Ο ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΙΡΑΝ και μεγαλωμένος στην Αμερική Σάιρους Σαμς ξέρει ήδη, από τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του, ότι η ζωή του δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να μοιάζει με των υπόλοιπων αγοριών: μεγαλωμένος με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που εξασφάλιζε η εργασία του πατέρα του σε πτηνοτροφείο και βιώνοντας από νωρίς τον ρατσισμό με κάθε τρόπο, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί ως ενδεχόμενο είναι ο θάνατος.
Όχι τόσο τον δικό του ως μια ιδανική λύση σε μια ζωή που τη στέγνωναν από αντοχές οι εξαρτήσεις αλλά των υπολοίπων «Μαρτύρων», οι οποίοι θεώρησαν ότι ένας ένδοξος θάνατος μπορεί να αξίζει περισσότερα από μια άχρωμη ζωή. Πρότυπά του η Ζαν ντ’ Αρκ στην ποιητική εκδοχή της Φαλκονέτι, η Αλεξανδρινή Υπατία, ο άγνωστος φοιτητής που στάθηκε όρθιος μπροστά από το τανκ στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, η σουφραζέτα Έμιλι Γουάιλντινγκ Ντέιβισον και ο Μπόμπι Σαντς, ο μαχητής του IRA που πέθανε κάνοντας απεργία πείνας στις φυλακές.
Σε καμία περίπτωση ο Σάιρους δεν αναφέρεται στους μάρτυρες της χώρας του, που δημιούργησαν ένα μαζικό πένθος βυθίζοντας σε θλίψη την Τεχεράνη με τις «οικογένειες που κάνουν πικνίκ στα νεκροταφεία των πεσόντων στη μάχη και με το κράτος να προσλαμβάνει ποιητές για να διαβάζουν στους τάφους τους». Μπορεί η ιρανική καταγωγή του να τον έκανε να υποστηρίζει με πάθος ότι είναι ποιητής –η μόνη ταυτότητα που του έχει απομείνει, αφού η φιλικοερωτική του σχέση με τον συγκάτοικό του, τον Πολωνοαιγύπτιο Ζέε, παρά την αγάπη που του προσφέρει, περισσότερα προβλήματα δημιουργεί πάρα λύνει–, αλλά η ζωή προτάσσει διαρκώς και αποκλειστικά το αντιποιητικό της μένος.
Στις 500 σελίδες του το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο το θέμα της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας αλλά και συνολικά την πρόσληψη της έννοιας του εξωτισμού από τη Δύση.
Αν όμως «η πραγματικότητα δαγκώνει» διαρκώς, όπως λέει η αγγλική έκφραση, ο Σάιρους μπορεί να την ανατρέψει με την ύψιστη ποιητική πράξη, που είναι ο θάνατος. Μπορεί να γίνει ο ίδιος μάρτυρας ή ακόμα καλύτερα να καταγράψει όλο το χρονικό των μαρτύρων, των Γνωστικών με αποστολή, όπως λέει, σε ένα μεγάλο ποίημα. Οι λέξεις είναι, άλλωστε, το μοναδικό του όπλο και η μεταφορική, αλληγορική πρόσληψη των πραγμάτων η μοναδική πραγματικότητά του.
Όλα αυτά συμβαίνουν στο άκρως ενδιαφέρον πρώτο πόνημα του επίσης ποιητή Κάβε Ακμπάρ, Μάρτυς!, που είναι μεταφρασμένο όμορφα από τη Μυρσίνη Γκανά (εκδόσεις Ίκαρος), απέσπασε θερμές κριτικές και τον ενέταξε στην εκλεκτή ομήγυρη των πιο πολυσυζητημένων ξένων μυθιστοριογράφων αυτήν τη στιγμή στην Αμερική (μόνο οι «New York Times» έχουν γράψει τρεις διαφορετικές κριτικές για το βιβλίο του, καθώς δεσπόζει επί εβδομάδες στη λίστα τους).
Η ζωή του επίσης ιρανικής καταγωγής διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα, που είχε δει τα ποιήματά του να δημοσιεύονται συχνά στο «New Yorker», αλλά πάλευε για χρόνια με τις εξαρτήσεις, βρισκόταν, όπως και του ήρωά του, του Σάιρους, διαρκώς στο «ενδιάμεσο», τόσο όσον αφορά τις Μεσοδυτικές Πολιτείες όπου κατοικούσε όσο και ως προς την καταγωγή και τη σεξουαλικότητά του, μια αμφιταλάντευση που τον έκανε να βρει καταφύγιο στις λέξεις, τις οποίες μεταχειρίζεται ως το βασικό μέσο για να στήσει ένα περίτεχνο, πολυφωνικό και πολυδιάστατο έργο.
Εκτός από την κυρίως τριτοπρόσωπη αφήγηση που πραγματεύεται το παράδοξο αυτό «μαρτυρολόγιο» του Σάιρους Σαμς ως διαρκή αναζήτηση ιδανικών γήινων μαρτύρων, τα επιμέρους κεφάλαια ξεδιπλώνουν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση όλων των προσώπων που τον απασχολούν: από τον πατέρα του Άλι Σαμς και τη μητέρα του Ρόγια Σαμς, η οποία σκοτώθηκε όταν το αμερικανικό καταδρομικό πλοίο Vincennes κατέρριψε το επιβατικό αεροπλάνο, όπου επέβαινε, πάνω από τα στενά του Ορμούζ στις 3 Ιουλίου του 1988, έως τον μαυροφορεμένο καβαλάρη-στρατιώτη στον πόλεμο και αδελφό της μητέρας του Αράς Σιραζί, που πρωταγωνιστούσε σε έναν πίνακα με τον τίτλο Ντουντούς – η λέξη σημαίνει αδελφός στα περσικά και θα παίξει καίριο ρόλο στην εξέλιξη του βιβλίου.
Εμβόλιμα στην αφήγηση παρεμβάλλονται φανταστικοί διάλογοι ετερόκλητων προσώπων, π.χ. μεταξύ της εικαστικού Ορκιντέ και του «Προέδρου-Προσβολή», όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ τα επιμέρους κεφάλαια «ανοίγουν» με πρωτότυπα ποιήματά του που μοιάζουν να είναι το έπος που γράφει ως το δικό του μαρτυρολόγιο.
Επίσης, στην αφήγηση παρατίθενται ως ιντερλούδια διάφορες, φαινομενικά άσχετες με το θέμα ιστορίες, όπως αυτή του Πέρση ποιητή Φερντόσι, γνωστού για το ιρανικό έπος Σαχναμέ που αποτελείται από 60.000 δίστιχα, το οποίο κατά κάποιον τρόπο συνομιλεί με τη φαντασίωση της συγγραφής ενός αντίστοιχου έπους για τους μάρτυρες, κάτι ανάλογο με τη φαντασίωση του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος για τους Αμερικανούς συγγραφείς. Η παραπομπή, σε κρίσιμη στιγμή του βιβλίου, στον Μέλβιλ και στο Μόμπι Ντικ, που στα μάτια του συγγραφέα πραγματεύεται με αντίστοιχα ποιητικό τρόπο την περιπλάνηση, το έπος και την αμφισεξουαλικότητα, λειτουργεί με αντίστοιχα διακειμενικό τρόπο.
Μοιραίο πρόσωπο στην αποκάλυψη που συναντάμε στο τέλος του βιβλίου, η Ορκιντέ, μια εννοιολογική, περσικής καταγωγής καλλιτέχνις, που ζει τις τελευταίες της μέρες ως ογκολογικός ασθενής σε τελευταίο στάδιο στο Μουσείο του Μπρούκλιν, μετατρέποντας τον εαυτό της, κατά τις εκδοχές της Αμπράμοβιτς, σε εικαστική εγκατάσταση και δίνοντας στον Σάιρους την αφορμή να την προσεγγίσει ως μια εκδοχή «γήινου» μάρτυρα, όπως την αποκαλεί. Η ιστορία της Ορκιντέ θα φέρει στην επιφάνεια ένα απροσδόκητο μυστικό αναφορικά με τη μητέρα του και την πραγματική οικογενειακή ιστορία, αφού η σχέση της με τη φίλη της, τη Λέιλα, δεν ήταν τόσο απλή όσο ο ίδιος θεωρούσε, ούτε αυτό που νόμιζε η ίδια.
Προφανώς, εκτός από τις λέξεις, στην εκτίλυξη της προφανούς κατανόησης της ταυτότητας υπεισέρχεται η απόλυτη δύναμη της σωματικότητας –το σώμα ως έκθεμα, το σεξ ως ιστορία–, κάνοντας τη μητέρα του στην πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση να ομολογήσει πως «εκεί βρίσκεται στο απόγειό της η πυκνότητα κατανόησης.
Ένας οξυδερκής εραστής μπορεί να διαβάσει μια Οδύσσεια σε μια πνιχτή κραυγή, ένα Σαχναμέ σε έναν αναστεναγμό». Ζώντας, άλλωστε, μέχρι την ενηλικίωσή της μια ασφυκτική ζωή στην Τεχεράνη, «ονειρευόταν λουλούδια, τεράστια κίτρινα και κόκκινα λουλούδια που φύτρωναν παντού, πάνω στους τοίχους των κτιρίων και στα μάτια κατσικιών». Είναι αυτή που έμαθε στον Σάιρους να διαβάζει αντίστροφα τα μηνύματα που προσφέρει η πραγματικότητα, πέρα από το προφανές, γνωρίζοντας ότι η ασχήμια συνορεύει απόλυτα με την ομορφιά και η ποίηση με την κυριολεξία.
Γι’ αυτό και στις 500 σελίδες του το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο το θέμα της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας αλλά και συνολικά την πρόσληψη της έννοιας του εξωτισμού από τη Δύση, θυμίζοντάς μας τη γνωστή φράση του Έντουαρντ Σαΐντ από τον Οριενταλισμό (μτφρ. Φώτης Τερζάκης, Νεφέλη), ότι «το πλέγμα της γνώσης και της εξουσίας που δημιουργεί τον “Ανατολίτη” και κατά μία έννοια τον εξαφανίζει ως ανθρώπινο ον δεν είναι ένα αποκλειστικά ακαδημαϊκό πρόβλημα. Είναι, ωστόσο, και διανοητικό πρόβλημα με μια πολύ προφανή σημασία». Ως τέτοιο το αντιμετωπίζει ο συγγραφέας Κάβε Ακμπάρ, μετατρέποντάς το σε μανιφέστο κατά του φασισμού, των παγιωμένων αντιλήψεων, των ανθρώπων που, σε αντίθεση με τον Σωκράτη, έχουν πάψει, όπως λέει, να θέτουν τα ερωτήματα.
Σε αντίθεση με τους ρατσιστές Δυτικούς και τους απολυταρχικούς μουλάδες, εκείνος προτιμά να αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα, συγκεντρώνοντας με φροντίδα τα θραύσματα των διαβασμάτων του σαν τα σπασμένα κομματάκια από τους καθρέφτες που βρήκαν θέση στα τζαμιά της Περσίας ως επένδυση στους τοίχους, ως ένας αντεστραμμένος καθρέφτης, κάνοντας «τις κατακερματισμένες ματιές στον εαυτό μας σχεδόν ιερές». Γι’ αυτό και μας παροτρύνει στο παράλληλο ποιητικό έργο για τους μάρτυρες που ανοίγει τα κεφάλαια του βιβλίου να τολμήσουμε να αντικαταστήσουμε την πραγματικότητα με τη φαντασία και τη λογική με τα όνειρα, διεκδικώντας την ανατροπή της προδιαγεγραμμένης μοίρας.
«Μοιάζει τόσο αμερικανικό να περιφρονείς τα όνειρα επειδή δεν είναι φτιαγμένα από αντικείμενα, από πράγματα που μπορείς να κρατήσεις και να καταλογογραφήσεις και μετά να βάλεις σε ένα θησαυροφυλάκιο», γράφει ο Σάιρους. «Τα όνειρα μας δίνουν φωνές, οράματα, ιδέες, θανάσιμους τρόμους, και εκλιπόντες αγαπημένους. Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο για ένα άτομο, ή λιγότερο για μια αυτοκρατορία».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.