“Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τι είδους γυναίκα είμαι, οπότε εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω. Μ’ αυτήν τη φράση ξεκινούσε πάντα τις δημόσιες αναγνώσεις της η Ανν Σέξτον. […] Μια τέτοια γυναίκα δε ντρέπεται να πεθάνει/ Έχω υπάρξει ον του είδους της”*.
Αυτές οι πρώτες φράσεις από την εισαγωγή της Δήμητρας Σταυρίδου στα Ποιήματα της Σέξτον (σε μετάφραση της ίδιας, από τις εκδόσεις PRINTA, 2010), μου ήρθαν στο μυαλό, όταν πρωτοδιάβασα την ιστορία της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, που καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή της στη δολοφονία δυο ανδρών, στη Βόρεια Ισλανδία, το 1829.
Την ιστορία όπως την κατασκευάζει και την αφηγείται η Hannah Kent, στο βιβλίο της “Έθιμα ταφής” (εκδόσεις Ίκαρος, 2014), που έκανε λογοτεχνικό πάταγο και απέσπασε διάφορα βραβεία ανά τον κόσμο. Πίσω από την στερεοτυπική εικόνα μιας διαβολικής γυναίκας που δολοφονεί τον “αγαπημένο” της, η Kent “είδε” ή τουλάχιστον, προσπάθησε να “δει” την Άγκνες, με τον τρόπο που κι εκείνη αντιλαμβανόταν τον εαυτό της, το είδος της. Η Άγκνες λοιπόν, κυρίες και κύριοι. Μια περίπλοκη, αντιφατική γυναίκα, που η περιπλοκή και οι αντιφάσεις της την κράτησαν στη ζωή, στέλνοντάς την, ταυτόχρονα, στο θάνατο. Γιατί καμιά φορά, σκοτώνεις ό,τι αγαπάς, μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις την αξία του, ή απλά επειδή σου είναι αφόρητο να το αγαπάς. Γιατί καμιά φορά, μέσα στην σιωπή, μπορείς να αφηγηθείς τον εαυτό σου και κατ’ επέκταση, την ιστορία σου ή και το αντίστροφο.
Λίγο πριν το χαμό (σου), μπορείς να υπάρξεις πιο ολόκληρη και πιο ζωντανή από ποτέ. Ακόμη κι αν σε θεωρούν (και σε θεωρείς) “κιόλας πεθαμένη”, “όσο κι αν είσαι δεμένη σαν αρνί που το πάνε για σφάξιμο”.“Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Πού θα είμαι τότε εγώ;” […] Φόνισσα. Η λέξη μένει μετέωρη ανάμεσά μας. Βαριά. Δεν την παίρνει ο αέρας. Θέλω να κουνήσω το κεφάλι μου. Αυτή η λέξη δεν είναι για μένα, θέλω να πω. Δεν είναι δική μου, δεν μου ανήκει. Είναι μια λέξη που ανήκει σε άλλον. Μια λέξη κενή. Αλλά τι νόημα έχει να τα βάζει κανείς με τις λέξεις;”, αναρωτιέται η Άγκνες και συνδιαλέγεται με τον Ανώνυμο (γύρω στο 1825):
Για τις γυναίκες άνοιξε δρόμους.
Έγραψε ποιήματα.
Του Μάγκνους το αίμα στις φλέβες της έχει.
Όνειρα είδε-και κύματα.
— Πώς αποφασίσατε να αφηγηθείτε την ιστορία της Άγκνες, μια ιστορία πόνου, απελπισίας, μοναξιάς και σιωπής;
Δώδεκα χρόνια πριν, στα δεκαεφτά μου, έζησα για κάποιο διάστημα στη βόρεια Ισλανδία, ως μαθήτρια σε ανταλλαγή, πασχίζοντας να βρω τη θέση μου στο ψαροχώρι, στο οποίο με είχαν στείλει. Ήμουν αρκετά ντροπαλή, δεν είχα μάθει αρκετά καλά τη γλώσσα, ώστε να εκφράσω τον εαυτό μου και πάλευα μ’ ένα αίσθημα κοινωνικής απομόνωσης, ξένη σε μια ασφυκτικά κλειστή κοινωνία. Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών, ταξίδεψα στο Ρέικιαβικ με την οικογένεια που με φιλοξενούσε, κι επισκεφθήκαμε κάποιους συγγενείς. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με θυμάμαι να χαζεύω έξω από το παράθυρο τα εκπληκτικά τοπία των φιορδ, τις πεδιάδες και τα σκοτεινιασμένα βουνά -όλα πρωτόγνωρα για μένα. Ένιωθα ένα είδος σεβασμού για την επιβλητική ομορφιά του τοπίου. Στο δρόμο της επιστροφής, διασχίσαμε μια πεδιάδα γεμάτη με μικρούς λόφους και μου είπαν ότι αυτός ήταν ο τόπος της τελευταίας εκτέλεσης στην Ισλανδία. Τους πίεσα για να μάθω λεπτομέρειες και παρά το ότι δε μπορούσαν να θυμηθούν λεπτομέρειες, μου είπαν πως επρόκειτο για μια γυναίκα με το όνομα Άγκνες, η οποία είχε αποκεφαλιστεί στις αρχές του 19ου αιώνα για το φόνο δυο ανδρών. Ίσως επειδή ήμουν σε πνευματική διαύγεια όταν το άκουσα, ή επειδή στην ιστορία της γυναίκας είδα κάτι από τη δική μου μοναχική εμπειρία, ένιωσα συμπόνοια για εκείνη. Ακόμη κι όταν βελτιώθηκαν τα πράγματα για μένα, η σκέψη της Άγκνες επέμεινε. Ήθελα να μάθω τι την οδήγησε σ’ αυτό το πικρό τέλος, πάνω σ’ αυτούς τους παράξενους κι αφιλόξενους βράχους. Ήθελα να μάθω τι είδους γυναίκα ήταν. Αποφάσισα να γράψω τα “Έθιμα Ταφής”, όταν ανακάλυψα ότι τα περισσότερα ιστορικά αρχεία την παρουσίαζαν μ’ έναν στερεοτυπικό τρόπο. Επρόκειτο για μια δαιμονική γυναίκα με δίψα για εκδίκηση. Ήταν η απουσία οποιασδήποτε αντίφασης, περιπλοκής ή ανθρωπινότητας που με τράβηξαν.
Ήταν η σιωπή μέσα στην ιστορία της που με τράβηξε. Μια ακαταμάχητη σιωπή. Η απόφασή μου να γράψω το βιβλίο λοιπόν, προέκυψε από την επιθυμία μου να ανακαλύψω την προσωπική ιστορία της Άγκνες, την κρυμμένη ζωή πίσω από το τετριμμένο κλισέ μιας σατανικής γυναίκας. Ήθελα να κατανοήσω την Άγκνες ως τη γυναίκα που ένιωθε η ίδια ότι ήταν.
— “Υπήρξα χειρότερος γι’ αυτόν που αγαπούσα πιο πολύ (To him I was worst whom I loved best)”. Μ’ αυτήν τη φράση μας εισάγετε στην ιστορία της Άγκνες, ενώ είστε συν-ιδρύτρια λογοτεχνικού περιοδικού, με το όνομα “Kill your darlings”. Ο Όσκαρ Ουάιλντ γράφει, επίσης:
Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει, και πρέπει αυτό απ'όλους ν’ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ'ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.
— Γιατί σκοτώνουμε ό,τι αγαπάμε;
Αρκετά νωρίς στην έρευνα μου για το βιβλίο, διαπίστωσα μια σχέση ανάμεσα στην ιστορία της Άγκνες και σε μια πολύ διάσημη ισλανδική σάγκα, τη Λαξντέλα Σάγκα, απ’ όπου είναι παρμένη αυτή η φράση. Παρότι η σάγκα αυτή μιλά για την 150ετή πορεία της ζωής των κατοίκων μιας περιοχής της Ισλανδίας, είναι περισσότερο γνωστή για την ιστορία της Γκούντρουν. Μιας όμορφης, έξυπνης κι ελκυστικής γυναίκας, η οποία ενέδωσε σ’ έναν δυστυχή γάμο και κατέστρεψε τελικά τον μόνο άνδρα που αγάπησε πραγματικά, τον καλύτερο φίλο του συζύγου της, Κγιάρταν.
Είναι πραγματικά ασυνήθιστο για μια σάγκα να είναι τόσο επικεντρωμένη σε μια γυναίκα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ποιητική σάγκα, που σε συνεπαίρνει με την απεικόνιση του φονικού, της μετάνοιας, της ακατάλυτης αγάπης. Όσα συμβαίνουν στα “Έθιμα ταφής”, αντικατοπτρίζουν την σύγκρουση, τον πόθο και την προδοσία που κατοικούν στα σπλάχνας της συγκεκριμένης σάγκα. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως μια γυναίκα εξοικειωμένη με τη σάγκα, όπως η Άγκνες, δεν θα είχε σκεφθεί τις ομοιότητες της ιστορίας της με αυτήν της Γκούντρουν. Κι από την άλλη, τον εντελώς διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τιμωρήθηκαν. Η Γκούντρουν έζησε ως τα βαθιά γεράματα, ενώ η Άγκνες καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο καθένας μπορεί να σκεφθεί μια στιγμή της ζωής του, όπου κατέστρεψε κάτι λατρεμένο του. Δεν είμαι σίγουρη για ποιο λόγο σκοτώνουμε όσα αγαπάμε, αλλά νομίζω πως έχει να κάνει με την ένταση του συναισθήματος. Η αγάπη μπορεί να γίνει αφόρητη για κάποιους ανθρώπους. Μερικοί, όσο πιο πολύ δένονται με κάποιον, τόσο περισσότερο απορρίπτουν αυτό το δέσιμο. Άλλοι καίγονται από έρωτα, ειδικά για εκείνους που τους απορρίπτουν ή τους υποτιμούν. Ίσως έχει να κάνει με την υπερηφάνεια ή την τιμή. Ίσως έχει να κάνει με ένα σκοτεινό ένστικτο να καταστρέψουμε αυτό που αγαπάμε, μονάχα για να ανακαλύψουμε αν αξίζει. Δεν είμαι σίγουρη. Φαντάζομαι υπάρχουν πολλοί λόγοι που σκοτώνουμε ό,τι αγαπάμε. Οι άνθρωποι είμαστε περίπλοκα και αντιφατικά πλάσματα.
— “Η αλήθεια δεν υπάρχει, είπε η Άγκνες και σηκώθηκε”. Υπάρχει η αλήθεια ή είναι κι αυτή απλώς μια κατασκευή;
Πιστεύω πως υπάρχει αλλά δεν είναι μια. Υπάρχουν πολλαπλές αλήθειες. Αυτό που είναι αληθές για μένα, μπορεί να μην είναι για σένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια από τις δυο μας κάνει λάθος. Απλά, η αλήθεια έχει περισσότερες εκδοχές. Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται την “αλήθεια”, συχνά σκέφτονται ένα πραγματικό γεγονός. Εγώ, ως συγγραφέας, μιλώ για μια συναισθηματική, μια ψυχική “αλήθεια”. Είναι κάποια αλήθεια πιο “αληθινή” από κάποια άλλη; Υπάρχει διαφορά μεταξύ τους; Ποιες αλήθειες έχουν τα προνόμια; Είναι ερωτήσεις που κάνω συχνά στον εαυτό μου.
Αυτοί που καταφέρνουν να επιβιώσουν, έπειτα από αυτές τις απώλειες, είναι αυτοί που κατανοούν, ότι η ταυτότητα είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από έναν τραπεζικό λογαριασμό ή μια δουλειά.
— Στο βιβλίο αυτό θελήσατε να μιλήσετε για την ετερότητα και το τίμημά της; Για την πάλη μιας γυναίκας να επιβιώσει και να εξελιχθεί, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, από τον αναμενόμενο;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Υπάρχει πάντα ένα τίμημα στο να είσαι διαφορετικός. Στοχοποιείσαι, θεωρείσαι αλλιώτικος και κατ΄επέκταση, ανοίκειος. Το ανοίκειο είναι συχνά φοβερό και ο φόβος αυτός οδηγεί σ’ έναν σκοτεινό τόπο. Αν η Άγκνες ήταν ικανοποιημένη με τη θέση της, αν δεν έτρεφε φιλοδοξίες μεγαλύτερες από όσες “έπρεπε”, αν την στήριζε μια δυνατή οικογένεια, μπορεί να μην είχε αυτό το φρικτό τέλος. Αλλά η διαφορετικότητά της είναι που την κάνει ενδιαφέρουσα, και ταυτόχρονα την καταδικάζει. Τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί; Πώς διασφαλίζουν την αποδοχή; Πώς μπορούν να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους και να τιμήσουν τη διαφορετικότητά τους, επιβιώνοντας ταυτόχρονα σε μια κοινωνία ομοιογένειας; Τα “Έθιμα ταφής” είναι σίγουρα μια ιστορία επιβίωσης και καρτερίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Άγκνες παλεύει ενάντια στους περιορισμούς και τις προσδοκίες της κοινωνίας, κάποιες από τις οποίες υφίστανται εξαιτίας του φύλου της, κι άλλες ως συνέπεια της κοινωνικής της θέσης, καθώς είναι μια φτωχή υπηρέτρια. Γνωρίζει ότι οι επιλογές της είναι περιορισμένες και αγανακτεί. Κάποια πράγματα σήμερα έχουν αλλάξει, κάποια όχι. Το να είσαι γυναίκα παραμένει κάτι δύσκολο. Κι ακόμη πιο δύσκολο, να είσαι μια φτωχή γυναίκα. Όσο πιο υποταγμένη είσαι, τόσο λιγότερες οι ευκαιρίες και οι επιλογές. Οι άνθρωποι είτε παραδίνονται, είτε παλεύουν να επιβιώσουν. Σήμερα, μπορεί να μη χρειάζεται πλέον να παλέψεις για να επιβιώσεις στην Ισλανδία, αλλά σίγουρα χρειάζεται σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
— “Την έξυπνη γυναίκα δεν την εμπιστεύονται. Είναι σίγουροι πως μια γυναίκα με μυαλό δεν μπορεί να είναι αθώα”. Συμφωνείτε;
Δεν είμαι καν σίγουρη ότι το πιστεύει η Άγκνες. Κάνει αυτό το σχόλιο, επειδή γνωρίζει πως οι γυναίκες κρίνονται με βάση το πόσο καλά συμμορφώνονται σε μια πατριαρχική θεώρηση της θηλυκότητας. Μια γυναίκα που δεν θεωρείται έξυπνη ή πνευματώδης, μπορεί ευκολότερα να θεωρηθεί παθητική. Ακριβώς επειδή η παθητικότητα θεωρείται γυναικείο χαρακτηριστικό, μπορεί να συγχωρεθεί ευκολότερα. Η Σίγκα, η άλλη ηρωίδα της ιστορίας, για παράδειγμα, θεωρείται “ανόητη” και κατ΄επέκταση, θύμα. Είναι εύκολο για τους άλλους να τη δουν ως έναν απρόθυμο συνεργό, που παρασύρθηκε στο έγκλημα από κάποιον πιο πονηρό και πιο έξυπνο. Νιώθουν οίκτο εξαιτίας της ανοησίας της. Δεν είναι απειλητική για εκείνους. Η Άγκνες από την άλλη, είναι εκείνη που “ξέρει”, που έχει τη γνώση και τη συνείδηση. Η ευφυία της την κάνει να θωρείται αλλιώτικη -ασυνήθιστη, όχι εντελώς γυναίκα- και κατ’ επέκταση, επικίνδυνη. Η ευφυία της υπονοεί την οργάνωση του εγκλήματος και σε ένα βαθμό, την “αποτρέπει” από το να θεωρηθεί θύμα. Οι άνθρωποι είναι καχύποπτοι εξαιτίας της εξυπνάδας της, ακριβώς επειδή απειλούνται απ΄αυτήν.
— Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει τον άνθρωπο από τις πράξεις του; Η Άγκνες λέει κάπου: “Ακόμα κι αν ξέρεις τι έχει κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του, δεν θα πει ότι ξέρεις τον ίδιο τον άνθρωπο”.
Αυτή η φράση είναι η καρδιά του βιβλίου. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε πραγματικά ο ένας τον άλλο. Πώς μπορούμε να κάνουμε τον εαυτό μας κατανοητό. Με εξιτάρει η ιδέα της παντελούς αδυνατότητας να κατανοήσει πλήρως κάποιος κάποιον άλλο. Όλοι μας έχουμε μια συγκεκριμένη δυνατότητα να κατανοήσουμε το ποιοι είμαστε, ενώ υπάρχουν στιγμές που αντιλαμβανόμαστε πως οι άλλοι μπορεί να μας βλέπουν εντελώς διαφορετικά. Το κενό ανάμεσα στην εσωτερική μας ζωή και στη ζωή που τελικά ζούμε είναι μεγάλο. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι το άθροισμα των πράξεών τους. Η συμπεριφορά συνήθως υποκινείται και καθορίζεται από κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Είναι δύσκολο να “γνωρίσεις” έναν άνθρωπο από τις πράξεις του, εφόσον η συμπεριφορά του επηρρεάζεται από τις περιστάσεις. Το ποιοι είμαστε είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από το άθροισμα των πράξεών μας. Συμπεριλαμβάνει ελπίδες, επιθυμίες, φόβους κι είναι μοναδικό για μας. Είναι αυτό που μας κάνει ολοκληρωτικά εμάς.
Αν νιώθεις άξιος μονάχα όταν βγάζεις χρήματα, προφανώς νιώθεις ανάξιος όταν αυτό δεν συμβαίνει. Αν πάλι στηρίζεσαι στο πνεύμα σου, στην υπομονή, στην ελπίδα, οι πιθανότητες να επιβιώσεις και να εξελιχθείς είναι περισσότερες.
— Ο δρόμος προς το θάνατο μεταμορφώνει την Άγκνες σε ποιήτρια;
Ένιωθα ότι η Άγκνες ήταν πάντοτε ποιήτρια, αλλά συνδέεται όλο και περισσότερο με την ποίηση, όσο η φωνή της χαμηλώνει. Πώς κάποιος λέει την ιστορία του, όταν δεν του επιτρέπεται; Ποια γλώσσα να χρησιμοποιήσει, όταν ωθείται στη σιωπή; Η ποίηση είχε πάντα αυτήν την απίθανη δύναμη: μπορεί να αρθρώσει αυτό που μπορεί μονάχα να αισθανθεί κανείς. Μέσα από τη συντομία και την ακρίβειά της, η ποίηση μας επιτρέπει να αρθρώσουμε το συναίσθημά μας, μακριά από κλισέ. Η Άγκνες είναι εξόριστη από τη γλώσσα.
Η ποίηση είναι η μόνη γλώσσα που της απομένει, που κατοικεί μαζί της.
— Αν η Άγκνες είχε φωνή, τι θα έλεγε σήμερα;
Πολλοί βλέπουν στην Άγκνες μια φεμινίστρια κι αυτό μου φαίνεται περίεργο. Υπονοεί ότι δεν υπάρχουν αρκετές ιστορίες για γυναίκες όπως η Άγκνες. Γυναίκες που έχουν αποδυναμωθεί, που το έχουν συνειδητοποιήσει και παλεύουν για να κερδίσουν κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο. Υπάρχουν δεκάδες νουβέλες με άνδρες πρωταγωνιστές, οι οποίες ακολουθούν το ίδιο αφηγηματικό μονοπάτι. Η Άγκνες είναι αδύναμη και το γνωρίζει. Παρόλα αυτά, αγωνίζεται ενάντια στην αναπόδραστη μοίρα της. Απορρίπτει τη θυματοποίηση, εξαιτίας της παθητικότητας που αυτή ενέχει, όπως είπα και πριν. Δεν είναι, κατ΄ανάγκη, μια θαρραλέα γυναίκα. Είναι ένας άνθρωπος που δε θέλει να πεθάνει και τίποτε περισσότερο. Εδώ βρίσκεται η τραγωδία και η σφοδρότητα της ιστορίας της. Αν ζούσε σήμερα, θα πάλευε για την ισότητα, καθώς θα θεωρούσε τον εαυτό της ίσο μ’ έναν άνδρα. Δεν θα αντιμετώπιζε τον φεμινισμό ως ένα γυναικείο ζήτημα, αλλά ως ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θα μας παρότρυνε να αγωνιστούμε για ελευθερία, για μια ζωή απαλλαγμένη από την φτώχεια και την ανισότητα.
— Σε μια εποχή γενικευμένης κατάρρευσης, άνθρωποι χάνουν τη δυνατότητά τους να υπάρξουν, χάνουν τη φωνή τους, χάνοντας εργασία, εισόδημα, ταυτότητα. Πώς μπορείς να συνεχίσεις να “υπάρχεις”, όταν δε μπορείς να βιοποριστείς αξιοπρεπώς;
Αυτοί που καταφέρνουν να επιβιώσουν, έπειτα από αυτές τις απώλειες, είναι αυτοί που κατανοούν, ότι η ταυτότητα είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από έναν τραπεζικό λογαριασμό ή μια δουλειά. Η ταυτότητα δεν έχει να κάνει με απτά, υλικά πράγματα. Είναι κάτι προσωπικό και διαρκές. Από την άλλη, καταλαβαίνω τον τρόπο με τον οποίο, η φτώχεια επηρρεάζει το άτομο και το κάνει να αισθάνεται ότι δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αν ένας διευθυντής τράπεζας δεν είναι διευθυντής τράπεζας, τότε ποιος είναι; Αν ένας αγρότης δεν καλλιεργεί τα χωράφια του, τότε ποιος είναι; Για να διαφυλάξεις την ταυτότητά σου, πρέπει να καταλάβεις ότι αυτή υπερβαίνει το επάγγελμα που ασκείς, σου ανήκει και κανείς δε μπορεί να σου την στερήσει. Η ταυτότητα είναι κάτι που έχει να κάνει με το ποιοι είμαστε και ποιοι θα είμαστε. Αν θεωρείς, για παράδειγμα, πως είσαι ένας ευγενικός άνθρωπος με αγάπη στην οικογένειά σου, καμία οικονομική κατάρρευση δεν είναι σε θέση να το απειλήσει αυτό. Αν το να είσαι στέλεχος μιας εταιρίας είναι κρίσιμο για το ποιος είσαι, τότε προφανώς το να χάσεις τη θέση σου σε φέρνει αντιμέτωπο με μια υπαρξιακή κρίση. Έχει να κάνει με τις αξίες και τις προτεραιότητες του καθενός. Αν νιώθεις άξιος μονάχα όταν βγάζεις χρήματα, προφανώς νιώθεις ανάξιος όταν αυτό δεν συμβαίνει. Αν πάλι στηρίζεσαι στο πνεύμα σου, στην υπομονή, στην ελπίδα, οι πιθανότητες να επιβιώσεις και να εξελιχθείς είναι περισσότερες.
*Ολόκληρο το ποίημα της Σέξτον
Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα,
στοιχειώνοντας το μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα,
πετώ πάνω από σπίτια φτωχικά, σκέφτομαι το κακό,
πάω από φως σε φως.
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάχτυλο, τρελό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Βρήκα τις ζεστές σπηλιές στο δάσος,
τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια,
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
Μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά.
Γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
Μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Ανέβηκα στην άμαξά σου, οδηγέ,
κούνησα τα γυμνά μου μπράτσα στα χωριά που
προσπερνούσα
έμαθα όλες τις λαμπρές, ύστατες διαδρομές,
επέζησα εκεί που οι φλόγες σου ακόμα γλείφουν το μηρό μου,
εκεί όπου περνούν οι ρόδες σου κι ακόμα σπάνε τα πλευρά μου.
Μια τέτοια γυναίκα δε ντρέπεται να πεθάνει.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
(“Το είδος της”, Άνν Σέξτον, μτφ: Δήμητρα Σταυρίδου)