Μικρός το δέμας, αλλά σπουδαίο μυαλό, ο Γκάρι Χόισινγκτον, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γκάρι Ιντιάνα, γεννήθηκε στο Νιου Χαμσάιρ. Ξεκίνησε σπουδές στο Μπέρκλεϊ, όμως τα παράτησε, και αφού έζησε για κάποια χρόνια στο Σαν Φρανσίσκο, εγκαταστάθηκε, μετά το 1978, στη Νέα Υόρκη.
To γνωστότερο συγγραφικό έργο του είναι η τριλογία πραγματικών εγκλημάτων Resentment, Three Month Fever: The Andrew Cunanan Story και Depraved Indifference, όπου εξιστορεί την κατάσταση «διεφθαρμένης αδιαφορίας» που χαρακτήριζε την αμερικανική κοινωνία στο τέλος της χιλιετίας. O κριτικός Christopher Glazek επινόησε τον όρο «αποπληθωριστικός ρεαλισμός» για να περιγράψει τη γραφή του Iντιάνα, ο οποίος συνέταξε και δύο κλασικά δοκίμια για την τέχνη των μέσων του 20ού αιώνα για το «Artforum» και το «Art in America». Μέσα στο 2023 επανεκδόθηκαν δύο σημαντικά μυθιστορήματά του με έντονο queer στοιχείο, το Rent Boy (1994) και το Do everything in the dark (2003).
Όμως δεν ήταν μόνο συγγραφέας. Σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε δώδεκα θεατρικά έργα που αρχικά παίχτηκαν σε underground στέκια του «Μεγάλου Μήλου» όπως το Mudd Club, το Club 57, το Performing Garage και η «Πίσω Αυλή» του Bill Rice Studio στην East 3rd. Έπαιξε και σε διάφορες πειραματικές, κυρίως, ταινίες όπως «Η αποπλάνηση του Πάτρικ», που συνέγραψε με τον σκηνοθέτη Μάικλ Όντερ (1979), και Ο Ντόριαν Γκρέι στον καθρέφτη του κίτρινου Τύπου της Ούλρικε Ότινγκερ (1984).
Στο μυθιστόρημά του Gone tomorrow μετέφερε μάλιστα τις εμπειρίες του από αυτά τα κινηματογραφικά γυρίσματα: «Δεν σπούδασα ποτέ υποκριτική και σίγουρα δεν είχα την τεχνική κατάρτιση ενός επαγγελματία ηθοποιού. Οι σκηνοθέτες με έπαιρναν στο κάστινγκ λόγω αυτού που ήμουν, όχι λόγω αυτού που θα μπορούσα να προσποιηθώ ότι είμαι», έλεγε.
Ο Ιντιάνα διακρινόταν για το κοφτερό πνεύμα, το σκοτεινό χιούμορ, την ανελέητη σάτιρα και τον αντιφατικό του χαρακτήρα. Ακόμα και όταν είχε την οικονομική δυνατότητα, δεν εγκατέλειψε ποτέ το μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Ιστ Βίλατζ όπου μοιραζόταν την ίδια τουαλέτα με όλους τους ενοίκους του ορόφου.
Σε ένα μεταγενέστερο έργο του, το Mrs. Watson's missing parts, τροποποίησε δραστικά μια θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του Οκτάβιου Μιρμπό «Ο κήπος των βασανιστηρίων», αντικαθιστώντας όλους τους διαλόγους με μια «σχεδόν ακατανόητη, γεμάτη αισχρότητες λιβιδική γλωσσολαλιά», ενώ το Horse Crazy (1989) ήταν ένα από τα πρώτα δυνατά μυθιστορήματα για την κρίση του AIDS, γραμμένο με ενσυναίσθηση, θυμό αλλά και χιούμορ. Ιστορία έγραψε και η viral στήλη κριτικής που κρατούσε στην εβδομαδιαία εφημερίδα Village Voice την περίοδο 1985-1988.
Από τις καλλιτεχνικές του δουλειές ιδιαίτερη μνεία αξίζει το βίντεο Stanley Park που συμμετείχε στη Whitney Biennale του 2014. Συνδυάζοντας πλάνα από μια πρώην φυλακή της Κούβας, το πανοπτικό Presidio Modelo και σκηνές από τις ταινίες Το άγγιγμα του Κακού και The Shanghai Gesture, το έργο συνδέει τις συνέπειες της παγκόσμιας περιβαλλοντικής υποβάθμισης με τις ολοένα πιο αυταρχικές κυβερνητικές πρακτικές.
Ως μεταφορά για την ασφυκτική κρατική επιτήρηση χρησιμοποίησε τη μέδουσα, «έναν οργανισμό χωρίς εγκέφαλο και με πλήθος δηλητηριώδη πλοκάμια που συλλέγουν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δεδομένα», έλεγε.
Η video art του Ιντιάνα περιλαμβάνει ακόμα τα έργα Soap (2004-2012), εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Francis Ponge, «Plutot la vie» (2005), ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνία του θεάματος και στη μαζική ύπνωση, και Unfinished Story (2004-2005), όπου καταγράφει αναγνώσεις και συζητήσεις μεταξύ του καλλιτέχνη και της φωτογράφου Λιν Ντέιβις.
Ο Ιντιάνα διακρινόταν για το κοφτερό πνεύμα, το σκοτεινό χιούμορ, την ανελέητη σάτιρα και τον αντιφατικό του χαρακτήρα. Ακόμα και όταν είχε την οικονομική δυνατότητα, δεν εγκατέλειψε ποτέ το μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Ιστ Βίλατζ όπου μοιραζόταν την ίδια τουαλέτα με όλους τους ενοίκους του ορόφου. Δεν έκανε τρομερές καταχρήσεις, όπως συνήθιζαν άλλοι στο σινάφι του, έπινε όμως πολύ. «Η στοργή είναι η θανάσιμη ασθένεια των μοναχικών ανθρώπων», ήταν μια διάσημη ρήση του, όντας και ο ίδιος κατά βάθος μοναχικός.
«Η Αμερική αγαπάει τους επιτυχημένους κοινωνιοπαθείς και θεωρεί φυσιολογικό να ονειρεύεται κανείς να γίνει κάτι τέτοιο», «Τίποτε δεν συμβαίνει τώρα ούτε και πρόκειται να συμβεί (σ.σ. στην πολιτική, την τέχνη κ.λπ.) γιατί το χρήμα έχει καταπιεί τα πάντα», «Οι ομοφυλόφιλοι κατατάσσονται ευρέως στην κατηγορία των παράνομων βρόμικων πραγμάτων, όπως τα ναρκωτικά, από τα οποία οι άνθρωποι πρέπει να προστατεύονται... δεδομένου ότι ο ομοφυλόφιλος αυθυποβάλλεται συνεχώς από τον κόσμο γύρω του ότι ο φυσικός του χώρος είναι ο υπόνομος είναι μοναδικά εξοπλισμένος για να ανακαλύψει τι πραγματικά ανήκει και τι όχι σε αυτόν τον υπόνομο», ήταν μερικά ακόμα αποφθέγματα αυτού του «ήρωα του underground», όπως τον αποκάλεσε στη νεκρολογία της η «Guardian».
«Ας είσαι ευλογημένος, τοξικέ νάνε!» ήταν το αγαπησιάρικο άρθρο-κατευόδιο που έγραψε o Άιρα Σίλβερμπεργκ, «ένα από τα πολλά αποξενωμένα φιλικά του πρόσωπα», στο ψηφιακό νεοϋορκέζικο περιοδικό Vulture.