Στις αρχές του 20ού αιώνα η πλειοψηφία των μοναχών στο Άγιο Όρος ήταν Ρώσοι. Το 1902 στα μοναστήρια του όρους μόναζαν περίπου 8.000 μοναχοί, από τους οποίους 3.615 ήταν Ρώσοι, 3.207 Έλληνες, 340 Βούλγαροι και οι υπόλοιποι Ρουμάνοι, Γεωργιανοί και Σέρβοι.
Για την τσαρική Ρωσία η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους είχε τεράστια πολιτική σημασία. Αυτό το ενδιαφέρον της εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους, όπως, για παράδειγμα, με την ίδρυση ρωσικού ταχυδρομικού γραφείου, που λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αλλά και οι Ρώσοι μοναχοί φαίνεται ότι διατηρούσαν ταχυδρομική υπηρεσία εντός της μοναστικής πολιτείας. Το αποδεικνύουν αυτό δύο σειρές ρωσικών γραμματοσήμων που κυκλοφόρησαν το 1909-1910 με την επισήμανση «Άγιο Όρος», η μία στα γαλλικά και η άλλη στα ρωσικά. Το γραμματόσημο δεν ήταν μόνο η απόδειξη της καταβολής ενός τέλους για την διακίνηση αλληλογραφίας αλλά «και σύμβολο και μήνυμα» για το ποιος ασκούσε τον πολιτικό και θεσμικό έλεγχο επί της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους.
Το γραμματόσημο επινοήθηκε από τις αγγλικές ταχυδρομικές αρχές το 1840. Λειτούργησε σαν ένα γραμμάτιο προπληρωμής της αποστολής αλληλογραφίας και δεμάτων και συνέβαλε στην εδραίωση του βρετανικού εμπορίου σε πλανητική κλίμακα.
Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Άγιο Όρος στις 15 Νοεμβρίου 1912. Αλλά το καθεστώς του Αγίου Όρους παρέμενε αβέβαιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1919, όταν η Συνθήκη του Νεϊγύ αναγνώρισε την ελληνική ιεραρχία επί της χερσονήσου του Άθω. Αυτό δεν είχε εμποδίσει όμως την ελληνική διοίκηση να ιδρύσει ελληνικό ταχυδρομείο στα τέλη του 1912 και να αποφασίσει την έκδοση ελληνικού γραμματοσήμου το 1916 με την επισήμανση «Ι. Κοινότης Αγ.Όρους».
Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης παρουσιάζει τις μεταβολές του ελληνικού εδάφους στη μακρά περίοδο 1830-1947 μέσα από την έκδοση γραμματοσήμων. Η μελέτη του «Σύνορα, Κυριαρχία, Γραμματόσημα» είναι, από την άποψη αυτή, πρωτότυπη και μοντέρνα. Δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή φιλοτελική βιβλιογραφία, καθώς το γραμματόσημο εξετάζεται εδώ ως σύμβολο κυριαρχίας και εδαφικών διεκδικήσεων αλλά και ως μέσο επικοινωνίας για την μετάδοση μηνύματος κυριαρχίας, συγκυριαρχίας, κατοχής και διεκδίκησης.
Το οπτικό-εικαστικό μέρος του γραμματοσήμου είναι, μάλιστα, πολύ σημαντικό για την αποτελεσματική μετάδοση του μηνύματος. Για παράδειγμα σε ένα από τα γραμματόσημα που εξέδωσε η Ελλάδα το 1927 με ελληνικά τοπία εικονίζεται η παραδοσιακή γυναικεία στολή της Αστυπάλαιας. Το γραμματόσημο υπενθύμιζε την διεκδίκηση των Δωδεκανήσων από την Ελλάδα αλλά και την διαμαρτυρία της χώρας για την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) η οποία κατοχύρωνε την κυριαρχία της Ιταλίας επί των Δωδεκανήσων.
«Το γραμματόσημο μπορεί να εκφράζει βούληση κυριαρχίας ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει κράτος ή ανεξάρτητα από τις πιθανότητες εδραίωσης κράτους» γράφει ο καθηγητής Τσιτσελίκης. «Ειδικά στην περίπτωση μεταβολής των συνόρων ή εδραίωσης νέας εξουσίας, το γραμματόσημο αποτελεί τον πρώτο εκφραστή της μεταβολής αυτής, τον αγγελιοφόρο της νέας κατάστασης».
Έτσι οι Έλληνες έσπευσαν, για παράδειγμα, να τυπώσουν γραμματόσημο με την επισήμανση «Ελληνική Διοίκησις» κατά την ολιγόμηνη ελληνική κατοχή εδάφους της νότιας Αλβανίας (22 Νοεμβρίου 1940-22 Απριλίου 1941). Το γραμματόσημο αυτό, που στο οπτικό-εικαστικό μέρος του κυριαρχούσε το έργο του Νικολάου Γύζη «Η Δόξα», μετέδιδε ένα μήνυμα αλυτρωτισμού καθώς και την διεκδίκηση της αλλαγής των ελληνοαλβανικών συνόρων, που όπως ξέρουμε δεν τελεσφόρησε κατά την διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων το 1946.
Την ίδια εποχή το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ, δηλαδή η «κυβέρνηση του βουνού» και, από την άλλη πλευρά ο ΕΔΕΣ, ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος, αποπειράθηκαν να εκδώσουν ή και τύπωσαν γραμματόσημα με την πρόθεση αυτά να λειτουργήσουν ως σύμβολα της δράσης τους και ως «προσπάθεια εδαφοποίησης της εξουσίας τους». Τόσο τα γραμματόσημα του ΕΑΜ όσο και του ΕΔΕΣ προσφέρουν «τον συμβολισμό του ηρωισμού και της γενναιότητας» αλλά έχουν πολλές διαφοροποιήσεις στη χρήση των οπτικών συμβόλων: οστά, σημαία, στίχοι του εθνικού ύμνου, ο βυζαντινός δικέφαλος αητός, βουνά (αφού εκεί διεξάγεται ο ένοπλος αγώνας) και φυσικά η χρήση της γλώσσας. Το ΕΑΜ χρησιμοποιεί την δημοτική, ο ΕΔΕΣ την καθαρεύουσα.
Το γραμματόσημο επινοήθηκε από τις αγγλικές ταχυδρομικές αρχές το 1840. Λειτούργησε σαν ένα γραμμάτιο προπληρωμής της αποστολής αλληλογραφίας και δεμάτων και συνέβαλε στην εδραίωση του βρετανικού εμπορίου σε πλανητική κλίμακα. Συνέβαλε επίσης στην αύξηση του όγκου των συναλλαγών καθώς το ταχυδρομικό τέλος το πλήρωνε ο αποστολέας και όχι ο παραλήπτης.
Τον βρετανικό νεωτερισμό υιοθέτησαν γρήγορα και τα άλλα κράτη. Η Βραζιλία του 1843, οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1847, η Γαλλία το 1849 και η Ελλάδα το 1861. Τα γραμματόσημα χρησιμοποιήθηκαν από τα κράτη για να προωθήσουν και την «αυθεντική» ονομασία τους. Έτσι η χρήση του ονόματος του ελληνικού κράτους εμφανίζεται στα γραμματόσημα ως εξής: «ΕΛΛ» κατά την περίοδο 1861-1886, μετά «ΕΛΛΑΣ» (1888-1924), κατόπιν «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (1924-1935», ύστερα και πάλι «ΕΛΛΑΣ» (1935-1966). Από το 1966 το όνομα της χώρα εμφανίζεται γραμμένο σε ελληνικό και λατινικό αλφάβητο: «ΕΛΛΑΣ-HELLAS» στο διάστημα 1966-1981 και «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ-HELLAS», από το 1982 μέχρι σήμερα.
Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι το γραμματόσημο ως Μέσο Επικοινωνίας έχει τη δύναμη «να μετατρέπει τη μοναδική ατομική εμπειρία του κάθε χρήστη, του αποστολέα, του αποδέκτη ή του φιλοτελιστή σε κοινή συλλογική εμπειρία όλων των χρηστών». Κι επειδή τα γραμματόσημα είναι σύμβολα εξουσίας ο χρήστης τους μπορεί να τα μισεί, να τα λατρεύει ή και να τα «κακοποιεί», να τα βανδαλίζει, να τα σκίζει, να τα περιφρονεί.
Οι Φινλανδοί, κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής στα τέλη του 19ου αιώνα κολλούσαν τα ρωσικά γραμματόσημα στη λάθος πλευρά του φακέλου. Το ίδιο έκαναν και οι Αμερικανοί που αντιτάσσονταν στον πόλεμο του Βιετνάμ: κολλούσαν τα γραμματόσημα των ΗΠΑ ανάποδα. Αλλά με «το να σαλιώνει κανείς ένα γραμματόσημο μπορεί να αποκτήσει την εμπειρία μιας ενδόμυχης οικειότητας με τα νέα σύμβολα και άρα με την ίδια τη νέα εξουσία» γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης. Έτσι το γραμματόσημο εκτός από σύμβολο και μέσο μπορεί να είναι και φορέας μνήμης. Και από την άποψη αυτή να θεωρηθεί μνημείο.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η νησίδα Σάσων, στα ανοιχτά του κόλπου της Αυλώνας, ανήκε στα Ιόνια Νησιά. Μετά την προσάρτηση των Επτανήσων, το 1864, η Ελλάδα δεν άσκησε κυριαρχικά δικαιώματα στο νησάκι. Μέχρι το 1947, οπότε η νησίδα Σάσων αποδόθηκε οριστικά στην Αλβανία, την διεκδικούσαν Ελλάδα, Ιταλία και Αλβανία. Μάλιστα το 1923 οι Ιταλοί ως εκδήλωση κυριαρχίας κυκλοφόρησαν γραμματόσημο από το τοπικό ταχυδρομείο με την επισήμανση Saseno, δηλαδή την ιταλική ονομασία του νησιού.