Κάθε άγγελος είναι τρομακτικός» έλεγε ο Ρίλκε και κάθε αστέρι φωτίζει ασχήμιες που τρομάζουν. Η ώρα του αγγέλου ή ώρα του αστεριού –όπως τιτλοφορείται το διαμαντένιο βιβλίο της Κλαρίσε Λισπέκτορ– είναι πάντα αναπόφευκτη και ορίζει αλλιώς το μέτρο των πραγμάτων. Λίγο πριν πεθάνει από καρκίνο στα 57 της χρόνια η Βραζιλιάνα συγγραφέας γράφει ένα κείμενο που διαβάζεται σαν τελευταία εξομολόγηση, και σίγουρα σαν μία από τις πιο πολύτιμες λογοτεχνικές διαθήκες στην Ιστορία. Βλέποντας τον άγγελο να πλησιάζει για να κόψει απότομα το νήμα της διαρκούς αναμέτρησης με τη γραφή και τη ζωή, η Λισπέκτορ καταθέτει ένα έργο μικρό σαν θησαυρό, άθικτο σαν διαμάντι, υπόγειο σαν ψίθυρο, τρομακτικό σαν υπόκωφη αλήθεια. Όταν γράφει την Ώρα του Αστεριού (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες σε φροντισμένη μετάφραση Μάριου Χατζηπροκοπίου) ή, μάλλον, όταν αυτό της φανερώνεται σχεδόν σαν αποκάλυψη, μοιάζει να συνομιλεί ταυτόχρονα με όλες τις φωνές: με αυτήν της εσωτερικής της συνείδησης, με το alter ego της, δηλαδή τον άντρα συγγραφέα που προσπαθεί να κατανοήσει την ηρωίδα της ως αφηγητής στο βιβλίο, με την έμπνευση, την ίδια της τη ζωή και το είναι που οδεύει προς τον θάνατο. Γράφει με κοφτές ανάσες ή με ανοικονόμητες εξάρσεις, σταματά, επιτίθεται με λέξεις, άλλοτε φοβάται και άλλοτε αποσύρεται στο εσωτερικό της ηρωίδας της σαν πληγωμένο ζώο που προσπαθεί να βρει παρηγοριά σε αυτή την ανυπεράσπιστη μικρούλα. Και, ευτυχώς, τη βρίσκει. Η ηρωίδα της με το όνομα Μακκαμπέα είναι ό,τι πιο εύθραυστο και ποιητικό έχει βγει μετά τον πρίγκιπα Μίσκιν, ένα ντοστογιεφσκικό ανυπεράσπιστο πλάσμα που πασχίζει να χωρέσει τον δικό του κόσμο των ονείρων και της καλοσύνης σε μια εποχή άκρατης κοινωνικής οδύνης.
Οι λέξεις της είναι απλές, οι διάλογοι απέριττοι και η ηρωίδα της αγγίζει τα όρια της διανοητικής ανυπαρξίας. Αλλά γι' αυτό ακριβώς είναι σπουδαία: γιατί όλοι όσοι συνυπάρχουν και σχετίζονται μαζί της μπροστά της φαντάζουν ανεπαρκείς και η ίδια λάμπει σαν το αστέρι που απλώς ψάχνει τη στιγμή του.
Εννοείται πως κανείς δεν την καταλαβαίνει, ούτε καν η ίδια τον εαυτό της. Αλλά εκείνη: «Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτε, ήξερε πως έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα και – ποιος οργάνωνε τη γη των ανθρώπων; Θα άξιζε οπωσδήποτε μια μέρα τον ουρανό των λοξών, εκεί που κανείς μόνο ζαβός μπαίνει». Ισχνή και αδιάφορη στα μάτια του κόσμου, η ορφανή Μακκαμπέα είναι «ένας κρύος καφές» που κανείς δεν θέλει να γευτεί ούτε κοιτάει. Παρά την απόρριψη όμως, δεν χάνει ποτέ την πίστη της: αυτή την οπλίζει με τη διαρκή κατάφαση απέναντι στις δυσκολίες και της χαρίζει μια δύναμη που δεν διαθέτουν όλοι οι άπληστοι και όμορφοι του κόσμου. Επιπλέον, είναι ισχυρή γιατί μπορεί να ονειρεύεται. Πηγαίνει μανιακά σινεμά, ακούει «ράδιο ρολόι» στο δωματιάκι που μοιράζεται με άλλες τέσσερις κοπέλες και κυρίως χαζεύει με τις ώρες τις διαφημίσεις που κόβει από παλιές εφημερίδες. Και το βασικότερο: νιώθει λαγνεία αφού δεν είναι παρά ένα σώμα, μια μονάδα που ξεχειλίζει από ορμητικότητα για ζωή, που απολαμβάνει αυτούσια, αν και παρθένα, κάθε μοριακή δυνατότητα που μπορούν να χαρίζουν οι αισθήσεις. Οσμίζεται και ρουφάει οτιδήποτε υπάρχει με το σώμα της ή βλέπει «όνειρα με σεξ, εκείνη που ήταν φαινομενικά ασεξουαλική», ίσως γιατί της έχει ρουφήξει το σώμα η ζωτικότητά της. Άλλωστε, τίποτα δεν γίνεται έξω από το ενσαρκωμένο πεδίο, αυτό που καθοδηγεί τη φλέβα της γραφής της Λισπέκτορ και που έκανε ακόμα και τα μήλα να αποκτούν σώμα στη ζωγραφική του Σεζάν, απαιτώντας να ζωντανέψουν. Στη Λισπέκτορ σώμα γίνεται η ίδια της η γραφή: άγριο, παθιασμένο, οριακό και ανελέητο όπως εκείνη: «Γράφω για το ισχνό ελάχιστο πλουμίζοντάς το με πορφύρα, στολίδια και λάμψη. Έτσι γράφει κανείς; Όχι, δεν είναι συσσωρεύοντας, μα ξεγυμνώνοντας. Τη γύμνια όμως τη φοβάμαι, γιατί είναι η τελευταία λέξη».
Σε αυτήν τη διαρκή μάχη, λοιπόν, ανάμεσα στη γραφή και το ασθενικό σώμα που είχε ήδη νικηθεί από τον καρκίνο και από μια πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο σπίτι της και την είχε αφήσει σχεδόν ανάπηρη, καταφανώς νικήτρια βγαίνει η Λισπέκτορ. Τη δύναμη που χάνει από το σώμα την επιστρέφει στα έγκατα της γραφής με μια αγριότητα που φυσάει ανάμεσα στις λέξεις εντάσεις ανυπέρβλητες οι οποίες υπερβαίνουν τα βιολογικά όρια. Οι λέξεις μοιάζουν, όπως λέει σε άλλα σημεία και η ίδια με κραυγές «γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή». Ή, όπως επισήμανε και η θεωρητικός Ελέν Σιξού στο επίμετρο που παρατίθεται στην έκδοση: «Το βιβλίο είναι γραμμένο από χέρι ασθενικό και παθιασμένο. Η Κλαρίσε είχε ήδη κατά κάποιον τρόπο πάψει να είναι δημιουργός, να είναι συγγραφέας. Είναι το τελευταίο κείμενο, εκείνο που έρχεται μετά. Μετά από όλα τα βιβλία. Μετά τον χρόνο. Μετά το εγώ. Ανήκει στην αιωνιότητα, σε εκείνο τον χρόνο πριν από το μετά από το εγώ, τον οποίο τίποτα δεν μπορεί να διακόψει. Στον χρόνο εκείνο, σε εκείνη τη μυστική και αιώνια ζωή, θραύσματα της οποίας είμαστε». Γι' αυτό και καμία σημασία δεν έχει αν τελικά η ηρωίδα της, Μακκαμπέα, σώζεται ή πεθαίνει στο τέλος, γιατί είναι ήδη συμβολικά σωσμένη – με τον ίδιο τρόπο που είναι και η συγγραφέας της. Ίσως τελικά αυτή η παραδοξότητα, που αποτυπώθηκε αυτούσια και στον τρόπο που η Λισπέκτορ αφιερώθηκε στη γραφή –δηλαδή γράφοντας ταυτόχρονα ως Ντοστογιέφσκι και ως Γουλφ, ως μια σκεπτική μοντερνίστρια που υποτάσσεται πλήρως στο μυστικιστικό και στο θείο–, να διατρέχει κάθε τρόπο ή στοιχείο της γραφής της. Απόδειξη ότι τα αφηγηματικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, παρ' ότι φανερώνουν υπερβατική πρόθεση, είναι τα πλέον λιτά που μπορούν να εμφανιστούν.
Οι λέξεις της είναι απλές, οι διάλογοι απέριττοι και η ηρωίδα της αγγίζει τα όρια της διανοητικής ανυπαρξίας. Αλλά γι' αυτό ακριβώς είναι σπουδαία: γιατί όλοι όσοι συνυπάρχουν και σχετίζονται μαζί της –ο υποτιθέμενος αγαπητικός Ολίμπικο, οι συνάδελφοί της, ο γιατρός, το αφεντικό της στη δουλειά, η χαρτορίχτρα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι με ταυτότητα– μπροστά της φαντάζουν ανεπαρκείς και η ίδια λάμπει σαν το αστέρι που απλώς ψάχνει τη στιγμή του. Καθώς, λοιπόν, τα πάντα αφήνονται στη δημιουργική τους ακροβασία, αυτό που μένει είναι η αναγκαιότητα της ελευθερίας που ήταν σύμφυτη με τον ατίθασο συγγραφικό χαρακτήρα της Λισπέκτορ. Όχι τυχαία η ίδια έδωσε τέλος σε έναν καλό γάμο γιατί δεν άντεξε την καταπίεση της επίφασης που επέβαλλε η ζωή του διπλωμάτη άνδρα της και από τα λαμπερά πάρτι προτίμησε, κυριολεκτικά μιλώντας, τις γιορτές και τα τελετουργικά της μαγείας. Σύμφωνα με το εργοβιογραφικό σημείωμα που παρατίθεται στην έκδοση, η «Σφίγγα του Ρίο ντε Ζανέιρο», όπως την είπαν αργότερα, που γεννήθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια της Ουκρανίας, έγραφε όχι για αναγνώστες που συχνάζουν σε πάρτι και επιζητούν τις ωραίες ή συναρπαστικές ιστορίες αλλά για όλους όσοι πασχίζουν να σώσουν κάτι, οτιδήποτε, από την ψυχή τους. Όπως γραφεί η ίδια στην προμετωπίδα του Κατά G.H. Πάθη, «το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί από ανθρώπους με ήδη διαμορφωμένη ψυχή. Και ανθρώπους που γνωρίζουν πως η προσέγγιση στο οτιδήποτε έρχεται σταδιακά και με αγωνία – και περιλαμβάνει τη διασταύρωση με το αντίθετο του πράγματος που προσεγγίζεται». Αυτή την ανίερη συμφιλίωση επιζητούσε προφανώς σε όλη της τη ζωή μέσα από μια τραγική μάχη που άφησε πολύτιμα δώρα στους αναγνώστες με ψυχή. Το σίγουρο είναι ότι για να τη διαβάσεις και να την απολαύσεις θα πρέπει να είσαι από αυτούς ή να αφεθείς, έστω για λίγο, στη γοητευτική της δύναμη που θα σε παρασέρνει, αφού θα έχεις αφήσει πίσω προ πολλού την τελευταία σελίδα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια