Η ΟΛΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ ΛΕΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
Το χρυσάφι
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μιά γαλάζια άμαξα
μέσ' στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε
δε θά 'χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ' απ' τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
Το βίντεο τραβήχτηκε με ένα κινητό, στο καφέ "Τσάι", από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Συγγνώμη για την φτωχή ποιότητα της εικόνας.
__________________
Έστω και με σπασμένα φτερά
Ένα ταπεινό κρεβάτι, στρωμένο, άδειο. Ένας καθρέφτης με φωτογραφίες: ο Κάφκα, ο Μπέκετ, ο Καρούζος, ο Καβάφης, ο Ντα Βίντσι. Το στενό γραφείο με ένα πρόχειρο λαμπατέρ και στοιβαγμένα βιβλία. Ο πίνακας της Περσάκη που θυμίζει Μιρό και δίπλα η προσωπογραφία του Υδραίου προγόνου. Πιο 'κεί, ένα αρκουδάκι και στο καλοριφέρ ο Γκάρφιλντ. Είναι η γκαρσονιέρα του τελευταίου των «μεγάλων». Του Μίλτου Σαχτούρη. Έτσι όπως την άφησε όταν αρρώστησε. Εδώ και δέκα μήνες βρίσκεται σε μια κλινική για ηλικιωμένους, κοντά στο σπίτι του, στην Κυψέλη. Εκεί έμαθε ότι τιμήθηκε στα 84 του με το Ειδικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το 2003. Εκεί τον επισκέπτονται οι φίλοι του. Όπως ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος που παρουσιάζει απόψε στις 5.30 στη Θεσσαλονίκη, σε παράλληλο πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, τον «Κληρονόμο Πουλιών». Το μοναδικό ποιητικό πορτρέτο του Σαχτούρη. Μια ταινία 52', βασισμένη σε άγνωστο οπτικό υλικό, με «ζωντανές» λήψεις του από το 1979 μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, που διάβασε ποιήματά του (Εκδ. Κέδρος), στη ραδιοφωνική εκπομπή του Μιχάλη Μήτρα. Από εκεί αρχίζει η ταινία. Και όσο προχωράει, ανεβάζει θερμοκρασία. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό ρέκβιεμ, σαν δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, όπου μιλούν για τον ποιητή ο μελετητής του Γιάννης Δάλλας, οι ποιητές Δημήτρης Κοσμόπουλος και Γιώργος Κακουλίδης και, για πρώτη φορά, ανοίγει μια χαραμάδα στην ιδιωτική του ζωή, με τη σύντροφό του, τη «ζωγραφίνα» Γιάννα Περσάκη και τον παιδικό του φίλο, τον νευρολόγο Θάνο Κωνσταντινίδη. Ο θεατής ακούει τον Σαχτούρη να λέει «αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα/ αυτά δε με αγγίζουν», και εισδύει σταδιακά στον κόσμο του. Εκεί όπου ο ήλιος είναι απελπισμένος, το φεγγάρι μαρμάρινο, οι κήποι ματωμένοι, το βιβλίο σπασμένο, η Παναγία τυφλή, τα ψάρια δαιμονισμένα και τα ήμερα πουλιά έχουν δόντια που μπορούν να σε κατασπαράξουν. Σ' αυτόν τον κόσμο, λέει ο Σαχτούρης, «... εγώ/ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω».
Ο Μίλτος Σαχτούρης δεν ήθελε να βγει στον φακό. Το 1979, όταν ο μακαρίτης Περικλής Αθανασόπουλος του είχε πάρει μια συνέντευξη για την EPT, το συνεργείο είχε ανέβει στο κρεβάτι του για να ρυθμίσει τον φωτισμό και ο ποιητής είχε πει «ποτέ πια στο γυαλί». Ώσπου ο Ξανθόπουλος τον έπεισε, είναι και ποιητής... Ο Σαχτούρης έχει μια φυσική άνεση, μια ζεστασιά και μια αμεσότητα που σε διαπερνάει. Ο φακός του Ξανθόπουλου τη «συνέλαβε» και την κράτησε στο μοντάζ. Τόσο στο πρώτο πορτρέτο του, με τίτλο «Ο τρελός λαγός» το 1992, όσο και στα γυρίσματα που έκανε το 2002, για τον «Κληρονόμο πουλιών». Ο Σαχτούρης σε κοιτάζει με βλέμμα αθώου παιδιού που ξέρει να μιλά με τρόπο σπαρακτικό. Έπειτα κουράζεται, μια αχτίδα πανικού διατρέχει το βλέμμα του, περνά το χέρι του στο πρόσωπο για να τη διώξει, «Ωωωχ!, δεν ξέρω αν τα είπα καλά - ήμουνα λίγο κουρασμένος...». Και ξαναρχίζει: «Μη φεύγεις θηρίο/(...)/ θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις...». Διακρίνουμε ένα χαλκαδάκι στο αυτί του. Το έβαλε στις αρχές του '90, και μ' αυτό παρέλαβε το παράσημο από τον Πρόεδρο Στεφανόπουλο. Δεν είναι τυχαίο, τελικά, ότι για τους νέους είναι «καλτ».
Στον «Τρελό λαγό» ο ποιητής αφηγείται τη ζωή του (παραλείποντας ωστόσο ότι υπήρξε συμφοιτητής του Ανδρέα Παπανδρέου και άρρωστος τζογαδόρος). Στον «Κληρονόμο πουλιών» παρουσιάζεται μέσα από τα ποιήματά του και τη ματιά άλλων. Οι δύο ταινίες (παραγωγή Παρασκήνιο) είναι συμπληρωματικές και θα άξιζε να προβληθούν η μία κοντά στην άλλη. Στον «... Λαγό» κυριαρχούσε η μορφή του Σαχτούρη και ακούγαμε τα ποιήματά του από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Τώρα τα διαβάζει ο ίδιος. Είναι μεθυστική η φωνή του. Έχει ένα παράπονο, ένα ερωτηματικό, έναν πικρό σαρκασμό στη χροιά της. Έχει μουσικότητα, κάποιες συλλαβές τις τραβάει, κάποια σύμφωνα ακούγονται υγρά, ο ρυθμός είναι γρήγορος. Οι ποιητές της γενιάς του διάβαζαν τους στίχους τους με έναν πομπώδη τρόπο που ξενίζει το σημερινό αυτί. Ο Σαχτούρης τραβά τον ακροατή μέσα στο ποίημα. «Πάντοτε ερχόντουσαν σ' απρόβλεπτες στιγμές τα ποιήματά μου», εξηγεί. Κι όταν άλλαξαν οι εποχές; «Για μένα δεν άλλαξε τίποτα. Το όραμά μου ήταν πάντοτε το ίδιο».
Αυτό το όραμα ανιχνεύει ο Ξανθόπουλος, ακολουθώντας τη «γραμμή Σαχτούρη», ο οποίος κλείνει την ταινία, λέγοντας: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν βοηθάει σε τίποτα η παρουσία του ποιητή στη λεγόμενη πνευματική αγορά. Το ίδιο το έργο του ποιητή είναι αυτό που θα μιλήσει. Και μάλιστα κάποτε ο Ντίλαν Τόμας, ένας ποιητής που σέβομαι βαθύτατα, σε ένα συμπόσιο διέκοψε τους ομιλητές και τρέχοντας στο παράθυρο, φώναξε: "Πάψτε, πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από εμάς"».
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ (από ΤΑ ΝΕΑ)
σχόλια