφ δεν είναι αρρώστια. Είναι μια θεραπεία ενάντια στον πόνο. Από σήμερα, άλλωστε, πρέπει να γράφω όλα όσα λέω, για να μην τα λησμονήσω πολύ γρήγορα. Κάθε καινούργια λέξη καταβροχθίζει την προηγούμενη, τη σβήνει, την αδειάζει από το νόημά της, σε σημείο που δεν ξέρω πώς ξεκίνησα τη φράση μου. Στο κεφάλι μου επικρατεί μόνο σαματάς και χάος, και στη χειρότερη περίπτωση σιωπή. Ζω με τις δικές μου πληγές, όπως ένα πουλί πετάει με τα δικά του φτερά, χωρίς καμιά συναίσθηση, σαν να μην είμαι πια εντελώς ζωντανός, απών από τον ίδιο μου τον εαυτό, σαν να έχω φύγει ταξίδι, διακοπές, μακριά από τις αναμνήσεις μου και από το παρόν, και αποφεύγοντας από το παρελθόν καθετί που με καίει. Το Κόρσακοφ προοδεύει. Το Κόρσακοφ κάνει τη διαβολεμένη του διαδρομή. Χάνω τη μνήμη μου με την ταχύτητα αλόγου που καλπάζει... Η μνήμη μου είναι πλέον ανίκανη να συγκρατήσει οτιδήποτε. Το Κόρσακοφ δεν είναι αρρώστια, είναι μια θεραπεία ενάντια στον πόνο. Πιέζω τους κροτάφους μου με τον αντίχειρα. Ο εγκέφαλός μου, το θαύμα της γνώσης μου, το επάγγελμά μου που υφαίνει αναμνήσεις, ο βασανισμένος μου εγκέφαλος δεν χρησιμεύει πλέον σε τίποτε άλλο από το να με προβλέπει χωρίς βιογραφία....
Όσο σβήνονται οι άμεσες αναμνήσεις μου, τόσο ενεργοποιείται μια πολύ παλιά μνήμη. Ξαναβρίσκω τις φωνές, τα αρώματα της παιδικής μου ηλικίας, τα πρόσωπα που είχαν αποκοιμηθεί κάτω από το στοίβαγμα των ημερών. Ποτέ δεν είχα κατεβεί τόσο βαθιά. Είναι ένα σημάδι-προάγγελος. Η αναλαμπή δεν θα κρατήσει για πολύ. Σύντομα θα έχω ξεχάσει όλα όσα συνδέονται με τη ζωή μου. Αυτή η νύχτα που τόσο θέλησα να τη διώξω από πάνω μου είναι εδώ, σίγουρη ότι στο τέλος θα νικήσει. Όταν θα έχει τυλίξει στο σκοτάδι τις μικρές ανοιχτόχρωμες ψηφίδες της συνείδησής μου δεν θα έχει μείνει τίποτα. Θα έχει έρθει η ώρα που θα αρχίσω να λέω παραμύθια. Δεν θα πάψω να επινοώ ζωές για τον εαυτό μου. Θα γίνω καλλιτέχνης, τραγουδιστής σε βαριετέ, κτηνίατρος για ελέφαντες στην Αφρική. Η πιο ασήμαντη από τις σκοτούρες μου...».