ΤΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ Λογοτεχνίας θέλουμε και περιμένουμε κάθε χρόνο την πρώτη Πέμπτη του Οκτωβρίου; Το φετινό, που απονεμήθηκε στον κατά βάση θεατρικό συγγραφέα Νορβηγό Γιον Φόσε φαίνεται ότι ικανοποίησε όλους. Ικανοποίησε και τους Έλληνες, ίσως γιατί τον είχαν αγαπήσει (και φωτογραφηθεί μαζί του) στις παραστάσεις του Γιάννη Χουβαρδά στο Αμόρε.
Το περσινό, στην Ανί Ερνό, προκάλεσε εμφύλιες συγκρούσεις και σπαραγμούς, αν και όλες, πλέον, οι αντιπαραθέσεις γύρω από τη λογοτεχνία μοιάζουν με τρικυμία σε φλιτζάνι τσαγιού (it’s not my cup of tea). Η Ερνό δεν είναι συγγραφέας, είπαν οι μεν. Όχι, είναι, είπαν οι δε. Είναι μια δυστυχισμένη αυτοβιογραφούμενη, είπαν οι μεν. Όχι, το εγώ της Ερνό γίνεται το συλλογικό εμείς, είπαν οι δε.
Κι όλα αυτά με αφορμή το Νόμπελ που έδωσε την ευκαιρία σε χιλιάδες αναγνώστριες και αναγνώστες να ανακαλύψουν την κορυφαία, κατά την αναγνωστική γνώμη μου, Γαλλίδα συγγραφέα. Το βραβείο σ’ έναν συγγραφέα με δυσπρόφερτο όνομα, που γράφει στα αγγλικά της Κοινοπολιτείας, παρουσιάζεται συγκαταβατικά, τόσο όσο, ώστε να μην κατηγορηθεί κανείς για έλλειμμα πολιτικής ορθότητας. Αντίθετα, το βραβείο στο Μπομπ Ντίλαν δημιουργεί θύελλες. Μα είναι δυνατό, βραβείο λογοτεχνίας σ’ έναν τροβαδούρο; Πού είναι οι κανόνες; Και εννοούν τους κανόνες που κάνουν ένα έργο λόγου να θεωρείται λογοτεχνία.
Αλλά αυτοί οι κανόνες πλέον δεν υπάρχουν, οι νόρμες έχουν εξαφανιστεί. Ίσως να υπάρχουν μόνο στα εργαστήρια του creative writing, γιατί κάπως πρέπει να χαλιναγωγηθεί η ασπαίρουσα, η σπαρταριστή φαντασία των δυνάμει συγγραφέων.
Μ’ εκείνα και με τ’ άλλα, λοιπόν, το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι αυτό που συζητείται περισσότερο, που αναμένεται με πάθος, και για το οποίο ποντάρονται πολλά χρήματα σε στοιχήματα, που ποτέ όμως δεν πέφτουν μέσα. Έτσι κι αλλιώς, για το Νόμπελ δεν υπάρχουν υποψήφιοι, δεν υπάρχουν short lists και οι Σουηδοί ακαδημαϊκοί ξέρουν να εφαρμόζουν πολύ καλά τον νόμο της σιωπής.
Μ’ εκείνα και με τ’ άλλα, λοιπόν, το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι αυτό που συζητείται περισσότερο, που αναμένεται με πάθος, και για το οποίο ποντάρονται πολλά χρήματα σε στοιχήματα, που ποτέ όμως δεν πέφτουν μέσα. Έτσι κι αλλιώς, για το Νόμπελ δεν υπάρχουν υποψήφιοι, δεν υπάρχουν short lists και οι Σουηδοί ακαδημαϊκοί ξέρουν να εφαρμόζουν πολύ καλά τον νόμο της σιωπής. Φυσικά, κανένας θεσμός σαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιάβλητος. Η «στραβή» έγινε το 2018, οπότε για πρώτη φορά μετά το 1949 δεν απονεμήθηκε Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τι συνέβη τότε;
Ένα σεξουαλικό-οικονομικό σκάνδαλο που άρχισε να αποκαλύπτεται τον Νοέμβριο του 2017 και είχε στο επίκεντρό του τον 72χρονο Γάλλο φωτογράφο Ζαν-Κλοντ Αρνό, στενό συνεργάτη της Ακαδημίας, και τη σύζυγό του Καταρίνα Φρόστενσον, ποιήτρια και συγγραφέα, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας από το 1992, οδήγησε τον θεσμό σχεδόν σε διάλυση. Η κρίση κορυφώθηκε την άνοιξη του 2018, όταν αρκετά από τα ισόβια μέλη της Ακαδημίας παραιτήθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση κάτω από τις βαριές κατηγορίες συγκάλυψης των σεξουαλικών εγκλημάτων του Ζαν-Κλοντ Αρνό (βιασμός, άλλες παρενοχλήσεις) και διαφθοράς. Υπό τέτοιες συνθήκες το βραβείο δεν θα μπορούσε να απονεμηθεί. Το θέμα δεν ήταν μόνο τυπικό αλλά και ουσιαστικό και ηθικό. Και έτσι η ανακοίνωση του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 αναβλήθηκε για το 2019.
Στην υπεραιωνόβια ιστορία του θεσμού (από το 1901), το κύρος του βραβείου συνδέεται με τη θεωρούμενη αδιάβλητη διαδικασία επιλογής του βραβευμένου, με τα θεωρούμενα αδιάφθορα μέλη της Ακαδημίας, με το κύρος της ίδιας της Ακαδημίας, με τον υψηλό συμβολισμό της τελετουργίας υπό την αιγίδα του βασιλέως της Σουηδίας, και φυσικά με την υψηλή προικοδότηση – πάνω από 1 εκατ. δολάρια. Το επεισόδιο του 2017 προφανώς ξεχάστηκε, ίσως γιατί το «λαμόγιο» ήταν Γάλλος. Το κύρος του Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν υπονομεύτηκε και η παγκόσμια αγορά του βιβλίου το περιμένει κάθε φθινόπωρο, καθώς προκαλεί κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης και των πωλήσεων.
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν πυροδοτεί μόνο λογοτεχνικές αντιπαραθέσεις. Προκαλεί και ιδεολογικές διαμάχες και πολιτικές συγκρούσεις. Αυτό ήταν πολύ έντονο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν απονεμήθηκαν Νόμπελ στον Μπέρτραντ Ράσελ, στον Γουίνστον Τσόρτσιλ για τα Απομνημονεύματά του, στον Ζαν-Πολ Σαρτρ, στον Μπορίς Παστερνάκ και στον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Αλλά και στην Ελλάδα η προβολή της υποψηφιότητας πρωτίστως του Νίκου Καζαντζάκη και δευτερευόντως του Άγγελου Σικελιανού προκάλεσε έναν ιδεολογικό εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε τον εμφύλιο των όπλων και σημάδεψε ποικιλοτρόπως τη δεκαετία του ’50. Και σήμερα όμως το Νόμπελ δημιουργεί πολιτικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα όταν απονέμεται σε συγγραφείς που προέρχονται από χώρες με γεωπολιτική επικαιρότητα.
Βλέποντας αναδρομικά τον θεσμό, μπορούμε να πούμε ότι οι επιλογές των Σουηδών ακαδημαϊκών είναι γενικά εύστοχες. Επιλέγουν τους πρώτους και τιμούν εκπληκτικούς συγγραφείς που γράφουν σε «μικρές» γλώσσες και ίσως να μην έχουν μεταφραστεί στη lingua franca της εποχής, τα αγγλικά. Φυσικά, υπάρχουν και οι αστοχίες, κανείς δεν το αρνείται. Κοιτάζω όμως μια τυχαία δεκαετία, αυτή του 1990. Το 1991 η Ναντίν Γκόρντιμερ, από τη Νότια Αφρική. Ποιος μπορεί να πει όχι; Το 1992 ο Ντέρεκ Γουόλκοτ από τη Σεντ Λουτσία της Καραϊβικής. Καμία αντίρρηση. Το 1993 η Τόνι Μόρισον, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεγάλη συγγραφέας. Το 1994 ο Κενζαμπούρο Όε, από την Ιαπωνία. Χωρίς την παραμικρή ένσταση.
Το 1995 και το 1996 δύο μεγάλοι ποιητές, ο Ιρλανδός Σέιμους Χίνι και η Πολωνή Βισλάβα Σιμπόρσκα. Ευχαριστούμε Ακαδημία που μας τους γνωρίσατε. Το 1997, ο Ντάριο Φο. Εμφύλιος. Μα δεν είναι συγγραφέας. Κι όμως, σφράγισε το ευρωπαϊκό θέατρο. Ίσως αυτό το βραβείο άνοιξε τον δρόμο για τον Γιον Φόσσε. Το 1998 και το 1999 δύο μεγάλοι Ευρωπαίοι συγγραφείς, ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου και ο Γερμανός Γκίντερ Γκρας. Και το 2000, ένας άγνωστος, ο Κινέζος, εξόριστος στη Γαλλία, Γκάο Ξινγκγιάν. Είπαν τότε ότι αυτό ήταν περισσότερο πολιτικό παρά λογοτεχνικό βραβείο, που στόχευε στην καταγγελία της λογοκρισίας και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Ποιος μπορεί να αρνηθεί όμως ότι οι εννιά στους δέκα συγγραφείς αυτής της δεκαετίας δεν ανήκουν στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας λογοτεχνίας;
Διαβάζω το βιβλίο The Nobel Family: Swedish geniuses in tsarist Russia του Σουηδού συγγραφέα Μπενγκτ Γιάνγκφελντ. Το διαβάζω φυσικά στην αγγλική μετάφραση, που εκδόθηκε από τον Bloomsburry. Με μία λέξη: συναρπαστικό. Πώς μια σουηδική οικογένεια δημιουργεί μια τεράστια αυτοκρατορία γύρω από τα πετρέλαια της Κασπίας Θάλασσας και της ασιατικής Ρωσίας. Χάρη σε αυτούς συζητάμε σήμερα τον Φόσε, την Ερνό, τον Μοντιανό, τον Κουτσί και τόσους άλλους. Μέλος αυτής της οικογένειας είναι ο Άλφρεντ Μπέρνχαρντ Νόμπελ.
Θα μπορούσε να ήταν ένας φανταστικός ήρωας του μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, αν δεν ήταν ο ίδιος ή καλύτερα η ζωή του τόσο μυθιστορηματική. Τυχοδιώκτης (με την καλή και την κακή έννοια), κοσμοπολίτης, ευφυής, πολύγλωσσος, πανευρωπαίος, μυστηριώδης, κλεισμένος στον εαυτό του, μοναχικός, ειρωνικός, μελαγχολικός, μισάνθρωπος και ταυτόχρονα αφανής φιλάνθρωπος, ιδεαλιστής και ειρηνιστής. Παρόλο που υπήρξε από τους πατέρες των όπλων, βρέθηκε να είναι με τις εφευρέσεις του το μήλον της έριδος στους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Είχε γεννηθεί στις 21 Οκτωβρίου 1833 στη Στοκχόλμη, γιος του Ιμάνουελ Νόμπελ, αρχιτέκτονα, εφευρέτη, γεφυροποιού κ.λπ., και της Αντριέτα Άλσελ, απογόνου σε ευθεία γραμμή του φυσιολόγου του 17ου αιώνα Όλοφ Ρούντμπεκ. Επιχειρηματικός κοσμοπολίτης, ο πατέρας Νόμπελ εγκαταλείπει το 1837 τη Στοκχόλμη για τη Ρωσία, όπου επιδόθηκε στις εφευρέσεις και τελειοποιήσεις όπλων και εκρηκτικών. Η υπόλοιπη οικογένεια Νόμπελ, η Αντριέτα και τα τέσσερα αγόρια της, ο Άλφρεντ, ο Εμίλ, ο Ρόμπερτ και ο Λούντβιχ, εγκαταστάθηκαν στην Πετρούπολη το 1842.
Ο Άλφρεντ Μπέρνχαρντ έμεινε στην αυτοκρατορική πόλη της Ρωσίας ως το 1850. Όταν εγκατέλειψε τη Ρωσία και την οικογενειακή εστία σε ηλικία 17 ετών για να αναζητήσει ολομόναχος την τύχη του στον κόσμο των πειραμάτων και των εργαστηρίων ήταν ήδη ένας ολοκληρωμένος χημικός, χωρίς να έχει φοιτήσει ποτέ σε σχολείο, μόνο με διδασκαλία κατ’ οίκον, και μιλούσε τέλεια τα σουηδικά, τα ρωσικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Η «τιθάσευση» της νιτρογλυκερίνης δημιούργησε τον πλούτο του Άλφρεντ Μπέρνχαρντ Νόμπελ. Ο Άλφρεντ πειραματίστηκε στη σταθεροποίηση της νιτρογλυκερίνης, δοκιμάζοντας την προσρόφησή της σε διάφορα υλικά, όπως το κάρβουνο, η κιμωλία, η πυριτική γη. Τελικά διάλεξε την πυριτική γη, τη γη διατόμων, που ήταν γνωστή στη Γερμανία με το όνομα Kieselguhr λόγω της εκμετάλλευσής της στην περιοχή του Ανόβερου. Έτσι η νιτρογλυκερίνη τιθασεύτηκε. Ονομάστηκε δυναμίτιδα και ο Αλφρεντ Νόμπελ απέκτησε την πατέντα της αποκλειστικής εκμετάλλευσής της στη Βρετανία το 1867 και στις ΗΠΑ το 1868. Ο πυροκροτητής με καψούλι βροντώδους ή κροτικού υδραργύρου ήταν και αυτός πατέντα του Νόμπελ.
Το 1876, εκατομμυριούχος πλέον, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, σε ένα μέγαρο της λεωφόρου Μαλακόφ με κήπο, σέρα και, φυσικά, εργαστήριο για τα πειράματα. Τότε είναι που αναζήτησε έναν συνένοχο στο πρόσωπο μιας ιδιαιτέρας γραμματέως. Η αγγελία του αναφερόταν σε «γυναίκα ώριμης ηλικίας, με υψηλή μόρφωση και πολύγλωσση». Ανταποκρίθηκε μια Αυστριακή, η κόμισσα Μπέρτα φον Κίνσκι, η οποία όμως δεν έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά στον Νόμπελ.
Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1896 στον Σαν Ρέμο. Περίπου έναν χρόνο πριν, στις 27 Νοεμβρίου 1895, είχε συντάξει στο Παρίσι την ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία, αφού άφηνε κάποια χρήματα στα ανίψια, σε υπηρέτες του και σε συνεργάτες, κληροδοτούσε την κολοσσιαία περιουσία του σε ένα ίδρυμα για τη δημιουργία βραβείων που θα έφεραν το όνομά του.