Η συγγραφέας δεν επέλεξε τυχαία αυτή την ιστορική περίοδο, καθώς τότε ήταν που στον Δυτικό κόσμο η ανδρική ομοφυλοφιλία, από αμαρτία και διαστροφή, όπως θεωρούνταν μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, άρχισε πια να παθολογικοποιείται υπό το φως τόσο της κλασικής ιατρικής όσο και της ανάπτυξης νέων επιστημονικών κλάδων όπως η σεξολογία, η ψυχολογία, η ψυχιατρική αλλά και η βιολογία:
«Η ιατρική επιστήμη αναδείχθηκε ως η κατεξοχήν αρμόδια να εξετάσει και να ρυθμίσει ζητήματα που άπτονται όχι μόνο της ψυχοσωματικής υγείας του πληθυσμού αλλά και της ηθικής του συγκρότησης». Η νέα αυτή «αυθεντία» επρόκειτο πλέον να αποφαίνεται για την υγεία/κανονικότητα ή για τη νόσο/ανωμαλία της γενετήσιας ζωής των ανθρώπων, καθώς έγραφε ο Φουκό.
Στο πλαίσιο αυτό η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίστηκε αρχικά –και επί μακρόν– ως αμφιβόλου ιάσεως ασθένεια, για να φτάσει κάποια στιγμή να παρουσιάζεται ως αυτό ακριβώς που πρέσβευε ήδη από τις απαρχές του το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα: μια ακόμη ανθρώπινη δυνατότητα. Την εισαγωγή μάλιστα του πονήματός της πλαισιώνει απόσπασμα από το Μανιφέστο του ΑΚΟΕ (1977), ενώ τα συμπεράσματα του τέλους απόσπασμα από το ποίημα του Καβάφη «Η αρχή των».
Η μεγάλη τομή στην κατανόηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας τον 19ο αιώνα που συνιστά η εμφάνιση της ψυχανάλυσης, η αποτύπωση των ομοφυλόφιλων στον ιατρικό λόγο, η ταύτιση της ομοφυλοφιλίας με τη θηλυπρέπεια και την παθητικότητα είναι ανάμεσα στις κύριες θεματικές που θίγει το παρόν πόνημα, το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του οποίου εστιάζει στον ιατρικό λόγο περί ανδρικής ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα την ίδια εποχή.
Η ανάπτυξη ενός επιστημονικού λόγου για την ομοφυλοφιλία και γενικότερα για τη σεξουαλικότητα συνδέθηκε μάλιστα με την ανάπτυξη ενός πρώιμου κινήματος για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως στη Γερμανία.
Συμβαίνει τότε στην Ευρώπη «μια εκδοτική έκρηξη συγγραμμάτων για τις αποκαλούμενες σεξουαλικές διαστροφές, με κεντρική αυτή της ομοφυλοφιλίας». Εκδίδονται περιοδικά, συγκαλούνται επιστημονικά συνέδρια, δοκιμάζονται επίσης διάφορες θεραπευτικές μέθοδοι, ορισμένες ανατριχιαστικά ακραίες, όπως η μεταμόσχευση όρχεων, μολονότι μάλιστα όλες οι προτεινόμενες «θεραπείες» γρήγορα αποδείχθηκαν ανεδαφικές.
Ο Π.Ο.Υ. αφαίρεσε οριστικά την ομοφυλοφιλία από τον κατάλογο των ασθενειών το 1990 (είχε προηγηθεί ο Αμερικανικός Σύνδεσμος Ψυχιατρικής-APA το 1973) και πολλές χώρες πλέον απαγορεύουν αυτές τις «θεραπείες». Εξακολουθούν, εντούτοις, να υπάρχουν ακόμα και σήμερα επιτήδειοι που αναζητούν εύκολα θύματα.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου αναπτύσσονται, διαβάζουμε, δύο τάσεις: η εκσυγχρονιστική, η οποία αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία ως έκφραση της φυσικής ποικιλότητας της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, και η κατεστημένη, που εξακολουθεί να τη θεωρεί διαστροφή και ασθένεια, όχι πια βάσει θρησκευτικών προκαταλήψεων αλλά βάσει επιστημονικών θεωριών που ήταν τότε «του συρμού», όπως η ευγονική.
Ακόμα, όμως, και εκπρόσωποι της δεύτερης τάσης τάσσονταν υπέρ της αποποινικοποίησής της, ακριβώς επειδή θεωρούνταν πάθηση – η ομοφυλοφιλία στην Ευρώπη στους νεότερους χρόνους άρχισε να διώκεται ποινικά μετά τον 17ο αιώνα και σε κάποιες χώρες παρέμεινε παράνομη μέχρι και τη δεκαετία του 1990.
Ανάμεσα στα έργα-σταθμούς για τη μελέτη της ανάδειξης της «κατηγορίας» του ομοφυλόφιλου (όρος που καθιερώνει ο Μαρία Κέρτμπενι το 1868) και του ρόλου της σεξολογίας στην εξέλιξη αυτή ξεχωρίζουν οι περίφημες «Τρεις Μελέτες για τη Σεξουαλική Θεωρία» του Σίγκμουντ Φρόιντ (1905) που αποδίδει την ομοφυλοφιλία στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και στην καθήλωση σε πρώιμα στάδια της σεξουαλικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να την κολάζει, όπως και ο α’ τόμος της «Ιστορίας της Σεξουαλικότητας» του Μισέλ Φουκό (1976), ο οποίος «παρά τις κριτικές που έχει δεχτεί, εξακολουθεί να εμπνέει και να προβληματίζει».
Μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες αναφορές είναι αυτές στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (20 π.Χ.-45μ.Χ.), τον πρώτο που συσχετίζει τη βιβλική ιστορία των Σοδόμων με την ομοφυλοφιλία, στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ που θεσπίζει τους πρώτους αυστηρούς νόμους κατά της «σοδομίας» και στον Θωμά Ακινάτη που την ονομάζει «το πλέον έσχατο και απεχθές αμάρτημα» μετά την κτηνοβασία, στην Ιερά Εξέταση που μεταξύ άλλων θανάτωσε στην πυρά και «σοδομίτες», καθώς επίσης στην ανάπτυξη μιας πρώιμης ομοφυλόφιλης υποκουλτούρας στο γύρισμα του 18ου αιώνα σε Παρίσι, Λονδίνο και Άμστερνταμ.
Ηθικολόγοι της εποχής σε Μ. Βρετανία και Γαλλία διαπιστώνουν με δέος «μεγάλη εξάπλωση της σοδομίας πέρα από τις τάξεις των ευγενών και των διανοούμενων, στους οποίους κατά παράδοση αποδιδόταν η έλξη για το φύλο τους», η οποία αποδίδεται εν πολλοίς στην αστυφιλία, στη δε Γαλλία ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί «η ανάπτυξη (ομοερωτικών) σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων».
«Σημείο καμπής» στην εξέλιξη της επιστήμης της σεξολογίας αποτέλεσε η «μεταφορά» της έδρας της από την Ευρώπη, και ειδικότερα τη Γερμανία, στις ΗΠΑ μετά την άνοδο του Μουσολίνι και του Χίτλερ στην εξουσία – ήδη τον Μάιο του ’33 ναζί και παρακρατικοί καταστρέφουν το πρωτοποριακό Ινστιτούτο Σεξολογίας του Χίρσφελντ στο Βερολίνο, καίνε ό,τι έντυπα βρίσκουν εκεί και αρχίζουν συστηματικές διώξεις κατά της ακμάζουσας ομοφυλόφιλης κοινότητας της πόλης.
Δεκάδες χιλιάδες «ανώμαλοι» καταλήγουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με ένα ροζ τρίγωνο στο πέτο – ελάχιστοι θα επιστρέψουν. Μάλιστα, η αντιομοφυλόφιλη νομοθεσία του Κάιζερ και των Εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία καταργήθηκε και τυπικά μόλις το 1994! Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο ποινικός κολασμός ακόμα και «αμαρτωλών» σκέψεων ή προθέσεων δεν ήταν εφεύρημα των ναζί αλλά της Συνόδου του Τριδέντου (1545-7).
Η μεγάλη τομή στην κατανόηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας τον 19ο αιώνα που συνιστά η εμφάνιση της ψυχανάλυσης, η αποτύπωση των ομοφυλόφιλων στον ιατρικό λόγο, η ταύτιση της ομοφυλοφιλίας με τη θηλυπρέπεια και την παθητικότητα είναι ανάμεσα στις κύριες θεματικές που θίγει το παρόν πόνημα, το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του οποίου εστιάζει στον ιατρικό λόγο περί ανδρικής ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα την ίδια εποχή. Ο οποίος, όπως ειπώθηκε, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος ακόμα και σε επίπεδο μεταφράσεων ξένων επιστημονικών έργων μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εξόν από κάποιες σποραδικές αναφορές σε ιατροδικαστικά εγχειρίδια και εκλαϊκευμένα βιβλία και άρθρα περί της γενετήσιας ζωής, του γάμου και της ανατροφής των παιδιών – ήδη μάλιστα από τότε μνημονευόταν η ανάγκη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Οι μόνες πηγές που έχουμε σχετικά προέρχονται από τον μέγα «λαογράφο του περιθωρίου» Ηλία Πετρόπουλο, από το έργο του Καβάφη, που όμως έζησε στην Αλεξάνδρεια, και από κάποιες αναφορές των ποιητών Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και Μήτσου Παπανικολάου στον Μεσοπόλεμο πλέον.
Γεγονός είναι ότι η ομοφυλοφιλία και οι λοιπές σεξουαλικές «διαστροφές» ταυτίστηκαν από νωρίς με τον εκφυλισμό, ο οποίος «δεν απειλεί μόνο άτομα αλλά έθνη και κοινωνίες ολόκληρες, απειλώντας τα με αφανισμό… τω δε εκφυλισμώ των ατόμων παρακολουθεί μοιραίος ο της φυλής και η έκπτωσις αυτής», γράφει το 1911 ο νευρολόγος-ψυχίατρος Σιμωνίδης Βλαβιανός, στο πνεύμα του πολιτικού και συγγραφέα Άγγελου Βλάχου που πρώτος εισήγαγε τον όρο στην Ελλάδα.
Ο δε Μιχαήλ Γιαννίρης, υποδιευθυντής του Δρομοκαΐτειου, θέτει ήδη από το 1903 ως «επιτακτική ανάγκη» τον έλεγχο και τη ρύθμιση της γενετήσιας ζωής του πληθυσμού προς αποφυγή των διαφόρων «εκφυλιστικών εκδηλώσεων».
Ο γενικός όρος που απαντάται στα συγγράμματα του 19ου αιώνα για την ανδρική ομοφυλοφιλία είναι αυτός της παιδεραστίας. «Ως τέτοια νοείται η παρά φύσιν ασέλγεια, ενεργούμενη υπό ανδρός σε παίδα άρρενα, ή και εν γένει μεταξύ ανδρών», ενώ με τον όρο σοδομισμός εννοούνται «οι παρά φύσιν ασέλγειαν πράξεις χωρίς διακρίσεως του φύλου».
Ειδικά ο όρος «παιδεραστία» προβληματίζει ιδιαίτερα επιστήμονες και διανοητές της εποχής, αφού παραπέμπει στην αρχαία Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επίσημο περί αυτής εθνικό αφήγημα, γίνονται δε προσπάθειες ανασκευής της κατηγορίας περί της προέλευσης της παιδεραστίας από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Τόσο η «παρά φύσιν ασέλγεια», που θα επιβιώσει ως νομικός όρος μέχρι τις μέρες μας, όσο και η σοδομία διώκονται ποινικά, «με τον ιατροδικαστή να είναι αυτός που εξετάζει και αποφαίνεται για το αληθές μιας τέτοιας καταγγελίας», κάτι που όμως στην πράξη φαίνεται να παρουσιάζει, όπως αναμενόταν, αρκετές δυσκολίες. Προς τούτο συνίσταται να συνυπολογίζονται στη διάγνωση «τα στοιχεία της συμπεριφοράς και η ηθική συγκρότηση του υποκειμένου».
Από τις πιο ενδιαφέρουσες αναφορές αυτού του κεφαλαίου είναι αυτές στον ψυχίατρο Σίμωνα Αποστολίδη, τον πρώτο που μεταφέρει στα ελληνικά την «αναστροφή φύλου» (1889) και δίνει μια εικόνα του πώς έβλεπαν τότε τους ομοφυλόφιλους άνδρες, και στον συνάδελφό του Γεώργιο Ζουράρι. Μαθητής του Χίρσφελντ ο τελευταίος και πνεύμα ανοικτό, υποστήριξε θερμά τις πιο προοδευτικές θέσεις της εποχής αναφορικά με την ομοφυλοφιλία και τη σεξουαλικότητα γενικά: «Δεν υπάρχουν ούτε δύο άνθρωποι με το ίδιον ακριβώς ερωτικόν ένστικτον», έγραφε χαρακτηριστικά. Ακόμα κι αυτός, όμως, αντιμετωπίζει τους ομοφυλόφιλους ως διεστραμμένους και δυστυχείς.
Έναν και πλέον αιώνα μετά, «το ζήτημα της άνισης αντιμετώπισης των ομοφυλόφιλων και της καταπάτησης των στοιχειωδών τους δικαιωμάτων παραμένει επίκαιρο. Η προσδοκία των πρωτοπόρων του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων τον 19ο αιώνα, όπως ήταν ο Ulrich και ο Hirschfeld, ότι η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ως ασθένειας θα επέφερε και την κοινωνική της αποδοχή, δεν επιβεβαιώθηκε… το σύνθημα του Hirschfeld “δικαιοσύνη διά της επιστήμης” δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί», καταλήγει η συγγραφέας.