Αν αναλύσει κανείς ποιοτικά τις πωλήσεις των βιβλίων του 2022, μιας χρονιάς που συνολικά στην Ελλάδα ήταν αρκετά μεγαλύτερες σε σχέση με τα προηγούμενα δύο έτη, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά για τους νέους Έλληνες συγγραφείς.
Παρότι εκδίδεται ένας μεγάλος αριθμός από βιβλία, μεγαλύτερος ίσως από ποτέ, είναι πολύ δύσκολο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα (νεαρό αλλά και όχι τόσο νεαρό) να βρει εκδοτικό που θα επενδύσει σε αυτόν και να κυκλοφορήσει το βιβλίο του. Κι ακόμα και αν εκδώσει κάποιο νέο όνομα βιβλίο, είναι ακόμα πιο δύσκολο να φτάσει έστω και ως πληροφορία η κυκλοφορία του στο αναγνωστικό κοινό, και να πείσει τους αναγνώστες να το αγοράσουν.
Ζητήσαμε από ανθρώπους που ασχολούνται με το βιβλίο –και διαβάζουν πολύ‒ να επιλέξουν πέντε από τα βιβλία των νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων που θεωρούν ότι ξεχώρισαν από το 2010 μέχρι σήμερα και να απαντήσουν σε κάποιες ερωτήσεις που σκιαγραφούν την κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
— Ποιοι είναι οι κεντρικοί άξονες στους οποίους κινούνται οι νέοι Έλληνες συγγραφείς θεματολογικά; Ποια είναι η ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας; Πόσο διαφορετική είναι από της προηγούμενης φουρνιάς συγγραφέων;
«Δεν ξέρω αν μπορεί να μιλήσει κανείς για ενιαία ταυτότητα της ελληνικής λογοτεχνίας σήμερα γιατί, εκτός από το γεγονός ότι έχει μεταλλαχθεί η καταγωγική της βάση, που ήταν ανέκαθεν η ποίηση και το διήγημα, έχοντας πλέον στραφεί προς το μυθιστόρημα, οι Έλληνες συγγραφείς έχουν διαφορετικές απαρχές και κατευθύνσεις», λέει η Τίνα Μανδηλαρά, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός της LiFO.
«Επιπλέον, πάνε οι εποχές που οι ποιητές διαμόρφωναν “σχολές” ή παρέες γύρω από λογοτεχνικά περιοδικά και στέκια. Ακόμα και οι τολμηρές ιστορίες που έδειχναν να κατακτούν το κοινό τη δεκαετία του ’90 και του 2000, με αντιπροσωπευτικότερα δείγματα γραφής τον Ραπτόπουλο, τον Τατσόπουλο και τον Ξανθούλη, έχουν πια αντικατασταθεί από τα ιστορικά μυθιστορήματα ή από έργα που αναφέρονται ή εμπνέονται από αληθινά ιστορικά και προσωπικά γεγονότα.
Ωστόσο, για μένα τα καλά νέα είναι οι γυναίκες συγγραφείς, που μας έχουν χαρίσει τα πιο καινοφανή και απρόβλεπτα βιβλία της τελευταίας δεκαετίας. Τέλος ποντάρω όλα τα μου τα λεφτά στην Κύπρο, που αξιοποιεί με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο μυθοπλαστικά θέματα ταυτότητας και μνήμης μέσα από μυθιστορήματα που μιλάνε για τη μνήμη ή τις οριακές ανθρώπινες καταστάσεις μέσα από εξαιρετικές πένες όπως αυτές της Λουίζας Παπαλοΐζου ή του Σωφρόνη Σωφρονίου.
Πέρα από μια ευδιάκριτη έμφαση στις διάφορες όψεις της κοινωνικής ζωής, αστικής και επαρχιακής, δεν νομίζω πως υπάρχει πλέον μια καθαρά οριοθετημένη θεματολογία που να μας επιτρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένη λογοτεχνική ταυτότητα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
«Πέρα από μια ευδιάκριτη έμφαση στις διάφορες όψεις της κοινωνικής ζωής, αστικής και επαρχιακής, δεν νομίζω πως υπάρχει πλέον μια καθαρά οριοθετημένη θεματολογία που να μας επιτρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένη λογοτεχνική ταυτότητα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία» λέει ο Κώστας Σπαθαράκης, ιδρυτής και υπεύθυνος των εκδόσεων Αντίποδες.
«Όσο για την προηγούμενη “φουρνιά” ή “γενιά”, ή ό,τι άλλο χρησιμοποιούμε συνήθως για να δηλώσουμε αυτή την άτυπη συγγραφική επετηρίδα, φοβάμαι πως κάθε κρίση περί ομοιότητας και διαφοράς είναι αυθαίρετη, καθώς τα πράγματα ήταν και εκεί εξίσου αδιαμόρφωτα και ασαφή. Αν μπορούμε να πούμε κάτι με βεβαιότητα, είναι πως σήμερα υπάρχουν, έστω διάσπαρτοι και σχεδόν αφανείς, συγγραφείς που, ανεξάρτητα από τη θεματική, έχουν ως κύρια έγνοια τους το ύφος και τη μορφική συνοχή».
Την ίδια άποψη έχει και ο Νίκος Κουφάκης, συγγραφέας, ιδρυτής και επιμελητής των εκδόσεων Loggia. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ενιαία, συμπαγή συγγραφική ταυτότητα», λέει.
«Μπορούμε, ωστόσο, αν μιλάμε για την περασμένη δεκαετία, να εντοπίσουμε μια σημαντική στροφή. Ασφαλώς υπήρξαν οι “συγγραφείς της κρίσης”, αυτοί που προσέγγισαν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα, την οικονομική και υγειονομική κρίση των τελευταίων ετών. Αρκετοί συγγραφείς, όπως και παλιότερα, τώρα ίσως πιο συνειδητά και συστηματικά, έβαλαν μέσα στην πρόζα ή στην ποίησή τους τα ποικίλα γλωσσικά ιδιώματα, την ντοπιολαλιά, φαινόμενο που λειτουργεί παράλληλα με την άνοδο της λεγόμενης προσωπικής μαρτυρίας, της αυτο-αφήγησης και τα λεγόμενα ego documents.
Η ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή μάς έχει δώσει δείγματα της λεγόμενης οικοποιητικής γραφής. Τα ζητήματα φύλου και ταυτότητας φαίνεται να διατρέχουν όλο και πιο δυναμικά ολόκληρο το φάσμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Όλα αυτά, ενδεχομένως, συγκροτούν μια στροφή προς αυτήν τη θεματολογία. Αυτή είναι και η σημαντική διαφορά με τις προηγούμενες γενιές, οπότε το πρώτο μέλημα υπήρξε η φόρμα.
Όλα καλά, λοιπόν; Ναι και όχι. Η μέθεξη, αυτό που μας “συντρέχει” και μας “παρηγορεί” ως αναγνώστες είναι η ιστορία, το στόρι. Η φόρμα δεν είναι το παν, αλλά και κανείς δεν μπορεί να υπερβεί τη λογοτεχνική συνθήκη που λέει ότι το θέμα δεν είναι τι λες αλλά πώς το λες».
«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, μια κοινή θεματολογία των νέων Ελλήνων συγγραφέων, το αντίθετο. Βλέπω ότι οι νέοι συγγραφείς κινούνται και πειραματίζονται σε θεματολογία αλλά και σε είδη» προσθέτει ο Νίκος Γρηγοριάδης, διαχειριστής του λογοτεχνικού blog Proust & Kraken.
«Πια διαβάζουμε περισσότερα βιβλία που κινούνται στον χώρο του φανταστικού, του μυστηρίου, της δυστοπίας, του μεταφυσικού ή στις παρυφές αυτών των ειδών. Σχετικά με τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, θα έλεγα ότι είναι σίγουρα τα κλασικά, ο θάνατος, ο έρωτας, η οικογένεια, ενώ διαβάζουμε εξαιρετικά βιβλία με βάση τη μυθολογία αλλά και την επικαιρότητα, π.χ. τη θέση της γυναίκας στο σήμερα (εδώ έκανε δουλειά το κίνημα ΜeΤoo).
Διαβάζουμε επίσης βιβλία με θέματα παρμένα από την Ιστορία, αλλά με έναν εντελώς φρέσκο και διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει σε προηγούμενες δεκαετίες. Υπάρχει πλούτος, λοιπόν, αλλά και τόλμη από τους νέους Έλληνες συγγραφείς κι αυτό είναι απολύτως αισιόδοξο».
«Ο κοινός τόπος όλων των κειμένων των νέων συγγραφέων κάθε γενιάς είναι το πάθος και το πείσμα, η ορμή και ο αφορισμός» λέει ο Κώστας Αγοραστός, αρχισυντάκτης του Bookpress.gr.
«Οι νέοι Έλληνες συγγραφείς, σήμερα περισσότερο από ποτέ, μοιάζουν να κινούνται σαν μπάλες στο τραπέζι ενός μπιλιάρδου, σε τροχιές απρόβλεπτες. Ανάμεσα στην παρατήρηση και στην ενδοσκόπηση, δύο κυρίαρχες θέσεις συγγραφικής αφετηρίας, που δεν είναι οι μόνες, οι πρωτοεμφανιζόμενοι σήμερα συγγραφείς στέκονται κατά βάση από τη μεριά της παρατήρησης. Οι πληροφορίες κατακλύζουν όλους όσοι διαθέτουν ευαισθησία λίγο μεγαλύτερη από τον μέσο όρο κι έτσι όσοι νέοι και φιλόδοξοι συγγραφείς πέσουν στην παγίδα της απεικόνισης, της συμπερίληψης της μεγάλης εικόνας στο κείμενό τους, το αποτέλεσμα μοιάζει με τη θέα του ουρανού από φινιστρίνι υπερωκεάνιου.
Η ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας προκύπτει –ευτυχώς ή δυστυχώς– και από τη συνεισφορά των πιο γνωστών και καταξιωμένων συγγραφέων. Ένας θρυμματισμένος και ξανακολλημένος καθρέφτης, ο οποίος αντανακλά πολιτικές θέσεις, προσωπικά βιώματα, αφηγηματικές μεθόδους καλά “χωνεμένες”, μοναδικούς χαρακτήρες και ιστορίες φανταστικές».
«Η κύρια διαφορά των σημερινών λογοτεχνών από τις παλαιότερες φουρνιές είναι η “ορθότητα” των γραφομένων τους νομίζω» συνεχίζει ο Σπύρος Βαλτετσιώτης, ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Fata Libelli. «Εκτός από αυτό, η διαφορά με τις αμέσως προηγούμενες είναι η διαφορά που έχει η διάθεση ενός ανθρώπου όταν διασκεδάζει σε ένα πάρτι ένα βράδυ και όταν ξυπνάει την επομένη. Αυτό αποτυπώνεται και στα γραπτά».
«Μετά το ξεζούμισμα που έγινε στις δύσκολες συνθήκες της μετεμφυλιακής επαρχίας με τις ντοπιολαλιές και ήρωες με ονόματα ξεχασμένα από καιρό, ήρθαν ιστορίες σύγχρονες, ήρωες που αντιμετωπίζουν γνώριμες καταστάσεις και προβλήματα του σήμερα, γυναικείες φωνές που ακολουθούν συζητήσεις που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια, αγωνίες και κοινωνικοπολιτικά σχόλια αλλά και εμπνευσμένες δυστοπίες, λογοτεχνία του φανταστικού, αστυνομικά μυθιστορήματα και, φυσικά, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν ο έρωτας και ο θάνατος ως πυρήνες κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης» λέει η Ματίνα Αποστόλου, δημιουργός του bookstagram «Intellectual Thighs».
«Παρατηρώ στους νέους Έλληνες συγγραφείς (πρωτοεμφανιζόμενους ή μη), να είναι περισσότερο “εξωστρεφείς” από τις προηγούμενες γενιές και να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη πλοκή» συνεχίζει ο Άγης Αθανασιάδης ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Librofilo.
«Η θεματολογία ποικίλει από το autofiction (αυτομυθοπλασία), στη δυστοπία, στο αστυνομικό – νουάρ ή hard-boiled, στον ρεαλισμό. Η ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δεν είναι ευδιάκριτη, καθώς υπάρχουν πολλά είδη στα οποία αποπειρώνται οι νέοι συγγραφείς.
Υπάρχει μια ισχυρή τάση αποτύπωσης της οικονομικής κρίσης μέσα από προσωπικές ιστορίες αυτομυθοπλασίας αλλά ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί ως ρεύμα. Παραμένει ίδια όμως η δυσκολία έκφρασης, η ικανότητα αφήγησης και αποτύπωσης των συναισθημάτων – κάτι που έπασχε ανέκαθεν η ελληνική λογοτεχνία».
«Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των νέων Ελλήνων λογοτεχνών στρέφεται περισσότερο προς την τρέχουσα πραγματικότητα, όπως τη βιώνουν σε ένα περιβάλλον αστικής αποσύνθεσης, οικονομικής κρίσης, έκπτωσης των ιδεολογιών, κλιματικής αλλαγής, αλλά και κοσμοπολιτισμού, νέων αντιλήψεων, απελευθέρωσης της ταυτότητας φύλου και ελπίδας για το μέλλον» λέει ο Δημήτρης Ανανιάδης, ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Zatopek.
«Πέρα από αυτά τα έργα, γράφτηκαν βέβαια και σημαντικά βιβλία που κοιτάνε προς τα πίσω, αξιοποιώντας στοιχεία της παράδοσης και της ιστορίας σε μία πιο σύγχρονη υπαρξιακή ηθογραφία».
— Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο συγγραφέα να εκδώσει το βιβλίο του; Ζει κανείς από τους νέους συγγραφείς από τα βιβλία του και μόνο; Αυτό το γεγονός επηρεάζει την ποιότητα των βιβλίων;
«Όσο κι αν ακούγεται ως μια υπεκφυγή, θα σας πω ότι αν οι πρώτες ύλες του βιβλίου είναι καλές (ενδιαφέρουσα ιστορία, πολυδιάστατοι χαρακτήρες, με σωστή αφήγηση και καλά ελληνικά) και αν δουλευτεί με έναν επιμελητή που θα το φροντίσει και θα το αναδείξει, θα βρει τον δρόμο του προς την έκδοση», λέει ο Κώστας Αγοραστός.
«Αν ο συγγραφέας πιστεύει ότι έγραψε το απόλυτο μυθιστόρημα, δεν δέχεται καμία αλλαγή από επιμελητή ή διορθωτή και επείγεται να το εκδώσει το συντομότερο δυνατό, το πιθανότερο είναι να προχωρήσει στη “λύση” της αυτοέκδοσης, αλλά εκεί ξεκινάει η twilight zone και θα μου επιτρέψετε να μην πάω προς τα εκεί.
Σε σχέση με την ερώτηση για το αν ζει ένας νέος συγγραφέας από τα βιβλία του και μόνο η γρήγορη απάντηση θα ήταν “όχι”, η αλήθεια όμως είναι ότι “ναι, θα μπορούσε”. Μεταφραστές, επιμελητές, κειμενογράφοι, διορθωτές καθώς και οποιοδήποτε άλλο πόστο in house σε έναν εκδοτικό οίκο κρατάει όλους όσοι γράφουν κοντά στο αντικείμενο που αγαπούν, εξασφαλίζοντάς τους δύσκολα τα προς το ζην».
«Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο εύκολο να εκδοθεί κανείς όσο σήμερα» λέει ο Σταυρούλα Παπασπύρου, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός. «Έχουν πολλαπλασιαστεί οι εκδόσεις που πραγματοποιούνται με έξοδα ή με συμμετοχή στα έξοδα των ίδιων των συγγραφέων. Μέσα στην κρίση η τάση αυτή γιγαντώθηκε, εξασφαλίζοντας στους εκδοτικούς οίκους ρευστό που τους είναι απαραίτητο για την έκδοση των βιβλίων που έχουν επιλέξει οι ίδιοι.
Το κόστος για το τύπωμα ενός βιβλίου είναι μικρό. Εκείνο που κοστίζει είναι η διανομή του. Τα πληρωμένα βιβλία, όμως, δεν διακινούνται κανονικά, καθώς οι εκδότες έχουν εξασφαλίσει και το κέρδος τους μ’ αυτή την πρακτική, οπότε δεν μπαίνουν στον κόπο και τα έξοδα να τα τοποθετήσουν πανελλαδικά στα βιβλιοπωλεία. Δίνουν τα αντίτυπα στον συγγραφέα κι εκείνος οργανώνει εκδηλώσεις για να τα πουλήσει.
Ελάχιστοι συγγραφείς ‒είτε παλιοί είτε νέοι‒ είναι σε θέση να ζήσουν με τα πνευματικά δικαιώματα από τα βιβλία τους. Πολλές φορές δεν εισπράττουν τίποτα γιατί στα συμβόλαιά τους υπάρχει ο όρος ότι αμείβονται αφού πωληθούν τα πρώτα 1.000 αντίτυπα, και είναι λίγα τα βιβλία που ξεπερνούν αυτό το όριο. Αυτό δεν νομίζω ότι επηρεάζει την ποιότητα των βιβλίων. Ίσα ίσα, μπορεί να λειτουργεί απελευθερωτικά για τον συγγραφέα ώστε να πειραματιστεί, να τολμήσει, να γράψει πιο ελεύθερα».
«Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκδώσει ένας νέος συγγραφέας», προσθέτει ο Νίκος Γρηγοριάδης. «Το βιβλίο, θα ξαναπώ, είναι ένα πολιτιστικό προϊόν. Ο καθένας από μας, και ανάλογα με την ιδιότητά του, δίνει πιο πολλή σημασία στο επίθετο ή στο ουσιαστικό. Οι εκδοτικοί οίκοι θέλουν να πουλήσουν όσα πιο πολλά αντίτυπα γίνεται. Ως εκ τούτου, είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στους νέους συγγραφείς, αφού οι παλαιότεροι έχουν ήδη βρει το κοινό τους. Θα πρέπει το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα να είναι πραγματικά καλό και φυσικά να εκτιμηθεί ως τέτοιο.
Όχι, δεν ζει κανείς από τους νέους συγγραφείς από τα βιβλία του και μόνο, σε καμία περίπτωση. Μιλάμε για την Ελλάδα πάντα. Γιατί, αν είσαι στη Σουηδία π.χ. και ασχολείσαι με την αστυνομική λογοτεχνία, είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Τώρα, το αν αυτό επηρεάζει την ποιότητα των βιβλίων ή όχι θα σας έλεγα πως εξαρτάται από τον συγγραφέα. Αν ένας συγγραφέας αγαπά αυτό που κάνει και ακολουθεί το όραμά του, δεν θα σκεφτεί να κάνει το βιβλίο του πιο “πιασάρικο”. Είναι σαν να γράφει κανείς για τους άλλους ή για τον εαυτό του. Θέλω να πω ότι ναι μεν γράφει κάποιος για να διαβαστεί, αλλιώς το βιβλίο είναι σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο, ωστόσο ένας συγγραφέας υπηρετεί ένα συγκεκριμένο όραμα μέσα από το βιβλίο του και θα πρέπει να είναι πιστός στο όραμά του αυτό.
Βλέπουμε, για παράδειγμα, τελευταία βιβλία που γράφονται σαν σενάρια ταινίας ή σειράς, όπου είναι απολύτως εμφανές ότι ο απώτερος σκοπός του συγγραφέα είναι άλλος. Δεν το κατακρίνω. Είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι οι τέχνες πρέπει να συνομιλούν και να επηρεάζουν η μία την άλλη. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι το να γράφει κάποιος ένα μεταμφιεσμένο σενάριο, που το μόνο που του λείπει είναι οι σκηνοθετικές οδηγίες, υπάρχει μια κάποια απόσταση».
Αν ένας συγγραφέας αγαπά αυτό που κάνει και ακολουθεί το όραμά του, δεν θα σκεφτεί να κάνει το βιβλίο του πιο “πιασάρικο”. Είναι σαν να γράφει κανείς για τους άλλους ή για τον εαυτό του.
«Το να εκδώσεις το βιβλίο σου είναι πανεύκολο, καταφεύγοντας στην αυτο-έκδοση ή χρηματοδοτώντας την έκδοσή του σε έναν πρόθυμο εκδοτικό οίκο», λέει ο Νίκος Κουφάκης. «Το θέμα είναι αν η ψυχούλα σου αποζητά “τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε”.
Οι Αγγλοσάξονες, σαφείς πάντοτε, έχουν έναν εξαιρετικά εύγλωττο όρο γι’ αυτό το είδος των εκδόσεων που προανέφερα, “vanity press”, δηλαδή “εκδόσεις της ματαιοδοξίας”. Ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς έχουν ίσως τη δυνατότητα να ζήσουν από τη δουλειά τους ‒ δεν είμαι και σίγουρος. Είναι θέμα πρωτίστως μεγέθους. Ένας ισπανόφωνος συγγραφέας δυνητικά απευθύνεται σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια αναγνώστες, ένας ελληνόφωνος το πολύ σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες.
Ουσιαστικά δεν υπάρχουν συγγραφείς “αποκλειστικής απασχόλησης” και αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους που δεν έχουμε σημαντικά δείγματα ελληνικού μυθιστορήματος, καθώς κάτι τέτοιο προϋποθέτει άφθονο χρόνο για έρευνα και χρήματα για να επιβιώσεις».
«Αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη και θλιβερή αγορά της αυτοέκδοσης, δεν είναι καθόλου εύκολο», λέει ο Κώστας Σπαθαράκης. «Οι εκδότες σπάνια αναλαμβάνουν με ενθουσιασμό ένα ακόμη οικονομικά ασύμφορο σχέδιο, οι κριτικοί εύκολα προσπερνούν αδιάφοροι ένα καινούργιο όνομα και οι αναγνώστες δικαίως είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε κάτι που δεν τους θυμίζει τίποτα. Ακόμα και βιβλία που αναγνωρίζονται γενικά ως καλά και σημαντικά ή που η κυκλοφορία τους δεν περιορίζεται σε τριψήφια νούμερα δεν αποφέρουν στον συγγραφέα τους παρά ελάχιστα χρήματα.
Θεωρώ, λοιπόν, σχεδόν αδύνατο να ζήσει κανείς από τα συγγραφικά δικαιώματα, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας του. Το γεγονός αυτό ασφαλώς επηρεάζει πολύ αρνητικά την ποιότητα των βιβλίων: το πάθος και η ευγενής φιλοδοξία αρκούν στην αρχή, αλλά γρήγορα δίνουν τη θέση τους στην απογοήτευση, και οι ταλαντούχοι συγγραφείς αναζητούν άλλους τρόπους βιοπορισμού (από το σενάριο ως τη μετάφραση ή οτιδήποτε άλλο). Η λογοτεχνική δουλειά γίνεται πάρεργο αν δεν απωθείται μαζί με τις άλλες παροδικές νεανικές τρέλες».
«Πρόσφατα βρέθηκα στη Νορβηγία, όπου ο κορυφαίος συγγραφέας της χώρας, Γιον Φόσε, μου εκμυστηρεύτηκε ότι το υπουργείο Πολιτισμού και η κυβέρνηση χορηγούν τεράστια κονδύλια στους συγγραφείς, ενώ ο ίδιος μένει σε βασιλικό οίκημα που του έχει παραχωρήσει ο ίδιος ο βασιλιάς της Νορβηγίας!», λέει η Τίνα Μανδηλαρά.
«Εδώ οι νέοι συγγραφείς μας τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να πληρώσουν οι ίδιοι για να εκδώσουν το βιβλίο τους ή να αρκεστούν σε κάποια θλιβερή αυτοέκδοση που δεν θα φτάσει καν στα ράφια των βιβλιοπωλείων».
«Δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που γράφει για να γίνει πλούσιος ‒εκτός αν είναι συγγραφέας-life coach, οπότε κυριολεκτικά αυτό κάνει‒, όμως δεν πιστεύω πως αυτό εμποδίζει όσους θέλουν να γράψουν. Ίσα ίσα, δίνει και τον απαραίτητο ρομαντισμό στο εγχείρημα», λέει η Ματίνα Αποστόλου.
«Μόνος υπεύθυνος για την “ποιότητα”, λοιπόν, όπου με τον όρο “ποιότητα” προσωπικά εννοώ την εκδοτική ταυτότητα που θέλει να έχει κάθε εκδοτικός, είναι ο ίδιος ο εκδότης, που θα καθορίσει και το είδος των κειμένων που θα στηρίξει».
«Όπως κάθε εμπορικό είδος, ομοίως και το βιβλίο δεν ξεφεύγει από τους κανόνες του εμπορίου» συνεχίζει ο Δημήτρης Ανανιάδης. «Έτσι συμβαίνει ενίοτε η προώθηση συγκεκριμένων τίτλων να μην ανταποκρίνεται στη λογοτεχνική τους αξία, αλλά στις προσδοκίες των εκδοτών τους ότι θα είναι αρεστοί στο ευρύ κοινό. Συχνά βέβαια το “ευρύ κοινό” υποτιμάται και οι προσδοκίες αυτές δεν επιβεβαιώνονται.
Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ότι σπάνια η διαφημιστική προβολή ανταποκρίνεται στις πωλήσεις. Ενώ βιβλία που δεν το περίμενε κανείς ανεβαίνουν στις λίστες των ευπώλητων, στηριζόμενα από το καλύτερο διαφημιστικό μέσο, που δεν είναι άλλο βέβαια από τη θετική αξιολόγησή τους από σοβαρούς κριτικούς και την προώθηση από στόμα σε στόμα».
«Σήμερα υπάρχει υπερπληθωρισμός ιδιωτικών εκδόσεων. Αυτό σημαίνει ότι αρκετοί πληρώνουν την έκδοση των βιβλίων τους», προσθέτει ο Σπύρος Αθανασίου, ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Adagio II στη Ναύπακτο.
«Δύσκολα μια τέτοια έκδοση μπορεί να έχει αντίκρισμα πέρα από την τοπική αγορά. Επομένως είναι αναγκαία η προσφυγή σε εκδοτικούς οίκους. Εδώ το τοπίο μού είναι άγνωστο. Σίγουρα όμως ένας συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει από τα βιβλία του».
— Πιστεύετε ότι η προώθηση των βιβλίων είναι ανάλογη της λογοτεχνικής τους αξίας;
«Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, η προώθηση των βιβλίων δεν γίνεται με κριτήριο τη λογοτεχνική τους αξία αλλά τη δυνάμει εμπορική τους απήχηση», λέει η Σταυρούλα Παπασπύρου. «Αν ένας τίτλος, μόλις κυκλοφορήσει, κινείται ικανοποιητικά στην αγορά από μόνος του, έχει διαπιστωθεί πως μ’ ένα παραπάνω διαφημιστικό σπρώξιμο από τον εκδότη μπορεί να κινηθεί ακόμη καλύτερα. Βιβλίο που δεν “τραβάει” από μόνο του, δύσκολα επιβάλλεται».
«Το βιβλίο είναι ένα πολιτιστικό προϊόν. Πολιτιστικό μεν, προϊόν δε», προσθέτει ο Νίκος Γρηγοριάδης. «Αν, λοιπόν, εννοείτε την προώθηση από τους εκδοτικούς οίκους, κάθε οίκος, που είναι φυσικά και επιχείρηση, προωθεί τα βιβλία που θεωρεί ότι θα πουλήσουν περισσότερο. Αν, τώρα, η λογοτεχνική αξία συμπίπτει με την όποια προώθηση, είμαστε όλοι ευτυχείς ‒ και το έχουμε δει να συμβαίνει.
Έχουμε δει για παράδειγμα τηλεοπτικές διαφημίσεις και τρέιλερ για σπουδαία βιβλία. Αν, πάλι, εννοείτε την προώθηση από τους κρατικούς φορείς, όπου αδιαπραγμάτευτα η σημασία θα πρέπει να δίνεται αποκλειστικά και μόνο στη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως προώθηση, διαχρονικά».
Η βασική διαφημιστική εκστρατεία από τους εκδοτικούς οίκους, γίνεται πλέον μέσα από τις εφαρμογές των κινητών, με λίγα έως καθόλου λόγια και πολλές φωτογραφίες. Στις πλείστες των περιπτώσεων, βιβλία γίνονται γνωστά χωρίς να έχουν καμία λογοτεχνική αξία, ενώ αντίστοιχα βιβλία “εξαφανίζονται”.
«Υπάρχει μια “υπερ-προώθηση” μέσω τον κοινωνικών δικτύων και γίνεται πολλή κουβέντα, όπου καλλιεργούνται προσδοκίες στο κοινό, που συνήθως δεν εκπληρώνονται» λέει ο Άγης Αθανασιάδης. «Η βασική διαφημιστική εκστρατεία από τους εκδοτικούς οίκους, γίνεται πλέον μέσα από τις εφαρμογές των κινητών, με λίγα έως καθόλου λόγια και πολλές φωτογραφίες. Στις πλείστες των περιπτώσεων, βιβλία γίνονται γνωστά χωρίς να έχουν καμία λογοτεχνική αξία, ενώ αντίστοιχα βιβλία “εξαφανίζονται”».
«Η προώθηση του βιβλίου σε εμπορικό επίπεδο φαντάζομαι πως είναι ανάλογη της προσδοκώμενης εμπορικής απόδοσης», λέει η Ματίνα Αποστόλου. «Και από έναν άγνωστο συγγραφέα δεν αναμένονται πολλά, οπότε είναι δύσκολο να υποστηριχθεί. Συνήθως είναι οι μικρότεροι εκδοτικοί εκείνοι που θα επενδύσουν σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο.
Από την άλλη, ο χώρος του βιβλίου στην Ελλάδα είναι μικρός, οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχουν συμπάθειες και μη. Είναι πολύ πιο σύνηθες στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα να γράφονται κείμενα για συγγραφείς που έχουν αποδείξει την αξία ή την ικανότητά τους, όπως κι αν αυτή υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση.
Προσωπικά, δεν μπορώ να μιλήσω για λογοτεχνικές αξίες, πάντα θα καταλήγω σε υποκειμενικές προτιμήσεις, οπότε δεν μπορώ να κρίνω αν αυτό που προωθείται είναι ανάλογο της όποιας αξίας του».
«Εκ των πραγμάτων, αν η λογοτεχνική αξία μετριόταν με την προώθηση των εκδοτικών τους οίκων, πολλά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα οποία διαδόθηκαν και αναγνωρίστηκαν πολύ μετά την πρώτη τους έκδοση, θα χάνονταν», λέει ο Νίκος Κουφάκης.
«Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει. Τα σημαντικά έργα επιστρέφουν, παίρνοντας ένα είδος εκδίκησης από την εποχή που τα γέννησε και τα απέρριψε. Αντιστρόφως, βιβλία με εξαιρετική, εμπορικά, προώθηση θα διαβαστούν αρκετά, αλλά στο τέλος ίσως να μη μείνει ούτε ψιχουλάκι από τις σελίδες τους για τον αναγνώστη του μέλλοντος».
«Η προώθηση των βιβλίων είναι μια εμπορική πρακτική και δεν νομίζω ότι προϋποθέτει τη λογοτεχνική αξία», λέει ο Κώστας Σπαθαράκης. «Θέλω, πάντως, να πιστεύω πως όταν ένας εκδότης διαφημίζει με οποιονδήποτε μέσο ένα βιβλίο πιστεύει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σ’ αυτό.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που λείπει είναι ο επαρκής δημόσιος λόγος γύρω από το βιβλίο, οι κριτικές και οι διαμάχες, γενικά η οριοθέτηση των τάσεων, που θα επέτρεπε και στους νεότερους συγγραφείς να προσανατολιστούν καλύτερα στο πεδίο. Ζούμε, πάντως, σε μια εποχή που η αναγνωστική ανταπόκριση είναι το σοβαρότερο και πιο αξιόπιστο μέσο προώθησης, στον βαθμό βέβαια που ούτε κι αυτή είναι προϊόν του μάρκετινγκ».
— Τι σημαίνει πρακτικά ένα βραβείο λογοτεχνίας; Επηρεάζουν τα βραβεία τις πωλήσεις;
«Τα μόνα βραβεία που σημαίνουν κάτι πρακτικά για τον συγγραφέα, που δίνουν χρηματικό έπαθλο, είναι αυτά που απονέμει το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη και το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών», λέει ο Κώστας Αγοραστός. «Όλα τα υπόλοιπα, εκτός από την αγάπη και το κύρος του θεσμού που έχουν τα δημιουργήσει, ίσως να επηρεάσουν τις πωλήσεις για το επόμενο εξάμηνο, αλλά μετά από κει τίποτα».
«Τα βραβεία είναι μια τονωτική ένεση, όχι απλώς οικονομική, που δίνουν ενθάρρυνση στον συγγραφέα να συνεχίσει να γράφει, αλλά δεν νομίζω ότι επηρεάζουν τις πωλήσεις», προσθέτει η Σταυρούλα Παπασπύρου. «Τα λογοτεχνικά βραβεία στην Ελλάδα, και ειδικά τα κρατικά, δεν έχουν το κύρος που έχουν τα λογοτεχνικά βραβεία στο εξωτερικό ώστε να εκτινάσσονται οι πωλήσεις των βραβευμένων τίτλων. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, ισχύει: το από στόμα σε στόμα είναι η καλύτερη διαφήμιση».
Ο Νίκος Γρηγοριάδης έχει διαφορετική άποψη. «Ένα βραβείο λογοτεχνίας είναι μια αναγνώριση από μια επιτροπή ότι ένα βιβλίο ξεχωρίζει από κάποια άλλα για κάποιους συγκεκριμένους λόγους», λέει. «Αν κάποια βιβλία αγνοήθηκαν από τους αναγνώστες και ξεχώρισαν από την επιτροπή του όποιου βραβείου, οι διακρίσεις μόνο καλό κάνουν. Φυσικά και επηρεάζουν τις πωλήσεις.
Ένας βραβευμένος με Νobel ή Booker συγγραφέας που έχει μεταφραστεί στη χώρα μας θα διαβαστεί πολύ περισσότερο ακριβώς λόγω των βραβείων αυτών. Δεν το συζητάμε καν για τη χώρα τους, όπου οι πωλήσεις εκτοξεύονται. Αλλά και στη χώρα μας τα βραβεία βοηθάνε το βιβλίο».
Τα λογοτεχνικά βραβεία στην Ελλάδα, και ειδικά τα κρατικά, δεν έχουν το κύρος που έχουν τα λογοτεχνικά βραβεία στο εξωτερικό ώστε να εκτινάσσονται οι πωλήσεις των βραβευμένων τίτλων. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, ισχύει: το από στόμα σε στόμα είναι η καλύτερη διαφήμιση.
«Πιστεύω πως οι συστηματικοί αναγνώστες είναι περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στα βραβεία, κάποιοι ίσως έχουν συγκεκριμένα λογοτεχνικά βραβεία που εμπιστεύονται (τα Booker είναι τα δικά μου αγαπημένα)», λέει η Ματίνα Αποστόλου. «Για εκείνους όμως που περνούν χρόνο ψάχνοντας στο βιβλιοπωλείο την επόμενη αγορά τους, ένα βραβευμένο βιβλίο έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι των άλλων τίτλων που μπορεί να μην έχουν δει ή ακούσει ξανά».
«Ένα βραβείο που έρχεται σε ώριμη ηλικία είναι ένα είδος αναγνώρισης», προσθέτει ο Νίκος Κουφάκης. «Σε κάνει να λες στον εαυτό σου “κάτι καλό έχω κάνει μάλλον”. Φυσικά, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να σου περάσει από το μυαλό και κάτι σαν “είμαι ασυναγώνιστος στο PR”. Σε νεαρότερη ηλικία ένα βραβείο μπορεί να σου δώσει φτερά αλλά και να σε τσακίσει. Είναι θέμα χαρακτήρα αν μπορείς να το διαχειριστείς ψύχραιμα: Σαν να βρίσκεις τυχαία στον δρόμο ένα χρυσό νόμισμα και να σκεφτείς ότι αυτό είναι η εξαίρεση όχι ο κανόνας.
Ένα βραβείο, αναφορικά με τις πωλήσεις, βοηθά πάντοτε, είναι ένα εργαλείο που μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις να αξιοποιηθεί δυναμικά από τους ανθρώπους που ασχολούνται με την προώθηση και τις πωλήσεις του εκδοτικού οίκου».
«Ένα βραβείο σημαίνει κυρίως ότι ο βραβευόμενος έχει την αίσθηση πως κάποιος ασχολήθηκε με το έργο του, το διάβασε με προσοχή, το συνέκρινε με άλλα και το ξεχώρισε ανάμεσα στην πληθωρική παραγωγή», λέει ο Κώστας Σπαθαράκης.
«Σημαίνει επίσης ότι ο Τύπος θα ασχοληθεί με το βιβλίο και θα γίνει λίγη φασαρία γύρω από το όνομα του συγγραφέα. Όμως όλα αυτά είναι πολύ εφήμερα και σίγουρα δεν έχουν άμεση ανταπόκριση στο βιβλιοπωλείο. Η δική μου εμπειρία δείχνει ότι οι αναγνώστες κατά κανόνα δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα βραβεία, για να μην πω ότι συχνά έχουν αρνητική αντίδραση».
«Τα βραβεία τα αντιλαμβάνομαι ως κάποιου είδους γιορτές του βιβλίου» λέει ο Δημήτρης Ανανιάδης. «Άσχετα με το επίπεδο των βραβευμένων έργων, φέρνουν τη λογοτεχνία στο προσκήνιο, στις συζητήσεις των ανθρώπων, στα μέσα ενημέρωσης.
Πάντως, τα βραβεία δεν είναι όλα τα ίδια. Κάποια αναζητούν τον νέο τόνο της ελληνικής λογοτεχνίας, κάποια προάγουν έργα με τυποποιημένο ύφος. Ωστόσο, πρόκειται πάντα για βιβλία, ως εκδηλώσεις τις θεωρώ θετικές. Επιπλέον, τα βραβεία επηρεάζουν σαφώς το κοινό, που μερικές φορές ανακαλύπτει ενδιαφέρουσες φωνές που δεν είχε προσέξει».
«Όταν είχε τύχει να συμμετάσχω ως μέλος στην Επιτροπή των Κρατικών Βραβείων, λέγαμε ότι κάνουμε τεράστιο κακό που βραβεύουμε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς γιατί υπάρχει ο κίνδυνος η ασφάλεια που τους δίνει το βραβείο να ενισχύσει απλώς τη νεανική παραφορά και να τους κάνει να επαναπαυτούν σε αυτή την πρώτη, καλή υποδοχή, χωρίς αντίστοιχα δυναμική συνέχεια», λέει ο Τίνα Μανδηλαρά.
«Δυστυχώς, το σενάριο το έχω δει να επαληθεύεται, αν και πιστεύω πως είναι καλό, πάντα για τους νέους συγγραφείς, να ενισχύονται με κάποιο βραβείο από τη στιγμή που απουσιάζει εντελώς η πολιτική στήριξη στους συγγραφείς και στους ανθρώπους του βιβλίου».
Η πρώτη σημαντική λογοτεχνική στιγμή Ελλήνων συγγραφέων που εμφανίστηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα (με τυχαία σειρά)
Για τη δημιουργία της λίστας με τα 45 βιβλία συμμετείχαν η συντακτική ομάδα της LiFO (Μιχάλης Μιχαήλ, M.Hulot, Αλέξανδρος Διακοσάββας, Τίνα Μανδηλαρά, Σταυρούλα Παπασπύρου, Γιάννης Πανταζόπουλος, Νίκος Ευσταθίου, Ζωή Παρασίδη) και οι Σπύρος Αθανασίου (βιβλιοπωλείου Adagio II, Ναύπακτος), Άγης Αθανασιάδης (Librofilo, Κουκάκι), Δημήτρης Ανανιάδης (Zatopek, Καλλιθέα), Σπύρος Βαλτετσιώτης (Fata Libelli), Σπύρος Ξένος (Λεμόνι, Θησείο), Κώστας Σπαθαράκης (εκδόσεις Αντίποδες), Μικέλα Χαρτουλάρη, βιβλιοκριτικός-δημοσιογράφος της ΕΦ.ΣΥΝ., Νίκος Γρηγοριάδης δικηγόρος και δημιουργός του blog Proust & Kraken, Ματίνα Αποστόλου, δημιουργός του bookstagram «Intellectual Thighs, ο Κώστας Αγοραστός, αρχισυντάκτης του Bookpress.gr, ο Νίκος Κουφάκης, συγγραφέας, ιδρυτής και επιμελητής των εκδόσεων Loggia, τα βιβλιοπωλεία Πολιτεία και Κομπραί.
• Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γκιακ, Αντίποδες 2014/Πατάκης, 2020
• Μιχάλης Μαλανδράκης, Patriot, Πόλις, 2019
• Μιχάλης Αλμπάτης, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, Νήσος, 2022
• Χάρης Καλαϊτζίδης, Πολεμική μηχανή, Εστία, 2022
• Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Χάθηκε βελόνι, Μεταίχμιο, 2021
• Μιχάλης Γενάρης, Πρίγκιπες και δολοφόνοι, Ίνδικτος, 2010
• Ούρσουλα Φωσκόλου, Το Κήτος, Κίχλη, 2016
• Γιάννης Παλαβός, Αστείο, Νεφέλη, 2012
• Χρήστος Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, Πόλις, 2012
• Γιάννης Αστερής, Νουθεσία ημιόνου, Ίνδικτος, 2013
• Σωφρόνης Σωφρονίου, Αργός Σίδηρος, Αντίποδες, 2017
• Αντώνης Νικολής, Διονυσία, Το Ροδακιό, 2012
• Βίβιαν Στεργίου, Μπλε Υγρό, Πόλις, 2017
• Σπύρος Βγενής, Η εποχή του ταράνδου, Αντίποδες, 2022
• Χρήστος Αστερίου, Θεραπεία των αναμνήσεων, Πόλις, 2019
• Μαρία Φακίνου, Κλίμακα Μπόγκαρτ, Αντίποδες, 2022
• Βαγγέλης Γιαννίσης, Το Μίσος, Διόπτρα, 2018
• Δημήτρης Καρακίτσος, Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολιβιέ, Ποταμός, 2017
• Κώστας Περούλης, Αυτόματα, Αντίποδες, 2015
• Γιάννης Τσίρμπας, Η Βικτώρια δεν υπάρχει, Νεφέλη, 2013
• Χρίστος Κυθρεώτης, Εκεί που ζούμε, Πατάκης, 2019
• Λουίζα Παπαλοΐζου, Το Βουνί, Το Ροδακιό, 2020
• Φοίβος Οικονομίδης, Βορράς, Εστία, 2020
• Νίκος Α. Μάντης, Άγρια Ακρόπολη, Καστανιώτης, 2013
• Βίκυ Τσελεπίδου, Ελενίτ, Νεφέλη, 2014
• Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Κίχλη 2013/Μεταίχμιο, 2020
• Πάνος Τσίρος, Δεν είναι έτσι, Μικρή Άρκτος, 2013
• Νίκος Βεργέτης, Χόλι Μάουντεν, Κέλευθος, 2017
• Ερωφίλη Κόκκαλη, Λόλα Καραμπόλα, Έρμα, 2022
• Κώστας Βραχνός, Πρώτα ο θεός, Νεφέλη, 2017
• Μαρία Γιαγιάννου, R.I.F. - Ο θάνατος στο φέισμπουκ, Στερέωμα, 2022
• Ανδρέας Νικολακόπουλος, Σάλτος, Ίκαρος, 2022
• Μάνος Ραγιάδης, Αγόρι, Bibliotheque, 2019
• Μαρία Μανωλέλη, Μέσα Πέτρα, 2020
• Κάλλια Παπαδάκη, Δενδρίτες, Πόλις, 2015Ζ
• Χρήστος Χρηστίδης, Γυμνός, Εντευκτήριο, 2016
• Δημήτρης Τανούδης, Σπασμός, Νεφέλη, 2011
• Γιώργος Μητάς, Ιστορίες του Χαλ, Κίχλη, 2011
• Μάκης Μαλαφέκας, Δε λες κουβέντα, Μελάνι, 2018
• Αλεξάνδρα Κ*, Πώς φιλιούνται οι αχινοί, Πατάκης, 2017
• Ελισάβετ Χρονοπούλου, Φοράει κοστούμι, Πόλις, 2013
• Ευτυχία Γιαννάκη, Στο πίσω κάθισμα, Ίκαρος, 2016
• Λευτέρης Καλοσπύρος, Η μοναδική οικογένεια, Πόλις, 2013
• Σοφία Νικολαΐδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο, 2012
• Βασιλική Πέτσα, Μόνο το αρνί, Πόλις, 2015
• Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά, Κέδρος, 2022
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.