Με πόσους τρόπους μπορείς να μην απαντήσεις σε μια ερώτηση; Την απάντηση ξέρουν καλύτερα από όλους οι πολιτικοί, εκ των οποίων την πιο πετυχημένη τηλεοπτική παρουσία έχουν αυτοί που ξέρουν να μιλούν πολύ, χωρίς να λένε τίποτα, ενώ γράφουν χαριτωμένα στο φακό και κάπως ξέρουν να ντύνονται.
Οι ειδικοί της τηλεόρασης, από την άλλη, αυτό το ξέρουν, αλλά τι να κάνουν; Καλούν αυτούς που λένε αυτά που δεν έχουν περιεχόμενο, καλούν και αυτούς τους φωνακλάδες, που συνήθως φωνάζουν χωρίς περιεχόμενο. Και όταν πλησιάζουν εκλογές και το κοινό αρχίζει και παρακολουθεί και οι εκπομπές αβγατίζουν, τότε τα πάνελ ανθίζουν με "ανθρώπους της τέχνης", οι οποίοι ποιός ξέρει για ποιόν λόγο (αν και ξέρουμε, ξέρουμε γιατί), συμφωνούν και εμφανίζονται στο πλάι των γραβατωμένων, με φουλάρι και ανοιχτό πουκάμισο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έγραψε σχετικά στο περιοδικό "Διαβάζω" τα εξής:
O συγγραφέας αναζητά το αποτύπωμα της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα στα όρια της γλώσσας. Ο καλός συγγραφέας αναζητά απάτητες περιοχές προς εξερεύνηση ή, όποτε αυτό δεν είναι εύκολο –που είναι και το σύνηθες–, ακολουθεί μονοπάτια που άνοιξαν άλλοι δίνοντας μια καινούργια καταγραφή της διαδρομής. Η ματιά του, το ξεχωριστό ύφος του είναι αυτό που δικαιώνει το εγχείρημα.
Το μόνο εργαλείο που διαθέτει ο συγγραφέας στην περιπέτεια της μέτρησης του κόσμου είναι η γλώσσα. Γι’ αυτό μετράει τα λόγια του. Γι’ αυτό γίνεται τόσο σχολαστικός με τα εξαρτήματα αυτού του ευαίσθητου οργάνου. Γι’ αυτό μάχεται για τις μετοχές του. Γι’ αυτό έχει άποψη για τη χρήση της άνω τελείας. Γι’ αυτό ξαγρυπνά για ένα κόμμα.
Ο συγγραφέας δεν παύει να είναι πολίτης. Αρκετές φορές στο παρελθόν συγγραφείς κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε τηλεοπτικά πάνελ και να σχολιάσουν την πολιτική επικαιρότητα, με στόχο –υποθέτω– να σπάσουν τη μονοτονία της ξύλινης γλώσσας των εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου.
Η κρισιμότητα των εκλογών του Μαΐου φαίνεται πως ώθησε κάμποσους συγγραφείς να πάρουν ενεργά μέρος στην προεκλογική μάχη. Οι περισσότεροι αρκέστηκαν σ’ αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: έγραψαν τις απόψεις τους, σε εφημερίδες, blogs, μαχητικά ποστς και ευρηματικά …τουίτς. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να θέσουν τον εαυτό τους στην κρίση των εκλογέων, κατεβαίνοντας ως υποψήφιοι βουλευτές.
Η ελπίδα πως αυτό θα σηματοδοτούσε μια τάση ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού διαψεύστηκε πολύ γρήγορα. Αφενός γιατί κριτήριο υπήρξε και εδώ η τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα, κριτήριο που έχει καταστήσει τα έδρανα της Βουλής σκηνικό σαπουνόπερας. Αφετέρου γιατί ήδη η συμμετοχή συγγραφέων-υποψήφιων βουλευτών σε προεκλογικές συζητήσεις με εκπροσώπους πολιτικών κομμάτων υπήρξε, δυστυχώς, μάλλον απογοητευτική.
Αλλού η παρουσία τους ήταν άχρωμη και άοσμη, καθώς οι κοινές τραπεζικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου δεν είναι ακριβώς το είδος των μετοχών που παίζουν στα δάχτυλα οι συγγραφείς. Αλλού γιατί η κατάχρηση της δημοσιογραφικής άνω τελείας καταδικάζει την ευκρίνεια και την ευλυγισία του λόγου που υπηρετούν τα υπόλοιπα σημεία στίξης.
Ο συγγραφέας που εκπροσωπεί πολιτικό κόμμα σε τηλεοπτική, ιδίως, συζήτηση πρέπει να ζει ένα δράμα. Κι αυτό γιατί πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα του κόμματος. Γλώσσα συχνά αλύγιστη, γλώσσα που ενίοτε εσκεμμένα υπεκφεύγει και αοριστολογεί, γλώσσα που κάποτε μασάει τα λόγια της…
Ο συγγραφέας, φοράει δεν φοράει γραβάτα, ασφυκτιά μέσα στο στενό κομματικό κοστούμι. Η νευρικότητά του δύσκολα κρύβεται. Χάνει κι αυτό ακόμα το χιούμορ του, σαν τον μοιχό που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω. Κι όταν κάποτε οι λογοτεχνικές αναφορές του, αντί να εκτιμηθούν, γίνουν αντικείμενο χλεύης από εκπρόσωπο αντίπαλου κόμματος, ο συγγραφέας εξανίσταται και καταφεύγει –φεύ!– στην πανάρχαια γλώσσα του σώματος.
Για τον συγγραφέα ένα είναι το κόμμα!
σχόλια