ΕINAI KAI AYTH MIA επτάλοφος πόλη. Δεν είναι η Ρώμη, ούτε η Κωνσταντινούπολη. Είναι η Αθήνα, με την Ακρόπολη, τον λόφο Μουσών ή Φιλοπάππου, τον Άρειο Πάγο, την Πνύκα, τον λόφο Νυμφών ή Αστεροσκοπείου, τον Λυκαβηττό και, στην έβδομη θέση, τα Τουρκοβούνια ή τον Αρδηττό. Στην πραγματικότητα, οι λόφοι της Αθήνας ξεπερνούν τους είκοσι. Ο καθένας «έχει το δικό του ξεχωριστό διαχρονικό αφήγημα».
Για παράδειγμα, ο λόφος του Αρδηττού «είναι το κρυμμένο μυστικό της Αθήνας, με το εκτεταμένο δίκτυο στοών μέσα στα σπλάχνα του». Αλλά και με τον ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος, «ξεχασμένο από τους περισσότερους, αλλά όχι απ’ αυτούς που θέλησαν, χωρίς επιτυχία πριν από μερικά χρόνια, να οικοδομήσουν σε αυτή την προνομιακή θέση με θέα την Ακρόπολη».
Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Σγούτας, γεννημένος το 1934 και έχοντας πίσω του μια οικογενειακή παράδοση στην αρχιτεκτονική που φτάνει στον δέκατο ένατο αιώνα, γράφει για την πόλη του. Γράφει για αλήθειες «που συχνά μένουν κάτω από το χαλί», αναδεικνύει αρνητικές πτυχές της πόλης, ρίχνει φως σε αθέατα σημεία της, μιλάει για τα έργα που γίνονται ή προγραμματίζονται, παρουσιάζει πλευρές της πολεοδομικής και κοινωνικής λειτουργίας της.
Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Σγούτας, γεννημένος το 1934 και έχοντας πίσω του μια οικογενειακή παράδοση στην αρχιτεκτονική που φτάνει στον δέκατο ένατο αιώνα, γράφει για την πόλη του. Γράφει για αλήθειες «που συχνά μένουν κάτω από το χαλί», αναδεικνύει αρνητικές πτυχές της πόλης, ρίχνει φως σε αθέατα σημεία της, μιλάει για τα έργα που γίνονται ή προγραμματίζονται, παρουσιάζει πλευρές της πολεοδομικής και κοινωνικής λειτουργίας της.
Γράφει, ας πούμε, για την αθηναϊκή Ριβιέρα, τα έργα ανάπλασης που εκτελούνται ή προγραμματίζονται από τον Πειραιά έως το Σούνιο: «Οι περιτοιχίσεις και οι περιφράξεις αναπόφευκτα θα αποκλείουν όλο και περισσότερο την πρόσβαση στη θάλασσα… Σε ορισμένα σημεία των χερσαίων ζωνών η ανέγερση κτηρίων, σε πολλές περιπτώσεις υψηλών, θα υποβαθμίσει ή και θα εξαφανίσει την οπτική επαφή με τη θάλασσα. Όπως στη Μαρίνα Αλίμου, όπου τα προβλεπόμενα κτήρια θα καταστούν τοίχος ύψους 16 μέτρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τον αέρα και τη δροσιά του πρώην παραθαλάσσιου προαστείου του Αλίμου».
Το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος είναι, για τον συγγραφέα, έργο μοναδικό και καινοτόμο. Στα πολλά «συν» του συγκαταλέγει το τεχνολογικό επίτευγμα του πρωτοποριακού και αισθητικά πανάλαφρου στέγαστρου, το κανάλι, την αρχιτεκτονική τοπίου, την εξωστρέφεια του σχεδιασμού της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Αναρωτιέται όμως γιατί η Βιβλιοθήκη είναι εκτεθειμένη στον ανατολικό και μεσημβρινό ήλιο. Επίσης, ποιες συνθετικές και αρχιτεκτονικές προτεραιότητες κυριάρχησαν ώστε να χτιστεί αυτός ο ψηλός συμπαγής τοίχος από σκυρόδεμα που απομονώνει τη Λυρική Σκηνή από τη θάλασσα. «Χωροθετήθηκε σε λάθος θέση η Όπερα;» γράφει.
Η νεραντζιά είναι το δέντρο της Αθήνας, γράφει ο Βασίλης Σγούτας. «Διάσπαρτες στο κέντρο της πόλης, στις γειτονιές και σε πιο απόμακρους δήμους, ανθεκτικές όσο λίγα δέντρα, οι βαθυπράσινες νεραντζιές με τα πορτοκαλιά νεράντζια δίνουν χρώμα στους δρόμους για πολλούς μήνες τον χρόνο».
Η Αθήνα είναι πλούσια σε μεσογειακή χλωρίδα και ποικιλία φυτών. Ο κατάλογος της Υπηρεσίας Πρασίνου του δήμου Αθηναίων περιλαμβάνει περισσότερα από 90.000 δέντρα και θάμνους. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι τα δέντρα θα μπορούσαν να ήταν περισσότερα, με επιλογή ειδών που να εξασφαλίζουν, χωρίς φειδώ, τη σκιά κατά το καλοκαίρι. «Με μεγάλα πλατύφυλλα φυλλοβόλα δέντρα, αλλά και με μεγάλα αειθαλή δέντρα, όπως οι χαρουπιές».
Βέβαια, τα δέντρα βρίσκονται υπό συνεχή απειλή. Ιδιαίτερα αν έχουν την ατυχία «να βρίσκονται σε πεζοδρόμια μπροστά από καταστήματα, όπου έχεις τη βεβαιότητα ότι ο θάνατός τους δεν είναι πάντα φυσικός». Για παράδειγμα, σε πεζόδρομο του Κολωνακίου με σειρά από χαρουπιές, μία απ’ αυτές εξαφανίστηκε επειδή βρισκόταν κάτω από την τέντα εστιατορίου. Στη θέση της φυτεύτηκε δάφνη «ελεγχόμενου ύψους».
Η Αθήνα αδιαφορεί για τα μηχανάκια της. Οι μηχανές και τα μηχανάκια που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα, υπακούοντας επιλεκτικά σε κανόνες, είναι ο μεγάλος απών από κάθε πολεοδομική και άλλη μελέτη.
Ο συγγραφέας μάς λέει πώς καμία πολιτική ή δημοτική αρχή δεν έχει δείξει πως επιθυμεί να ρυθμίσει, πόσο μάλλον να επιλύσει το θέμα των δίτροχων σε δρόμους και πεζοδρόμια. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει κοινωνικό αντίβαρο. Παρά την κυκλοφοριακή ζούγκλα, στην οποία «συμβάλλουν» και τα μηχανοκίνητα δίτροχα, χάρη σε αυτά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης έχει «ρόδα», όπως έλεγαν παλιά.
Η οδός Πειραιώς αποτελεί γόνιμο έδαφος για καινοτόμο αρχιτεκτονική χωρίς αισθητικούς φραγμούς, γράφει ο Βασίλης Σγούτας. Από το μακρινό 1995 και τη μελέτη του ΥΠΕΧΩΔΕ για την ανάπλασή της και την ανάδειξη της ταυτότητάς της η Πειραιώς αναπτύσσεται και σήμερα είναι ένα «πολυπυρηνικό» κύτταρο. Συνυπάρχουν κτίρια πολιτισμού με κατοικία, ψυχαγωγία, εμπορικές χρήσεις και βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
«Ένας γραμμικός όμως άξονας», παρατηρεί ο συγγραφέας, «δεν αρκεί, όσο σημαντικά κι αν είναι τα μεμονωμένα κτήρια που κατασκευάζονται. Για να έχει πραγματική ζωντάνια, θα πρέπει να έχει οργανική σύνδεση με την ενδοχώρα του, όπως γίνεται στο Γκάζι».
Η Πειραιώς είναι σίγουρο ότι μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Όπως στον Ταύρο. «Όταν αρχίσουν να υλοποιούνται τα σχέδια για την ανάπλαση της μεγάλης και πλούσιας σε διατηρητέα κτίσματα έκτασης των Νέων Σφαγείων». Και ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα η Πειραιώς αποτελέσει, κατά τον συγγραφέα, την αφετηρία για την ανάδειξη της Ιεράς Οδού μέχρι τα Ελευσίνια Ιερά.
Ο μικρός αριθμός αρχιτεκτονικών διαγωνισμών που προκηρύσσονται γίνεται ο καθρέφτης των χαμένων ευκαιριών για την πόλη, παρατηρεί ο συγγραφέας. Ο Βασίλης Σγούτας δεν βρίσκει καθόλου κολακευτική τη σύγκριση με άλλες πρωτεύουσες. «Έχουν επικρατήσει άλλοι τρόποι ανάθεσης έργων, πολλές φορές για λόγους οφθαλμοφανείς και για τον πιο ανίδεο. Η προκήρυξη νέων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών γίνεται πια αλά καρτ».
Ο συγγραφέας μάς θυμίζει πόσες ευκαιρίες έχουν χαθεί για την Αθήνα χωρίς τους διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, όπως αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε για τον χώρο του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής. Υπάρχει όμως ακόμα μία απώλεια: «Με λιγότερους διαγωνισμούς, λιγοστεύουν και οι πιθανότητες να αναδειχτούν νέοι αρχιτέκτονες, που είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της φιλοσοφίας τους».
Στο πλούσιο βιβλίο του ο Βασίλης Σγούτας θίγει κι άλλα θέματα: τις όψεις των κτιρίων, τα εγκαταλελειμμένα, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, την αυθαίρετη δόμηση, το Ελληνικό, τα πεζοδρόμια, την προσβασιμότητα, τον Εθνικό Κήπο, την πράσινη αρχιτεκτονική, τις επιβαλλόμενες κατεδαφίσεις, τη μητροπολιτική διακυβέρνηση, δεκάδες όψεις του του κοινωνικού, λειτουργικού, πολεοδομικού, συγκοινωνιακού φαινομένου που λέγεται «Αθήνα».
Η κριτική του γίνεται πάντα με θετική προοπτική. Κι όταν κλείνουμε το βιβλίο, έχοντας ανακαλύψει τόσες άγνωστες πλευρές της πόλης, έχοντας δει την Αθήνα με άλλο μάτι, αισθανόμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτήν.
Βέβαια, στον επίλογό του ο συγγραφέας βάζει τους Αθηναίους ενώπιον των ευθυνών τους. «Δεν σταματάμε να ασκούμε πιέσεις, ατομικά και συλλογικά, για το καλό της πόλης στην οποία ζούμε. Στα χέρια μας είναι η Αθήνα, δική μας είναι η πόλη αυτή».