Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά («Πρόσωπα», «Marie Claire», «Κλικ», «Men», «Diva», «Γυναίκα») και ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα, δοκιμάστηκε επίσης ως στιχουργός –στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από τον Σταμάτη Κραουνάκη και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου– προτού αφοσιωθεί, μετά το ’13, στη συγγραφή, «καρπός» της οποίας είναι μέχρι στιγμής δύο ποιητικές συλλογές («Η τρυφερότητα των άκρων», «Οι δεξιόχειρες της μοναξιάς») και το πρόσφατο αυτοβιογραφικό, κατά βάση, βιβλίο «Πρόσωπα και Σκιές», όλα από την Οδό Πανός του επιστήθιου φίλου του Γιώργου Χρονά.
Το τελευταίο αυτό βιβλίο προλογίζει ο επίσης παλιός του γνώριμος Γιώργος Χαρωνίτης, ιδιαίτερη δε μνεία αξίζουν οι φωτογραφίες-ντοκουμέντα που περιλαμβάνει.
Μέσα από τις σελίδες του ο 66χρονος σήμερα Γιώργος Ευσταθίου αφηγείται τις εμπειρίες του από διάφορες σπουδαίες προσωπικότητες τις οποίες ευτύχησε να συναναστραφεί αφενός, τη δική του δύσκολη ενηλικίωση και την εξίσου δύσκολη «πορεία προς το φως» αφετέρου, τον δρόμο προς τη συνειδητοποίηση και την απελευθέρωση δηλαδή σε εποχές που δεν ευνοούσαν καθόλου τέτοια «ανδραγαθήματα». Περιγράφει τις αναζητήσεις, τους έρωτες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις του, ακόμα και τις δυσάρεστες περιπέτειές του με την ηρωίνη και το αλκοόλ.
Μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, τις αναμνήσεις αλλά και τις συναντήσεις του, «επώνυμες» και μη –από τον «μέντορά» του Γιώργο Ιωάννου, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Κώστα Ταχτσή, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο μέχρι τον Μιχάλη Κατσαρό, τη Ζυράννα Ζατέλη, την Αρλέτα και τον Γιάννη Κοντό– αποτυπώνεται κινηματογραφικά μια ολόκληρη εποχή, μαζί και κάποιες λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής τους με τρόπο παιγνιώδη, τρυφερό κι αγαπησιάρικο ακόμα κι όταν αναφέρει πράγματα στενόχωρα.
Tο ότι άνθρωποι όπως ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης ή ο Ταχτσής δήλωναν ξεκάθαρα τις ερωτικές τους προτιμήσεις, το ότι αυτό αντικατοπτριζόταν επίσης στο έργο τους, ήταν εξαιρετικά σημαντικό από μόνο του. Το ότι σήκωσαν μόνοι τους και οικειοθελώς ένα τέτοιο βάρος, το σέβομαι και το εκτιμώ απεριόριστα. Αυτά μπορούσαν στον καιρό τους, αυτά έκαναν και δεν ήταν λίγα.
Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για τη «γιάφκα» της Οδού Πανός 17 στην Πλάκα, για εκείνη την 25η Μαρτίου που το Τρίτο Πρόγραμμα είχε αφιέρωμα στον “queer” εθνικό τραγουδιστή της Τουρκίας Ζεκί Μουρέν και το οποίο ο τότε διευθυντής του Μάνος Χατζιδάκις αρνήθηκε να διακόψει, όπως του ζήτησε επιτακτικά ο τότε υπουργός Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ, για το «νυφικό κρεβάτι» της Ζυράννας Ζατέλη που ο συγγραφέας αποκαλεί «ισόβια αρραβωνιαστικιά» του, για την «χαμένη ευκαιρία» του με τον Κώστα Ταχτσή.
Για τη συνάντησή του με τον Μπομπ Γκέλντοφ, για το τσιγαριλίκι που μοιράστηκε κάποτε με τον Βλάση Μπονάτσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, για τη «συνάντηση» του Τζίμη Πανούση με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, για το πώς μύριζε το αγαπημένο άρωμα της Μελίνας Μερκούρη. Για τα χειρόγραφα ποιήματα του Καβάφη που ανακάλυψε αρχειοθετώντας τη βιβλιοθήκη του Στρατή Τσίρκα, για τον παρ’ολίγον «καβγά» με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο επειδή σε συνέντευξη που του είχε πάρει τον χαρακτήριζε «ειδωλολάτρη», για την ατμόσφαιρα και το κοινό του ιστορικού κλαμπ των 80’s «Εργοστάσιο» όπου απασχολούνταν ένα διάστημα ως ταμίας και τσεκαδόρος.
Και μαζί με αυτά τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, το μπούλινγκ που υπέστη ως μαθητής (κεφάλαιο που αφιερώνει στον Ζακ Κωστόπουλο), την πολύτιμη στήριξη του μεγάλου αδελφού και του στρέιτ παιδικού φίλου. Για τους περικλεείς του έρωτες στον ελληνικό στρατό, για την Ομόνοια και την Πλάκα αλλοτινών καιρών, για την «εκδικητική» σύλληψη και κράτησή του από την αστυνομία επειδή κυκλοφορούσε παρέα με νεαρό αλλοδαπό χωρίς χαρτιά, τη μήνυση που του ασκήθηκε για αντίσταση κατά της αρχής επειδή ζήτησε το λόγο, την συμπαράσταση συναδέλφων και μέσων –δημοσιογραφούσε ακόμα τότε– και την αθώωσή του στο δικαστήριο «λόγω αμφιβολιών», για το όνομα της «κάπως ειδικής» μοναξιάς των ανδρών που την ένιωθε «από μικρός, από πολύ παλιά. Έλειπε μόνο τ’ όνομά της», καθώς γράφει σε ένα ποίημά του.
Με μια ζεστή σοκολάτα να μας συντροφεύει κουβεντιάσαμε για όλα αυτά –μαζί και για τη μοναξιά που πάντως δεν τον φοβίζει, λέει, ποτέ δεν ήταν των συμβιβασμών, ούτε των κούφιων ρομαντισμών–, για τα ινδάλματα της νιότης του, για τις αρχές και τα σημεία αναφοράς του, για το πόσο πιο ανοικτή είναι σήμερα η κοινωνία –«έχουμε πολύ δρόμο ακόμα»–, για τη δημοσιογραφική του θητεία, για επιθυμίες, πειρασμούς, εξαρτήσεις, λυτρώσεις, για το παιδί που ευχαρίστως θα ανέτρεφε αν είχε τα μέσα και για ό,τι επιζητεί περισσότερο ύστερα από ένα σωρό ταλαιπωρίες που πέρασε τελευταία: «Μια βαθιά ανάσα…».
— Μου είπες στην αρχή ότι νιώθεις λίγο περίεργα να δίνεις συνέντευξη αντί να παίρνεις και θυμήθηκα ότι εργαζόσουν για χρόνια ως δημοσιογράφος και μάλιστα σε μια περίοδο που θεωρούνταν «χρυσή» για το επάγγελμα.
Ναι, αληθεύει αυτό. Και να φανταστείς ότι η ενασχόλησή μου αυτή προέκυψε τελείως τυχαία, το έκανα για τα χρήματα, τον βιοπορισμό. Ξεκίνησα τέλη της δεκαετίας του ’80 και δημοσιογραφούσα μέχρι το 2003 οπότε αφοσιώθηκα στο ραδιόφωνο. Ευτύχησα βέβαια να βρεθώ σε καλά έντυπα, έκανα κάποια ωραία πράγματα, γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, δεν είχα όμως το «ψώνιο», αν θες.
Όμως ναι, ισχύει ότι μια πολύ καλή εποχή να εργάζεσαι στα μέσα, από πολλές πλευρές. Δεν ξέρω καθόλου αν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στις εργασιακές απαιτήσεις και τους ρυθμούς που έχει σήμερα το επάγγελμα, για μην αναφερθώ στο επίπεδο και τις αμοιβές.
— Δεν νομίζεις όμως ότι κάπου στην πορεία ξέφυγε το πράγμα, ότι ειδικά στα 90΄s και το πρώτο μισό των 00’s πήξαμε στο lifestyle και τη δηθενιά;
Έτσι είναι και αυτή η εξέλιξη δεν μου πήγαινε ξέρεις καθόλου. Άρχισα να νιώθω σαν τη μύγα μες το γάλα, αδυνατούσα να μπω σε αυτό το «τριπ». Μια φορά θυμάμαι κλήθηκα να κάνω ένα ρεπορτάζ για τα ντελικατέσεν που ήταν τότε πολύ στη μόδα σαν μια καινούργια τάση.
Εκεί λοιπόν κάπου ανάμεσα στα διάφορα κολωνακιώτικα κ.λπ. «χάι» καταστήματα «έχωσα» και την Ευριπίδου. «Τι δουλειά έχουν τέτοια μαγαζιά σε ένα τέτοιο θέμα», ήταν το απαξιωτικό σχόλιο συναδέλφου. Μα, του απάντησα, καλά όλα αυτά τα κυριλέ ντελικατέσεν αλλά οι μυρωδιές που σε παίρνουν όταν περνάς από την Ευριπίδου είναι το κάτι άλλο, δε συγκρίνεται! Τελείωνα δε το ρεπορτάζ με τη φράση «όσο υπάρχουν Έλληνες». Έτσι το καταλάβαινα, έτσι μπορούσα να διασκεδάσω τη δουλειά που μου είχε ανατεθεί.
— Tο ραδιόφωνο σου πήγαινε περισσότερο νομίζω.
Ναι, είχα δουλέψει και παλιότερα στο Τρίτο, στα 22-23 μου με τον Μάνο Χατζιδάκι και με γοήτευε πράγματι πολύ αυτό το μέσο. Όταν λοιπόν μου ξαναδόθηκε η ευκαιρία, με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου πλέον στη διεύθυνση, έπεσα με τα μούτρα, που λένε, ακριβώς επειδή το έκανα με πολύ κέφι! Ήταν ίσως η μοναδική περίοδος στην επαγγελματική μου καριέρα που δεν αισθάνθηκα ούτε στιγμή ότι βαριόμουν ή ότι έκανα κάτι διεκπεραιωτικά. Κόπωση ναι, ένιωσα πολλές φορές, ρουτίνα όμως ποτέ, αισθανόμουν δε ευτυχής που είχα τη δυνατότητα να ασχολούμαι με ό,τι ακριβώς ήθελα και να αμείβομαι γι΄ αυτό.
Υπήρχαν αντίθετα φορές στη δημοσιογραφική μου ζωή που βαριόμουν μέχρι αηδίας, ειδικά όταν μου ανέθεταν συνεντεύξεις με ανθρώπους που δεν θα έλεγα ότι εκτιμούσα αλλά που έπρεπε, ωστόσο, να τους καλολογήσω, να τους αναδείξω, να τους προστατεύσω ακόμα. Ανθρώπους που συχνά μού ήταν από παγερά αδιάφοροι έως αντιπαθείς. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τα μέσα που εργαζόμουν, είχε γενικευθεί το κακό.
Τα πράγματα βέβαια διέφεραν όταν μου όριζαν ή πρότεινα εγώ και γίνονταν δεκτά πρόσωπα ή θέματα της αρεσκείας μου, τα έκανα με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση όπως, για παράδειγμα, οι συνεντεύξεις με τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
— Με τη συγγραφή πότε τρως την «πετριά»; Ήταν άραγε οι παρέες σου με ανθρώπους των γραμμάτων που σε παρακίνησαν να δοκιμαστείς κι εσύ στην ποίηση και τη λογοτεχνία;
Μου γύριζε στον νου από παλιά αλλά δεν το είχα προσπαθήσει σοβαρά, ήμουν εξάλλου απορροφημένος δουλειά μου στα περιοδικά και στο Τρίτο, εκεί έβγαζα όλη μου την ανησυχία και δημιουργικότητα. «Σημείο καμπής» ήταν το 2013, όταν έπεσε το «μαύρο» στην ΕΡΤ και με τη γελοία εκείνη απόφαση βρεθήκαμε πλήθος εργαζόμενοι στο δρόμο.
Λέγεται όμως πως όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη και δεν είναι ψέμα. Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε άμεσα αυτό γιατί είμαστε ίσως πολύ προσκολλημένοι στην πόρτα που έκλεισε και η σκέψη μας είναι θολή, έτσι πάντως συνέβη στη δική μου περίπτωση. Έμεινα μεν άνεργος και τα χρειάστηκα, ούτε εισοδηματίας βλέπεις είμαι ούτε κανα «κομπόδεμα» διέθετα, αυτή η εξέλιξη όμως μου έδωσε το κίνητρο και την τεράστια ευκαιρία να ασχοληθώ επιτέλους με πιο δικά μου πράγματα. Την οποία ευκαιρία αξιοποίησα αρχικά γράφοντας τις δύο πρώτες μου ποιητικές συλλογές.
Δίχως την απουσία επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν ξέρω αν θα καταπιανόμουν το γράψιμο, ούτε απωθημένο το είχα ποτέ. Η ανάγκη της επιβίωσης με ώθησε, τα χρήματα ήταν το «καρότο»! Ύστερα ήρθε το «Πρόσωπα και Σκιές» που προέκυψε όταν ο Μανώλης Σαββίδης που είχε το μπλογκ «The Greek Cloud» μού ζήτησε να γράψω για διάφορα επιφανή πρόσωπα που είχα γνωρίσει και συναναστραφεί, κάποια από τα οποία κιόλας μου είχαν ασκήσει ιδιαίτερη επίδραση.
Επειδή όμως δεν είχα και κάποιον τεράστιο κύκλο γνωριμιών, πέρασα στην πορεία ασυνείδητα σχεδόν σε μνήμες πιο προσωπικές που έφταναν μέχρι τα παιδικά μου χρόνια. Φοβήθηκα ότι είχα ίσως βγει «εκτός θέματος», όμως ο Σαββίδης καθόλου δεν με έψεξε, απεναντίας του άρεσε πολύ το αποτέλεσμα.
Στο τέλος αναρωτιόμουν τι να κάνω όλες αυτές τις ιστορίες και τότε ο Γιώργος Χρονάς με ενθάρρυνε να τις συμπεριλάβω σε ένα βιβλίο. Τελειώνοντάς το ανακάλυψα ότι είχα πει μέχρι και πράγματα που δεν σκόπευα να εκθέσω, ευτυχώς όμως μέχρι στιγμής η ανταπόκριση είναι θετική!
— «Αγαθόν το εξομολογείσθαι», όπως τιτλοφορείται κι ένα βιβλίο του Γιάννη Τσαρούχη που επίσης δίνει «παρών» στο βιβλίο σου. Υπάρχει ξέρεις η εντύπωση ότι όλη εκείνη η γενιά των Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ταχτσή, Κουν, Κατσαρού, Χριστιανόπουλου, Ιωάννου κ.λπ. προέκυψε σε μια ευτυχή συγκυρία η οποία δύσκολα θα επαναληφθεί, ότι έχει δηλαδή μια μοναδικότητα. Είναι έτσι ή εμείς την έχουμε μυθοποιήσει;
Δεν έχουν άδικα μυθοποιηθεί καθώς η αξία και η προσφορά τους είναι ανεκτίμητη, νιώθω δε πολύ τυχερός που βρέθηκα κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Είναι, εντούτοις, πολύ πιθανό προσωπικότητες ανάλογου βεληνεκούς θα αναδειχθούν πάλι κάποια στιγμή, ίσως μάλιστα ζουν ήδη ανάμεσά μας, απλώς δεν έχει ακόμα μεσολαβήσει ικανή χρονική απόσταση ώστε να τις εκτιμήσουμε ανάλογα.
Δεν είναι βέβαια κάθε εποχή το ίδιο «προικισμένη» και παραγωγική, είναι και ζήτημα κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Πίσω από τη γενιά εκείνη, ας πούμε, υπήρχε ένας πόλεμος, ένας εμφύλιος, ένα γκρίζο, αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, μια χούντα επίσης, λίγο πριν από την οποία είχαμε μια ιδιαίτερη άνθιση στις τέχνες και τα γράμματα – δύσκολα θα επαναληφθεί αυτό στο ίδιο πλαίσιο, η μακροχρόνια κρίση και οι συνέπειές της μπορεί ωστόσο να κυοφορούν εκπλήξεις. Ποτέ δεν ξέρεις.
— Αν σε ρωτούσα τι θυμάσαι περισσότερο από εκείνα τα χρόνια και εκείνα τα πρόσωπα;
Ήμουν πάρα πολύ νέος όταν μπήκα στον κύκλο αυτό και καθένας τους φάνταζε πολύ εντυπωσιακός, όπως και ήταν άλλωστε. Γράφω κάπου για το στέκι της Οδού Πανός στην Πλάκα και ανθρώπους που γνώρισα εκεί γύρω στα είκοσί μου χρόνια. Πολλά από όσα άκουγα δεν τα καταλάβαινα, ούτε το μέγεθος κάποιων προσώπων, είχα όμως συναίσθηση της αξίας τους κι ας ήμουν ένα άσχετο παιδί μικροαστικής οικογένειας από μια λαϊκή συνοικία.
Ήταν μάλιστα τα ίδια τα βήματά μου που με έφερναν κοντά τους, δεν επιδίωκα συνειδητά ή σκόπιμα αυτές τις συναναστροφές, έγινα δε ευτυχώς αποδεκτός γι’ αυτό ακριβώς που ήμουν. Ισότιμα, το τονίζω – αν ένιωθα ότι με αντιμετωπίζει κάποιος μειωτικά ή ότι επιδιώκει να με εκμεταλλευτεί, απομακρυνόμουνα.
Ήμουν μικρός, άρεσα και σίγουρα η γοητεία είναι ένα καλό διαβατήριο, όταν όμως διαπίστωνα ότι κάποιος παραμένει σε αυτό το κομμάτι, έπαυε να με ενδιαφέρει. Δεν μου πήγαινε κιόλας να προσπαθήσω να «εκβιάσω» μέσω αυτής άτομα, πράγματα και καταστάσεις παρότι παρουσιάστηκαν ευκαιρίες, ήταν βλέπεις για μένα θέμα αρχής. Κολακευόμουν, δε λέω, όμως αλλιώς έβλεπα τη φιλία, αλλιώς το κρεββάτι.
— Πόσο δύσκολο ήταν να βγεις προς τα έξω ως ομοφυλόφιλος σε εποχές που η αγάπη αυτή δεν τολμούσε καν να πει το όνομά της;
Αστειεύεσαι; Καταρχήν δεν υπήρχε κανένα «έξω» να βγω, ειδικά εκεί που ζούσα! Ούτε βέβαια πρότυπα, εικόνες και γενικά σημεία αναφοράς υπήρχαν τότε για ένα έφηβο παιδί με διαφορετική σεξουαλικότητα. Το μήνυμα που εισέπραττα από άσχετα σχόλια που καταλάβαινα όμως ότι με αφορούν ήταν ότι ουαί κι αλίμονο σε όποιον τύχει κάτι τέτοιο.
Εγώ πάλι έκανα αλλεπάλληλες πλην όμως μάταιες προσπάθειες να ξεγελάσω τον εαυτό μου και οιμωγές τύπου «μα γιατί εγώ, γιατί να συμβεί σε μένα, θα μου περάσει, δεν μπορεί» κ.λπ. κι αφού βρέθηκα κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, καταστάλαξα εντέλει γύρω στα 18 μου ότι ναι, εκεί ανήκω και το αποδέχτηκα ήρεμα και ήσυχα. Χωρίς να κηρύξω κάποια επανάσταση, είπα στον εαυτό μου ότι ναι, αυτός είμαι, με αγαπάω γι’ αυτό που είμαι και σ’ όποιον αρέσω και τότε όλο το σκοτάδι που με περιέβαλλε ξαφνικά φωτίστηκε. Αν κάποιοι «χαλιούνταν», ας πήγαιναν να πνιγούν και δεν πα να ήταν η κοινωνία ολόκληρη!
Όχι πως λύθηκαν μεμιάς όλα τα προβλήματα, αλίμονο, όμως η συμφιλίωση που πέτυχα τότε με τον «άλλο» μου εαυτό ήταν καθοριστική για τη συνέχεια. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση συνέβαλαν και ένας-δυο άνθρωποι που είχα γνωρίσει και που μου έδωσαν να καταλάβω με τον τρόπο τους ότι ΟΚ, δεν τρέχει τίποτα, ακολούθησε την επιθυμία σου και θα τον βρεις τον δρόμο.
— Προέρχεσαι από μια εποχή και μια γενιά για την οποία παρότι έζησε την κοινωνική κατακραυγή, την καταπίεση, την περιθωριοποίηση και την ενοχή στον υπερθετικό πολλές φορές βαθμό, λέγεται ότι την έζησε παρά ταύτα τη ζωή της, τουλάχιστον οι πιο τολμηροί. Μιλώ για τις ερωτικές εμπειρίες που αναφέρεις στο βιβλίο.
Ναι, ισχύει αυτό και έχει τις εξηγήσεις του, ήταν αλλιώς οι καιροί, οι συνθήκες, οι άνθρωποι… Έπειτα ο έρωτας πάντα βρίσκει διεξόδους ακόμα και στις πιο αντίξοες καταστάσεις.
— Πόσο έχουν αλλάξει σήμερα αυτές οι καταστάσεις; Θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα «θεαματικά», ακόμα κι όσο αφορά τη δική μου νεότητα. Συμφωνείς;
Ναι και όχι. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος και το έχω πει. Ας μην κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε ότι επειδή η παρέα μας, ο κύκλος που επιλέξαμε και μας επέλεξε είναι άνθρωποι άνετοι και δεκτικοί στη διαφορετικότητα ισχύει το ίδιο και στην κοινωνία γενικότερα. Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει ακόμα πολλή προκατάληψη, πολύς συντηρητισμός και όχι μόνο στην επαρχία, ακόμα και στα προάστια της Αθήνας, στις γειτονιές. Για πήγαινε εκεί να δηλώσεις γκέι και να τους μιλήσεις για Pride, ορατότητα και γάμους ομοφυλοφίλων και θα δεις ότι ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα, τα ίδια μυαλά κουβαλάνε.
Ακόμα υπάρχει ωμή βία, το είδαμε και στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, ακόμα γίνεται μπούλινγκ στα σχολεία όπως αυτό που είχα κι εγώ υποστεί, ακόμα αυτοκτονούν νέα ΛΟΑΤΚΙ παιδιά που δεν αντέχουν την κατακραυγή όπως ο 15χρονος μαθητής Νικόλας Φιλίππου που αυτοκτόνησε το ’18 στην Αργυρούπολη. Μπορεί θεσμικά να γίνανε πρόοδοι, να έχουμε μια πιο θετική αντιμετώπιση μέχρι και στην τηλεόραση, όμως το στίγμα και οι διακρίσεις δεν απαλείφθηκαν.
Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο, πολλή δουλειά μπροστά μας και όχι μόνο στην Ελλάδα, ανάλογες καταστάσεις επικρατούν και σε χώρες του εξωτερικού που θεωρούνται πιο απελευθερωμένες αν πας λίγο παραέξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Συμβαίνουν έπειτα και πισωγυρίσματα, μια κοινωνία που ήταν πιο ανοικτή είκοσι χρόνια πριν μπορεί να έχει γίνει σήμερα πιο συντηρητική σε ένα υπολογίσιμο κομμάτι της.
— Έχει ξέρεις διατυπωθεί μια κριτική ότι κάποιες επιφανείς ΛΟΑΤΚΙ προσωπικότητες εκείνης της γενιάς που διέθεταν ευρεία επιρροή και απολάμβαναν υψηλό κοινωνικό στάτους δεν συνέβαλαν όσο θα μπορούσαν στο κινηματικό κομμάτι, ότι ορισμένοι δεν ήθελαν καν να αλλάξουν τα πράγματα.
Ότι δεν ήταν πιο μαχητικοί, πιο πολιτικοποιημένοι ας πούμε; Κοίτα, το ότι άνθρωποι όπως ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης ή ο Ταχτσής δήλωναν ξεκάθαρα τις ερωτικές τους προτιμήσεις, το ότι αυτό αντικατοπτριζόταν επίσης στο έργο τους, ήταν εξαιρετικά σημαντικό από μόνο του. Το ότι σήκωσαν μόνοι τους και οικειοθελώς ένα τέτοιο βάρος, το σέβομαι και το εκτιμώ απεριόριστα. Αυτά μπορούσαν στον καιρό τους, αυτά έκαναν και δεν ήταν λίγα.
Ήταν έπειτα άλλη γενιά, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Να έβγαιναν τώρα μπροστά ως ακτιβιστές, δεν είχαν τέτοια κουλτούρα κι έπειτα ήταν οι εποχές πολύ σκληρότερες. Ας θυμηθούμε μόνο πώς αντιμετώπισε η «Αυριανή» τον Χατζιδάκι και τον Τσαρούχη και πόσοι τόλμησαν τότε να τα βάλουν με τον Κουρή.
Οι νεότεροι που μπορούν να δείξουν το ίδιο θάρρος, ας το πάνε το πράγμα παραπέρα. Προσωπικά κατανοώ και σέβομαι ακόμα κι όσους δεν τολμούν ή δεν θέλουν να βγουν προς τα έξω, αρκεί φυσικά να μην περνούν στο άλλο άκρο.
— Είναι πάντα καλός οδηγός η επιθυμία;
Ο καλύτερος! Αν αρνηθείς να την ακολουθήσεις θα δυστυχήσεις γρήγορα κι αυτό ευτυχώς το κατάλαβα αρκετά νωρίς.
— Ακόμα κι αν μας «ρίξει στα βράχια»;
Ακόμα και τότε. Καλό είναι όμως να αναρωτηθούμε πρώτα, αξίζει πραγματικά να φτάσουμε μέχρι εκεί;
— Αλήθεια, με το αλκοόλ και την ηρωίνη πώς έμπλεξες έτσι;
Ούτε εγώ ξέρω να σου πω. Ίσως επειδή πήρα μερικά πράγματα πολύ αψήφιστα και δεν είχα και μέτρο, όπως δεν είχα και σωστή πληροφόρηση την οποία εάν διέθετα θα είχα αποφύγει πολλές ταλαιπωρίες και βασικά δεν θα έφτανα να εξαρτώμαι από την πρέζα. Αυτά ωστόσο δεν σχετίζονται με το κομμάτι της σεξουαλικότητας, ήταν στα πλαίσια άλλων πειραματισμών και αναζητήσεων.
Στην ηρωίνη παρασύρθηκα εξαιτίας της ζεστασιάς που ένιωθα ότι μου προσέφερε σε κάποια δύσκολη φάση που περνούσα. Είχα έπειτα την κλασική ψευδαίσθηση ότι σιγά, αποκλείεται εγώ να γίνω τζάνκι, μπορώ να το ελέγξω. Τίποτα φυσικά δεν μπορείς να ελέγξεις με τέτοιες ουσίες, ούτε το καταλαβαίνεις για πότε εθίζεσαι.
Κατάφερα, παρά ταύτα, και ξέκοψα μόνος μου κάποια στιγμή, δεν υποψιαζόμουν όμως ότι με περίμενε στη γωνία το αλκοόλ. Διότι ενώ το αλκοόλ πάντοτε υπήρχε σαν χόμπι, την πάτησα μαζί του όταν επιχείρησα να αντικαταστήσω μια εξάρτηση με μια άλλη που φαινόταν ηπιότερη, κάτι επίσης λάθος. Χρειάστηκε οπότε να κάνω άλλη μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να ξαναστήσω τον εαυτό μου από τα ερείπια κι αυτή τη φορά χρειάστηκε η βοήθεια του ΚΕΘΕΑ, δεν ήμουν βλέπεις πια τόσο νέος και δυνατός ώστε να το παλέψω και αυτό μόνος, χρειάστηκε να επιστρατεύσω μεγάλη ψυχική δύναμη. Τα γράφω όλα αυτά στο κεφάλαιο «Τα καθαρά μου γενέθλια».
— Το ότι κατάφερες εντέλει να «καθαρίσεις» κι από τα δύο δεν είναι και μικρό κατόρθωμα.
Αχρείαστο ας ήταν! Ναι, το καλοκαίρι συμπληρώνω 16 χρόνια αφότου έκλεισα τους λογαριασμούς μου και με το αλκοόλ. Ούτε μια μπίρα ή ένα ποτήρι κρασί δεν μου έχω επιτρέψει από τότε γιατί δεν θέλω να μπω στον πειρασμό να «ξανακυλήσω», ξέρω πως δεν είναι δύσκολο. Το εν λόγω «απαγορευτικό» ισχύει για όλες τις ουσίες, ακόμα κι ένα τσιγαριλίκι μπορεί να μισανοίξει ξανά μια πόρτα που θα προτιμούσα να παραμείνει ερμητικά κλειστή, αυτή των εξαρτήσεων, είτε ελαφριών είτε πιο βαριών. Σκοπός είναι να μπορώ να είμαι καλά χωρίς κανένα «υποβοήθημα» και στις χαρές και τις λύπες μου. Μόνο την νικοτίνη δεν έβγαλα από τη ζωή μου ακόμα, το έχω ωστόσο και αυτό σκοπό.
— Είχες ανθρώπους να σου σταθούν εκείνες τις στιγμές;
Είχα αλλά ξέρεις τι; Η απεξάρτηση είναι μια «μάχη» που ουσιαστικά τη δίνεις ολομόναχος, όσο κόσμο κι αν έχεις γύρω σου. Οι φίλοι ή οι συγγενείς το καλύτερο που μπορούν είναι να μην σε εκθέτουν έστω ακούσια σε «πειρασμούς» το πρώτο διάστημα, εκεί που παλεύεις να ξεκολλήσεις.
— Φαίνεσαι πάντως άνθρωπος που την έζησε τη ζωή του, και την ερωτική εννοώ.
Θα έλεγα ότι την έζησα αρκετά, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα μέτρο σε αυτό και τη ζω ακόμα όταν μπορώ. Δεν έχω «παραιτηθεί» από το σεξ επειδή μεγάλωσα, ούτε πιστεύω ότι η ερωτική επιθυμία έχει κάποια ημερομηνία λήξης που σχετίζεται με την ηλικία.
— Η προοπτική της μοναξιάς σε ανησυχεί καθόλου;
Τι εννοείς, αν θα μου λείψει που δεν θα έχω κάποιον άνθρωπο να γεράσουμε παρέα ή να μου φέρνει ένα ποτήρι νερό στο κρεβάτι του πόνου; Να σου πω την αλήθεια, όχι. Έκανα και μακροχρόνιες σχέσεις στο παρελθόν, όμως δεν ξέρω τελικά αν τις υπαγόρευε κάποια εσωτερική ανάγκη ή ένα είδος πίεσης από τον κοινωνικό μου περίγυρο στον οποίο «έπρεπε» να καταξιωθώ και σε αυτό το πεδίο.
Εντάξει, αυξάνεται σε όλους όσο μεγαλώνουμε ο φόβος της μοναξιάς, δεν νιώθω όμως κάποια ιδιαίτερη ανασφάλεια, ούτε μπορώ να σκεφτώ ή να προγραμματίσω το μέλλον. Αν αύριο προκύψει ένας καινούργιος έρωτας, καλοδεχούμενος, αν όχι, κανένα πρόβλημα.
Δεν είμαι επίσης καθόλου διατεθειμένος –ποτέ δεν ήμουν– να κάνω παραχωρήσεις προκειμένου να «στεριώσει» μια συμβατική σχέση, ούτε καν στο θέμα της αποκλειστικότητας. Αν μιλάμε λοιπόν για κάτι τέτοιο, καλύτερα να λείπει.
— Σε φαντάστηκες ποτέ να μεγαλώνεις ένα παιδί;
Ναι, θα με χαροποιούσε πολύ και ευχαρίστως θα το επιδίωκα αν είχα την οικονομική ευχέρεια και αν ήμουν και λίγο νεότερος ώστε να μπορώ να ανταποκριθώ καλύτερα στις ανάγκες του. Δεν βλέπω κιόλας καθόλου τον λόγο ένα ζευγάρι ανδρών ή γυναικών είτε και κάποιο ΛΟΑΤΚΙ άτομο μόνο του να μην μπορεί να αποκτήσει και να μεγαλώσει ένα ή περισσότερα παιδιά, είτε με παρένθετη μητέρα είτε με τεκνοθεσία. Αυτή είναι μια πραγματικά σπουδαία κατάκτηση. Θεωρώ δε ότι το να αναλάβεις να μεγαλώσεις ένα «ξένο» παιδί κι όχι απλώς να το φροντίσεις αλλά να το αγαπήσεις κιόλας είναι πιο σημαντικό από το να αποκτήσεις ένα δικό σου.
— Μετά το «Πρόσωπα και Σκιές» τι έχεις κατά νου;
Να αξιωθώ καταρχήν να πάρω μια βαθιά ανάσα από τις ταλαιπωρίες και τα προβλήματα γιατί είχαν μαζευτεί πολλά τον τελευταίο καιρό, με την υγεία μου και όχι μόνο. Αυτό να καταφέρω και μετά συζητάμε ό,τι θες.