ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ από το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του Μπαράκ Ομπάμα που περιφέρονται τις τελευταίες μέρες σε διάφορα αμερικανικά μέσα, πέτυχα και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την αισθηματική του αγωγή ως νεαρού φοιτητή ο οποίος δεν είχε ακόμα συγκροτήσει τις πολιτικές του φιλοδοξίες σ' ένα μακροπρόθεσμο όραμα και κυρίως επιθυμούσε να ανήκει στους «ψαγμένους» και στους «εναλλακτικούς» κύκλους της προπτυχιακής ζωής.
«Με οδύνη συνειδητοποιώ ότι ένας πιο προικισμένος συγγραφέας από μένα θα έβρισκε έναν τρόπο να αφηγηθεί την ίδια ιστορία πιο συνοπτικά», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου "A Promised Land" (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Γη της Επαγγελίας»), το οποίο τελειώνει καμιά οχτακοσαριά σελίδες αργότερα – σαν φινάλε πρώτου κύκλου σειράς που τεχνηέντως καλλιεργεί αδημονία για την συνέχεια – όταν συναντιέται το 2011 στο Κεντάκι με την ομάδα των ειδικών δυνάμεων που είχε αναλάβει την αποστολή ανεύρεσης και εκτέλεσης τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του ο Μπαράκ Ομπάμα, με κάποια ντροπή είναι αλήθεια, κάνει λόγο για «τον βαθμό στον οποίο η διανοητική περιέργειά μου στα δύο πρώτα έτη του πανεπιστημίου ακολουθούσε τα θεωρητικά ενδιαφέροντα των διάφορων γυναικών που επιχειρούσα να γνωρίσω».
Προικισμένος συγγραφέας είναι σίγουρα πάντως αν κρίνει κανείς από τον μεστό του λόγο, τις γλαφυρές περιγραφές και τις καίριες αναλογίες που χρησιμοποιεί, ειδικά στα κομμάτια που δεν έχουν αμιγώς να κάνουν με την εντυπωσιακή του πολιτική του σταδιοδρομία. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τεχνικά, ως συγγραφέας μπήκε στην πολιτική – το βιβλίο του, «Όνειρα από τον πατέρα μου» (Dreams From My Father) ή «Εικόνες του πατέρα μου», όπως είναι ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης, κυκλοφόρησε το 1995 όταν ήταν μόλις 33 ετών – και όχι το αντίστροφο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν διστάζει στον πρώτο αυτό τόμο της αυτοβιογραφίας του, για την οποία η προκαταβολή έφτασε στο ποσό-ρεκόρ των 65 εκατομμυρίων δολαρίων, να χαρακτηρίσει τον πρωτοετή εαυτό του ως έναν «ακόρεστο, αφοσιωμένο παρτάκια». Και λίγο "γύπας" θα προσθέταμε εμείς, και επίσης λίγο "πονηρός πολιτευτής" με βάση το απόσπασμα στο οποίο, με κάποια ντροπή είναι αλήθεια, κάνει λόγο για «τον βαθμό στον οποίο η διανοητική περιέργειά μου στα δύο πρώτα έτη του πανεπιστημίου ακολουθούσε τα θεωρητικά ενδιαφέροντα των διάφορων γυναικών που επιχειρούσα να γνωρίσω: Μαρξ και Μαρκούζε για να έχω κάτι να πω στην σοσιαλίστρια με τα μακριά πόδια που ζούσε στην φοιτητική μου εστία, Φανόν και Γκουέντολιν Μπρουκς για την φοιτήτρια κοινωνιολογίας με το απαλό δέρμα που ποτέ δεν μου χάρισε ούτε μια ματιά, Φουκώ και Γουλφ για την αιθέρια bisexual που φορούσε κυρίως μαύρα. Ως στρατηγική όμως για να βγάζεις κορίτσια, στις περισσότερες περιπτώσεις ο ψευτο-διανοουμενισμός μου αποδείχτηκε εντελώς άχρηστος, καταλήγοντας σε μια σειρά από τρυφερές αλλά πλατωνικές σχέσεις...».
Όπως παρατηρήθηκε πάντως από τους κουτσομπόληδες πολιτικολόγους του Twitter με αφορμή το παραπάνω απόσπασμα, ο νεαρός Μπαράκ Ομπάμα απλά ακολουθούσε (ασυνείδητα βεβαίως και σε άλλη κατεύθυνση) τα χνάρια κάποιων από τους διάσημους στοχαστές το έργο των οποίων καταχρηστικά χρησιμοποιούσε στις ρομαντικές εξορμήσεις του, και πιο συγκεκριμένα του Μισέλ Φουκώ, ο οποίος είχε δηλώσει το 1983, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, σε μια συνέντευξή του στον Αμερικανό συγγραφέα Έντμουντ Γουάιτ: «Δεν ήμουν πάντα έξυπνος. Στο σχολείο ήμουν αυτό που λένε σκράπας. Υπήρχε όμως ένας συμμαθητής μου που ήταν πολύ όμορφος, αλλά ακόμα χειρότερος μαθητής κι από μένα. Για να κερδίσω λοιπόν την εύνοιά του, ξεκίνησα να του κάνω εγώ τις σχολικές εργασίες – και κάπως έτσι έγινα έξυπνος, κάνοντας όλη αυτή τη δουλειά για λογαριασμό του, για να τον βοηθήσω. Υπό μία έννοια, από τότε και για όλη μου τη ζωή το ίδιο προσπαθώ να κάνω: διανοουμενίστικα πράγματα που ελκύουν ωραία αγόρια».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου που επίσης αναφέρεται στα πρώτα φοιτητικά του χρόνια, ο «Μπάρι», όπως τον έλεγαν οι φίλοι του τότε, θυμάται πόσο κρίσιμες και στρατηγικές ήταν οι επιλογές που έπρεπε να κάνει προκειμένου να συνδεθεί με τις σωστές και τις cool παρέες και κλίκες του κολεγιακού μικρόκοσμου: «Για να αποφύγω την στάμπα του ξεπουλημένου, επέλεγα τις φιλίες μου προσεκτικά. Τους πιο συνειδητοποιημένους και ενεργούς πολιτικά από τους μαύρους φοιτητές. Τους Μεξικανο-Αμερικανούς [Chicanos]. Τους μαρξιστές καθηγητές και τους στρουκτουραλιστές μεταπτυχιακούς, τις φεμινίστριες και τους πανκ ποιητές. Καπνίζαμε τσιγάρα και φορούσαμε μαύρα δερμάτινα τζάκετ. Τις νύχτες, στην εστία, κουβεντιάζαμε για την νεοαποικιοκρατία, τον Φραντς Φανόν, τον ευρωκεντρισμό και την πατριαρχία. Όταν σβήναμε τα τσιγάρα μας στις μοκέτες των διαδρομών ή όταν βάζαμε μουσική τόσο δυνατά που έτρεμαν οι τοίχοι, αντιστεκόμασταν στις πνιγηρές συμβάσεις της αστικής κοινωνίας. Δεν ήμασταν αδιάφοροι ή απρόσεκτοι ή ανασφαλείς. Ήμασταν απλώς αποξενωμένοι».
Μια φάση ήταν κι αυτή και πέρασε, ένα απαραίτητο στάδιο πριν την πολιτική του ενηλικίωση και την αλληλουχία συμβιβασμών που θα τον οδηγούσε δεκαετίες αργότερα στο ύψιστο αξίωμα της χώρας του. Αλλά και του πλανήτη εν τέλει, σύμφωνα με τον αμερικανικό εξαιρετισμό, από τον οποίον ούτε ο ίδιος φαίνεται να ξεφεύγει. «Ακόμα κι αυτοί που διαμαρτύρονται για τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο, σε μας βασίζονται για να μην βουλιάξει το σύστημα», γράφει σε μια αποστροφή του λόγου που μοιάζει μάλλον αντιδραστική.
Όπως σημειώνει πάντως στο βιβλίο, ποτέ του δεν ήταν στην πραγματικότητα ο «ονειροπόλος ιδεαλιστής» που κάποιοι ενδεχομένως φαντάζονται, αλλά ένας πραγματιστής που «ακόμα και στις πιο επαναστατικές μου στιγμές, μπορούσα να θαυμάσω μια επιχείρηση που λειτουργούσε σωστά και να διαβάσω με ενδιαφέρον τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων και να απορρίψω την ιδέα ότι πρέπει να τα διαλύσουμε όλα και να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία από την αρχή».