Αν η πρώτη ηρωίδα της Τόνι Μόρισον και μια από τις πλέον αξέχαστες στην ιστορία της λογοτεχνίας, η μικρή Πέκολα Μπρίντλαβ, ήθελε, όσο τίποτα, να έχει γαλάζια μάτια για να διεκδικήσει αλλιώς τη μοίρα της, εκείνη ήξερε εξαρχής πως το πεπρωμένο είναι γραμμένο στην πένα της.
Μέσα από αυτή διεκδίκησε τη φωνή χιλιάδων Αφροαμερικανών που δεν είχαν ως τότε λογοτεχνικά εισακουστεί και ούτε μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα έμπαιναν στα μεγάλα σαλόνια: και όμως, αυτή η γυναίκα με το νεανικό βλέμμα, το αμείωτο σθένος, τη βαθιά ενσυναίσθηση και το ατίθαστο ράστα μαλλί τα κατάφερε. Έφτιαξε ένα ατελείωτο ρυθμικό μοιρολόι για όλους τους αφανείς ήρωες που πέρασαν στο περιθώριο της αμερικανικής ηπείρου και ξανάστησε τους κεντρικούς μονολόγους τους και τα χορικά μέσα από τα μεγέθη της αρχαίας τραγωδίας.
Η Μόρισον έφτιαξε ένα ατελείωτο ρυθμικό μοιρολόι για όλους τους αφανείς ήρωες που πέρασαν στο περιθώριο της αμερικανικής ηπείρου και ξανάστησε τους κεντρικούς μονολόγους τους και τα χορικά μέσα από τα μεγέθη της αρχαίας τραγωδίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι και η ίδια ήθελε οι γυναίκες στα βιβλία της να ακούγονται σαν μέλη ενός χορού, σαν πρόσωπα που στοίχειωναν νοερά τις σελίδες, όπως το φάντασμα της κόρης που κατατρέχει μέχρι τέλους τη μαύρη σκλάβα μάνα στην «Αγαπημένη», σκοτωμένη από τα ίδια τα χέρια και ορισμένη να είναι ένας αμλετικός ήρωας δίχως όμως κανένα βασίλειο και με καταραμένο ριζικό. Πάνω στον τάφο της μικρής, άλλωστε, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, χαράχτηκε μονάχα η λέξη «Αγαπημένη» –που ενέπνευσε και τον τίτλο– εσωκλείοντας όλη την απύθμενη τρυφερότητα που διέπουν τα μυθιστορήματα της Μόρισον μέχρι τέλους. Σκληρότητα, βγαλμένη από τη ζωή και τρυφερότητα σταλμένη σαν θείο δώρο. Όταν δεν σου περισσεύει τίποτα, το μόνο καταφύγιο είναι η αγάπη. Και η δύναμη που μπορεί μονάχα αυτή να σου δώσει για να ανατρέψεις ο,τι σου στερήθηκε για πάντα.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στην ίδια την Κλόε Άντονι Φούφορντ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Τόνι Μόρισον, γεννημένη στην πιο σκληρή ίσως για τους μαύρους δεκαετία, την αρχή της δεκαετίας του '30, στο μελαγχολικό Οχάιο. Με καταγωγή από τη μυθιστορηματική Αλαμπάμα και μεγαλωμένη από δυο γονείς που της δίδαξαν την αγάπη, το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά δεν στερήθηκε, ωστόσο, ποτέ τη φροντίδα. Με έναν ιδιαίτερα φιλομαθή πατέρα ο οποίος έτρεφε μεγάλη φροντίδα για την τέχνη του –δούλευε ως μεταλλοκολλητής– έμαθε αντίστοιχα στη μικρή του κόρη να συνενώνει τις λέξεις σαν να πρόκειται για ένα ιδανικό εικαστικό εγχείρημα ή να τις ακούει να αντηχούν σαν όμορφο τραγούδι, όπως αυτά που έμαθε η ίδια από μικρή από τα μέλη της χορωδίας στην Αφρικανική Επισκοπική Εκκλησία των Μεθοδιστών, της οποία ήταν μέλος.
Το γκόσπελ έγινε έτσι για εκείνην ένας άλλος τρόπος έκφρασης και το διάβασμα πραγματική εμμονή: και τα δυο υπάρχουν ως βαθιά συστατικά της καταγωγής της και της τέχνης της. Μεγαλώνοντας, τίποτα από όλα αυτά δεν έμειναν χωρίς φροντίδα αλλά αντίθετα αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς της. Έγραφε, εξάλλου, πάντα τα βιβλία της σαν μουσικά κομμάτια τιμώντας τους θεούς και τους νεκρούς της. Ίσως γι' αυτό σε κανένα βιβλίο της σκοπό δεν έχει απλώς να πει μια ιστορία –που πολλές φορές φαντάζει να είναι δαιδαλώδης ή κρυμμένη πίσω από τα διαφορετικά πρόσωπα– αλλά αντίθετα πρωταρχικό μέλημά της να αφήσει να ακουστούν οι φωνές των πεσόντων και των αδικημένων που μοιάζουν ταυτόχρονα, όπως εκείνος ο τραγικός πατέρας στα «Γαλάζια Μάτια», θύματα και θύτες.
«Κρεμόμαστε από τα ρέλια του φορέματος του κόσμου και αγωνιζόμαστε να ανέβουμε λίγο παραπάνω, έστω στο στρίφωμα» γράφει στο ίδιο μυθιστόρημα (Εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, η οποία την έχει αγαπήσει και την έχει μεταφράσει κατ εξακολούθηση), μια φράση που ακούγεται σαν επωδός, όπως οι περισσότερες στα βιβλία της, ή σαν ένα επιτάφιο απόσπασμα από τη συλλογή του Σπουν Ρίβερ, αντίστοιχο με εκείνο που απαγγέλλει ο ήρωας στο Σακ Ντάι για τους λευκούς «που έκαναν όλων των λογιών τις φάρσες σε βάρος μου». Κάτι που είχε διαπιστώσει και η ίδια η Μόρισον με τα μάτια της και έτσι ξεκίνησε να γράφει λογοτεχνία, όταν το μοιραίο βράδυ του 1969 ο «νέγρος» Χένρι Ντούμας θα έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες λευκού αστυνομικού ξεσηκώνοντας όλες τις καταχωνιασμένες μνήμες της. «Ήταν τότε που η ποίηση και η λογοτεχνία ξύπνησαν μέσα μου» θα πει η ίδια αργότερα σε συνέντευξή της. Και δεν επρόκειτο, σε καμία περίπτωση, για φάρσα αλλά για αποστολή.
Και τότε όλα προέκυψαν σαν κεραυνός: ήταν η εποχή που οι Μαύροι Πάνθηρες θα ξεσήκωναν όλη την Αμερική και ο Μόχαμεντ Άλι θα γινόταν ο υπόγειος συνένοχος στις λέξεις που θα έβαζε η Τόνι Μόρισον αριστουργηματικά σε σειρά. Ένας πυγχμάχος σε ρόλο μούσας που θα την τραβήξει από το χέρι, μαζί με όλους τους συναγωνιστές του και θα της εμπνεύσει το μυθιστόρημα της γενιάς του Γαλατά ή αλλιώς του μυθικού και αξεπέραστου κλασικού μυθιστορήματος «Το Τραγούδι του Σόλομον» (είχε πρωτοκυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου και κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά και τις εκδόσεις Παπαδόπουλος) με τις απίστευτες απόκρυφες ιστορίες, τις αμέτρητες θείες και θείους, τον φαύλο κύκλο της βίας –από τον σκληρό πρόγονο Μέισον Ντεντ έως τον ίδιο τον Γαλατά– με τα ρυθμικά γκόσπελ και τον ιδανικό ρυθμό που έδωσαν το στίγμα όχι μόνο της αφροαμερικανικής παράδοσης αλλά και της δικής της λογοτεχνίας.
Πρόκειται, άλλωστε, για το μυθιστόρημα που θα χάριζε στην Τόνι Μόρισον το 1977, δηλαδή λίγα μόλις χρόνια μετά την παρθενική της παρουσία στα γράμματα, την αναγνώριση κοινού και κριτικών και θα έκανε, πολλά χρόνια αργότερα, τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έχει επανειλημμένα δηλώσει πως πρόκειται για το αγαπημένο του βιβλίο, να την καλέσει για δείπνο στον Λευκό Οίκο. Έφαγαν μαζί στις γιορτές και έκτοτε η βραβευμένη το 1993 με Νόμπελ συγγραφέας μετατράπηκε στην πιο καλή φίλη του τότε Αμερικανού Προέδρου.
Φυσικά είχε ήδη φροντίσει να βάλει το χεράκι της και η τηλεπαρουσιάστρια Όπρα Γουίνφρεϊ, η οποία είχε, επίσης, χρηματοδοτήσει τη μεταφορά της βραβευμένης με Πούλιτζερ «Αγαπημένης» στον κινηματογράφο, πάντα με τη γνωστή ατμόσφαιρα που ξέρει να στήνει με τόσο περίτεχνο τρόπο η Μόρισον. Γιατί, όπως μεταφράζει, εν προκειμένω, η αείμνηστη Έφη Καλλιφατίδη είναι και πάλι ένα βιβλίο που θυμίζει την τραγική μοίρα των Αφροαμερικανών: «Οι εποχές στο Οχάιο είναι θεατρικές. Η καθεμιά κάνει την είσοδό της σαν πριμαντόνα, σίγουρη ότι η παράστασή της είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο. Όταν ο Πωλ Ντη εξεναγκάστηκε να καταφύγει σ' ένα παράπηγμα πίσω του, το καλοκαίρι είχε διωχτεί από τη σκηνή και όλη η προσοχή ήταν στραμμένη στο φθινόπωρο με τις μπουκάλες του από αίμα και χρυσάφι. Ακόμα και τη νύχτα που θα 'πρεπε να υπάρχει ένα ξεκούραστο διάλειμμα, δεν υπήρχε τίποτα γιατί οι φωνές του ετοιμοθάνατου τοπίου ήταν επίμονες και δυνατές».
Αυτό το τοπίο δεν αλλάζει, όποια, τραυματική για τη φυλή της, ιστορική στιγμή περιγράφει η Μόρισον στα βιβλία της – ειδικά για τις γυναίκες που είχαν μάθει να απαντούν στη βία πάντα με τη βία. Δεν είχαν, εξάλλου, ποτέ βιώσει κανένα «Έλεος», όπως είναι και ο τίτλος ενός άλλου βιβλίου της (Εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά) για τον 17ο αιώνα, όταν ακόμα δεν είχε πλήρως επικυρωθεί ο θεσμός της δουλείας αλλά ο κύκλος της μοίρας των μαύρων ήταν προφανής. Και εδώ η πηγή έμπνευσης είναι ένα πραγματικό γεγονός: Προτού καν θεσπιστεί ο θεσμός της δουλείας, το Συμβούλιο των Δημοτών της Βιρτζίνια είχε ψηφίσει έναν νόμο υπό το δόγμα «Partus sequitor ventrum» («Ο καρπός ακολουθεί την κοιλία») καθώς μια νεαρή μιγάδα, η Ελίζαμπεθ Κέι, είχε τολμήσει να κερδίσει την ελευθερία της αποδεικνύοντας πως ο φυσικός της πατέρας δεν ανήκε στους σκλάβους. Έκτοτε, κάθε παιδί που θα γεννιόταν από το βιασμό μιας σκλάβας από τον γαιοκτήμονα ή τον επιστάτη του ή έναν οποιονδήποτε ελεύθερο άντρα, θα ακολουθούσε τη μοίρα της μητέρας του.
Μια ιστορία που γνώριζε σε βάθος η Μόρισον όταν έγραφε για τη Φλώρενς, τη σκλάβα και κόρη σκλάβας, που δίνεται ως αντάλλαγμα για κάποιο χρέος στο ίδιο βιβλίο. Είτε λοιπόν πρόκειται για την Φλώρενς, είτε για τη Ρεβέκκα, η οποία θα ζήσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Τζέικομπ, ενός από τους πρώτους που πλήρωσαν στο πετσί τους το εμπόριο της ζάχαρης, στον βωμό της οποίας πέθαναν χιλιάδες μαύροι, ο φαύλος κύκλος της βίας θα ανοίγει και θα κλείνει, σαν επωδός από αντίστοιχο τραγούδι, το οποίο θα αντηχήσει ηχηρά στις σελίδες της Μόρισον, διασχίζοντας τους αιώνες από τον 17ο μέχρι τον εικοστό, και τις αρχές της δεκαετίας του '30 που διαμόρφωσαν την μαύρη κουλτούρα της τζαζ στην καρδιά του Χάρλεμ.
Εκεί εξελίσσεται και το ομότιτλο μυθιστόρημα «Τζαζ» –το βιβλίο που επιτέλους της χάρισε το Νόμπελ το 1993, μετατρέποντάς την στην πρώτη μαύρη συγγραφέα που λαμβάνει αυτή την τιμή– για την εποχή όπου ανθίζουν η τέχνη, η μουσική και οι ιστορίες μαύρων συγγραφέων όπως οι Λάνγκστον Χιουζ και Ζόρα Νιλ Χέρστον. Έρωτες, πάθη και την τζαζ μουσική να δίνει τον τόνο και να στήνει το αφήγημα δημιουργώντας αντιστίξεις, ριφ και ρυθμούς. Πηγή έμπνευσης της Μόρισον για την «Τζαζ» (μτφ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Παπαδόπουλος) ήταν, εν προκειμένω, οι πραγματικές ιστορίες του Χάρλεμ αλλά και το βιβλίο «The Harlem Book of the Dead» (Η Βίβλος των νεκρών του Χάρλεμ) του φωτογράφου Τζέιμς Βαν Ντερ Ζέε.
Η εμβληματική, για όλους όσοι την έχουν δει, φωτογραφία μιας όμορφης νεαρής κοπέλας σ’ ένα φέρετρο, θύμα του εραστή της που την πυροβόλησε με σιγαστήρα σ’ ένα πάρτι, φαίνεται να ενέπνευσε την ιστορία της νεαρής Ντόρκας, που σκοτώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο μυθιστόρημα της Μόρισον. Είναι αυτή που εμφύσησε το ανίερο πάθος στον φιλήσυχο έως τότε μαύρο οικογενειάρχη Τζο Τρέις, ο οποίος τη σκότωσε τυφλωμένος από ζήλια, μια ζήλια που έκανε τη γυναίκα του να επιτεθεί στη νεκρή αντίζηλό της μέσα στο φέρετρο.
Πάθος, θάνατος και ατελείωτα μπλουζ που επανέρχονται σαν μοναδικά μοιρολόγια στο ασυνείδητο κάθε αφανούς ήρωα που έγινε όχι μόνο ο πρωταγωνιστής της άδικης μοίρας του αλλά και ενός ολόκληρου γένους ανθρώπων. «Άνθρωπε των μπλουζ. Μαύρε και μπλουζίστα. Μαύρε, και γι’ αυτό άνθρωπε των μπλουζ» είναι η επωδός ενός μυθιστορήματος που θα μπορούσε να συνοδεύει ιδανικά κάθε εικόνα που έχουμε από την Τόνι Μόρισον, μια σπουδαία συγγραφέα που έζησε για να γράψει ιδανικά τα μπλουζ, όσο καμία. Και να μας τα αφήσει ως πολύτιμη παρακαταθήκη ενός αδιανόητα φανταστικού, φασματικού και λυρικού κόσμου που φέρει την απαράμιλλη σφραγίδα της.