Πρόκειται για μία «μεγεθυντική βιογραφία», εξαιρετικά ευχάριστη, του Αλεξάντερ φον Xούμπολτ, του περίφημου Πρώσου ευρυμαθέστατου φυσιοδίφη, συγγραφέα και εξερευνητή. Η εύλογη διερώτηση είναι γιατί θα έπρεπε να είναι «μεγεθυντική» η βιογραφία ενός τόσο σημαντικού πανεπιστήμονα, που από τη φύση του, ως προσωπικότητα, υπερέβαινε το ανθρώπινο μέτρο και υπήρξε παγκόσμιο ίνδαλμα της εποχής του, η οποία ήταν ένας «χρυσός αιώνας» των φυσιογνωστικών επιστημών.
Μάλιστα, τότε, θεωρείτο ο δεύτερος γνωστότερος άνθρωπος στον κόσμο μετά τον Μέγα Ναπολέοντα. Το όνομα του έχει δοθεί σε περισσότερα από 300 φυτά, σε πάνω από 100 ζώα, σε πόλεις, ποτάμια, βουνοκορφές, κόλπους και καταρράκτες. Το ίδιο ισχύει και για ένα γιγάντιο καλαμάρι που κολυμπά στο περίφημο ψυχρό θαλάσσιο ρεύμα στα ανοιχτά του Περού και της Χιλής, το οποίο ρεύμα λέγεται κι αυτό Χούμπολτ.
Η απάντηση λοιπόν στο γιατί χρειάζεται μια μεγεθυντική βιογραφία του είναι ότι, κυρίως στον αγγλόφωνο κόσμο, ο Χούμπολτ –όπως και άλλοι σημαντικοί Γερμανοί επιστήμονες– περιήλθαν κατά κάποιο τρόπο σε αφάνεια, στην περίοδο μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Κι έτσι, με τη βιογραφία του, η Άντρεα Βουλφ στοχεύει σε μια επιδιόρθωση αυτής της παραδοξότητας.
Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολύ γρήγορα ότι η συγγραφέας ξέρει να καθοδηγήσει το βιβλίο της εκεί που οφείλει να πάει. Διότι ο Χούμπολτ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε στους Ευρωπαίους αναγνώστες των έργων του για τα δεινά του αποικιοκρατικού συνδρόμου ανωτερότητας, της δουλείας και της οικολογικής καταστροφής που επέφερε η κατάκτηση του Νέου Κόσμου και η αρπακτική λογική που πρυτάνευε σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
O Χούμπολτ πίστευε ότι η μάχη του ανθρώπου για ελευθερία ήταν τόσο διαρκής όσο και οι ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες στην επιφάνεια του ήλιου. Και για τον λόγο αυτό, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις και λύσεις σε πολλά πολιτικά ζητήματα, θα έπρεπε ο κόσμος να αντιγράψει τη φύση και τον ολιστικό τρόπο με τον οποίο είναι όλα διασυνδεδεμένα μεταξύ τους και ζουν αρμονικά.
Η Βουλφ έχει επίσης μία αξιοσημείωτη ικανότητα να τοποθετεί την πιο ενδιαφέρουσα αποκοπή από το έργο του Χούμπολτ ή την πιο παράδοξη περίσταση στην οποία εκείνος περιερχόταν, στο καταλληλότερο και πιο καίριο σημείο της αφήγησης της. Ενδιαφέρων είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στη μελαγχολία του, ως σημαντικό συστατικό του χαρακτήρα του.
Κυρίως όμως, εκείνο που φαντάζει πιο αινιγματικό απ’ όλα στην περίπτωσή του είναι η ανά πάσα στιγμή ετοιμότητά του να πάρει ένα ρίσκο θανάτου για να κατακτήσει ακόμα και μια μη απαραίτητη επιστημονική πληροφορία. Γιατί ο Χούμπολτ έζησε μετρώντας ό,τι επιδεχόταν μέτρηση. Κάτι που μάλλον ήταν μια τεράστια παρηγοριά για κείνον και για το λόγο αυτό κουβαλούσε σε όλες τις αποστολές του περί τα 62 όργανα μετρήσεων –κυρίως ιδιοκατασκευές και μικροεφευρέσεις– μεταξύ των οποίων και ένα κυανόμετρο για να μετρά πόσο μπλε ήταν το μπλε του ουρανού.
Όμως, χάρη σ’ αυτή την «αυταπαρνητική επιμονή» του με τις μετρήσεις, ο Χούμπολτ μετέβαλε ριζικά την επιστημονική αντίληψη δύο ολόκληρων επιστημονικών κλάδων, της Φυσικής Γεωγραφίας και της Μετεωρολογίας, και ταυτόχρονα συνεισέφερε, όσο κανείς άλλος στην εποχή του, με επιστημονικές γνώσεις και παρατηρήσεις στην Ηφαιστειολογία, στη Γεωλογία, στη Βοτανική και στη Ζωολογία τουλάχιστον.
Ωστόσο, το όνομά του δεν συνδέθηκε ποτέ με μία μεμονωμένη σπουδαία θεωρία ή ανακάλυψη, που όλοι θα την γνώριζαν και ως εκ τούτου θα αναγνώριζαν κι εκείνον διαμιάς – με τον τρόπο που αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, τον Δαρβίνο. Και για τον λόγο αυτό, ο Χούμπολτ παραμένει σχεδόν άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, σε τόπους σαν τον δικό μας, όπου οι φυσιογνωστικές επιστήμες δεν βρέθηκαν ποτέ στην αιχμή του δόρατος του ενδιαφέροντος των μελετητών και των αναγνωστών.
Στον Χούμπολτ αποδίδεται επίσης η σύλληψη της ιδέας ότι ο κόσμος αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα στον οποίο όλοι οι οργανισμοί –ζωικοί και φυτικοί, και φυσικά η ίδια η γη– είναι διασυνδεδεμένοι.
Ως άξιο τέκνο του διαφωτισμού αισθανόταν αηδία για την απανθρωπιά που ήταν η δουλεία. Ανάλογη αηδία αισθανόταν και για την αποικιοκρατική πλεονεξία και απληστία που οδηγούσε –ήδη από τότε– σε μία ανιχνεύσιμη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Κατά τα άλλα είχε κάποιες πολύ έντονες φιλίες με μία πλειάδα νεαρών ανδρών, αλλά θεωρείτο –και το επιβεβαίωνε ο ίδιος– ένας μοναχικός άνθρωπος, του οποίου η μόνη παρηγοριά ήταν η ομορφιά της φύσης.
Το σημαντικό πάντως στη βιογραφία της Βουλφ είναι ότι επικεντρώνει το ενδιαφέρον της (και πείθει τον αναγνώστη επ’ αυτού) στο ότι ο Χούμπολτ πάνω από όλα ήταν ένας οραματιστής, του οποίου το όραμα ήταν και ανθρωπιστικό και οικολογικό, προτού καν η λέξη οικολογία προταθεί για τη σημερινή χρήση της.
Ένα άλλο στοιχείο που κάνει το βιβλίο της Βουλφ εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι πρόκειται για μία βιογραφία που ανατρέχει κατά κανόνα σε γερμανικές ιστορικές πηγές. Και ως εκ τούτου, είναι πολύ πιο εμπλουτισμένη και αποκαλυπτική, τοποθετώντας πολλά πράγματα στη θέση τους σε σύγκριση με άλλες βιογραφίες για κείνον, που αντλούν πληροφορίες από τις αγγλόφωνες πηγές.
Ο Χούμπολτ γεννήθηκε στο Βερολίνο, το 1769. Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν εννέα ετών και μεγάλωσε με τη μάλλον απόμακρη συναισθηματικά μητέρα του, η οποία ήταν μία γυναίκα χωρίς φιλοδοξίες, που ευχόταν και έλπιζε για τον γιο της Αλεξάντερ να γίνει κάτι σαν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Κάτι που τελικά πέτυχε ο αδελφός του Βίλχελμ, ο οποίος έκανε επιτυχημένη καριέρα διπλωμάτη και με τον οποίο ο Αλεξάντερ ήταν πολύ συνδεδεμένος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο γιοι απουσίαζαν από την κηδεία της αδιάφορης-δεσποτικής μητέρας τους. Όπως επίσης και το ότι για τον Αλεξάντερ φον Χούμπολτ ο θάνατος της ήταν απελευθερωτικός, γιατί με την κληρονομιά που έλαβε μπορούσε πλέον να χρηματοδοτήσει τα εξερευνητικά του ταξίδια.
Οι πόροι του εκείνοι όμως εξαντλήθηκαν και έτσι έζησε την υπόλοιπη ζωή του, φτάνοντας 90 ετών, χάρη στην εύνοια και τη μέριμνα του Πρώσου βασιλιά.
Η μόνη γυναίκα για την οποία η Βουλφ αναφέρει ότι ο Χούμπολτ είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν η Κρίστιανε φον Χάεφτεν. Όμως, τίποτα δεν μαρτυρά ότι το ενδιαφέρον του για εκείνη ήταν ερωτικό. Αντίθετα, άλλοι βιογράφοι του υποστηρίζουν ότι ο σύζυγος της Ράινχαρτ φον Χάεφτεν υπήρξε ένας από τους εραστές του Χούμπολτ.
Ωστόσο, από όλους τους υποτιθέμενους έρωτες του –για τους οποίους η Βουλφ πιστεύει ότι ήταν μάλλον πλατωνικοί– σημαντικότερος ίσως να ήταν ο ψηλός, μελαχρινός και όμορφος Κάρλος ντε Μοντυφάρ, τον οποίο ο Χούμπολτ γνώρισε στην Κολομβία και τον προσκάλεσε να τον ακολουθήσει στην εξερεύνηση του όρους Τσιμποράζο (στη σημερινή επικράτεια του κράτους του Ισημερινού), κάτι το οποίο ο Μοντυφάρ δέχτηκε και έτσι ανέβηκαν μαζί στο μεγαλύτερο υψόμετρο στο οποίο είχε πατήσει μέχρι τότε άνθρωπος επί του συγκεκριμένου βουνού, που ήταν τα 5.500 μέτρα (περίπου 1.000 μέτρα πριν από την κορυφή).
Η Βουλφ συγκρίνει τη σημασία των δειγμάτων πετρωμάτων που ο Χούμπολτ συνέλεξε στο όρος Τσιμποράζο, με εκείνη των πετρωμάτων που έφεραν οι Αμερικανοί αστροναύτες από τη Σελήνη, το 1969.
Γενικότερα, σχετικά με την ομοφυλοφιλία του Χούμπολτ, το περιστατικό που θα την επιβεβαίωνε με τον πιο ασφαλή τρόπο θα ήταν ότι ο αδελφός του Βίλχελμ δεν ενέκρινε τον νεαρό συνοδό του, όταν ο Αλεξάντερ τον επισκέφθηκε στο Λονδίνο, όπου ο Βίλχελμ υπηρετούσε ως πρεσβευτής, και έτσι του αρνήθηκε την φιλοξενία του.
Ο Χούμπολτ κατά το διάστημα, μετά την πενταετή αποστολή του στη Λατινική Αμερική (1799-1804), κατά το οποίο παρέμεινε κυρίως στη Γερμανία, αφοσιώθηκε στην επιστήμη και την εκπαίδευση και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο άρχισε να δίνει μία σειρά από πολύ δημοφιλείς διαλέξεις. Οι εφημερίδες περιέγραφαν το κοινό του ως υπνωτισμένο από την ακαταμάχητη ικανότητά του να συνδέει με υπέροχο τρόπο τα όσα εκ προοιμίου έδειχναν να είναι απίθανο να συσχετιστούν.
Όταν ο Δαρβίνος επιβιβάστηκε, το 1831, στο «Βeagle» για την περίφημη αποστολή του στον Ειρηνικό, είχε μαζί του τους επτά τόμους του «Προσωπικού Αφηγήματος» του Χούμπολτ, του έργου δηλαδή που τον είχε εξαρχής κινητοποιήσει για να οργανώσει την ερευνητική του αποστολή. Σύμφωνα με αναφορές, το εν λόγω συγγραφικό πόνημα διάβαζε ο Δαρβίνος και λίγο πριν το θάνατό του, το 1882.
Η επίδραση του Χούμπολτ στο έργο του αποτελεί αντικείμενο ειδικής μελέτης της Βουλφ, η οποία συμπεριέλαβε στο κείμενό της διάφορα αποσπάσματα από τα γραπτά του Δαρβίνου, που είναι σαφές ότι αντηχούν θέσεις και συναισθήματα του μέντορά του. Με τον τρόπο αυτό η Βουλφ υπογραμμίζει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των δικών του εξερευνητικών αποστολών, ο Δαρβίνος «συνομιλούσε» σε διανοητικό επίπεδο με τον Χούμπολτ.
Όμως, δεν ήταν μόνο οι φυσιοδίφες που εμπνεύστηκαν από αυτόν. Ο Γκαίτε, για παράδειγμα, ο οποίος υπήρξε και προσωπικός φίλος του, θεωρείται ότι άντλησε έμπνευση για τον «Φάουστ» από τη συμπυκνωμένη επιστημονική γνώση που ο Χούμπολτ του πρόσφερε αφειδώς σε κάθε τους συνάντηση. Μεταξύ των Αμερικανών της εποχής του, επηρέασε τον ποιητή και δοκιμιογράφο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν και κυρίως τον Χένρι Ντέιβιντ Θορό που αξιοποίησε τη γνώση και τις θέσεις του Χούμπολτ για τη φύση, όταν έγραφε το περίφημο κείμενό του «Ουόλντεν» αποτραβηγμένος στην εξοχή.
O Χούμπολτ πίστευε ότι η μάχη του ανθρώπου για ελευθερία ήταν τόσο διαρκής όσο και οι ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες στην επιφάνεια του ήλιου. Και για τον λόγο αυτό, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις και λύσεις σε πολλά πολιτικά ζητήματα, θα έπρεπε ο κόσμος να αντιγράψει τη φύση και τον ολιστικό τρόπο με τον οποίο είναι όλα διασυνδεδεμένα μεταξύ τους και ζουν αρμονικά.
Ενόσω ζούσε, ο Χούμπολτ έζησε την αναγνώριση τού να θεωρείται ο πλέον αξιοσέβαστος εν ζωή άνδρας στον κόσμο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να λαμβάνει ένα συνεχώς αυξανόμενο φορτίο επιστολών από ανθρώπους που του έγραφαν από οποιοδήποτε σημείο της γης και για οτιδήποτε. Εκείνος ήθελε να απαντά σε όλα τα γράμματα που λάμβανε και ασχολείτο πράγματι με αυτά. Κάποια στιγμή όμως, όταν πια είχε μεγαλώσει και βαρύνει, ανακοίνωσε μέσω αγγελίας του στις εφημερίδες ότι δεν αντέχει πλέον να είναι συνεπής σε αυτό το καθήκον του και παρακαλούσε στον κόσμο να μην του γράφει πια.
Αλλά και το κοινό του είχε αρχίσει να παρουσιάζει κάποια σημάδια κόπωσης απέναντί του. Ο αστραφτερός Χούμπολτ είχε πια λυγίσει από το βάρος της ηλικίας του και από το βάρος των τιμών που του είχαν απονεμηθεί. Ο κόσμος σχεδόν παραμέριζε για να διαβεί εκείνος σκυφτός και σιωπηλός, ενώ, ακόμα και ο Μπαλζάκ αστειευόταν μερικές φορές για τις ακατάπαυστες ομιλίες του όποτε απευθυνόταν σε κοινό.
Το βιβλίο της Βουλφ πετυχαίνει μια αξιοθαύμαστη επανασύνδεση αυτής της σπουδαίας προσωπικότητας του 18ου αι με τον 21ο αι. Αποδίδει στον Χούμπολτ μια θέση που δικαιούται. Τον τοποθετεί στο «πάνθεον» που απαρτίζουν ο Δαρβίνος, ο Τζέιμς Κουκ, αλλά και οι τόσο σπουδαίες της εποχής μας Ρέιτσελ Κάρσον και Τζέιν Γκούντολ – δηλαδή, όλοι οι σπουδαίοι φυσιοδίφες και επιστήμονες που εκτέθηκαν στην περιπέτεια των εξερευνήσεων, προκειμένου να ανακαλύψουν κάτι που δεν ήξεραν ακριβώς τι είναι, ή αν υπάρχει, αλλά που το αποζητούσαν.
Αυτό από μόνο του είναι λόγος για να αγαπήσει κάποιος το βιβλίο της Βουλφ, παρά τις όποιες αδυναμίες του, που θα ήταν, ας πούμε, το ότι κατά σημεία η αφήγηση δεν παίρνει ανάσες λόγω της εξαντλητικής παράθεσης πληροφοριών για τον σπουδαίο ήρωα της, αλλά και η δική της ντροπαλότητα σε ότι αφορά τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του.
Όλα αυτά όμως παραβλέπονται, διότι, επί της ουσίας, το βιβλίο είναι έξυπνο, αποπνέει αισιοδοξία και πείθει ότι η έρευνα που προηγήθηκε για να γραφτεί είναι αυτή που θα έπρεπε να έχει γίνει. Κι επιπλέον, μεταφέρει στον αναγνώστη με την ίδια ορμή που θα το είχε κάνει ο ίδιος ο Χούμπολτ, ένα από καρδιάς συγκινητικό (και ως εκ τούτου ευπρόσδεκτο) αίτημα ευαισθητοποίησης της οικολογικής συνείδησής του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.