ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ για την Μπάρμπρα Στρέιζαντ από την ογκώδη αυτοβιογραφία της: Μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες στο Μπρούκλιν και ο πατέρας της, τον οποίον υπεραγαπούσε, πέθανε όταν ήταν μικρή. Η Μπάρμπρα αγαπάει πολύ το φαγητό και τα ωραία ρούχα. Δεν ξέρει όμως να μαγειρεύει –δεν έμαθε ποτέ– ενώ άφηνε τα νύχια της μακριά για να μη χρειαστεί ποτέ να δακτυλογραφήσει και να γίνει γραμματέας, όπως ήθελε η μητέρα της.
Έχει παρακολουθήσει ακριβώς ένα και μόνο μάθημα τραγουδιού στη ζωή της. Κατά καιρούς, ο κόσμος της έχει πει ποικιλοτρόπως ότι είναι όμορφη έστω και μ’ έναν «ιδιαίτερο» τρόπο, της έχουν πει επίσης όμως ότι μοιάζει με «συμπαθή μυρμηγκοφάγο» και με «θαλασσοδαρμένο κουνάβι», ότι το πρόσωπό της διακρίνεται από ένα «εξεταστικό βλέμμα που χαρακτηρίζει τα κυνηγόσκυλα».
Μαθαίνουμε επίσης κάτι αναμενόμενο ίσως, ότι πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο που ξέρει τι θέλει και ποτέ δεν αμφιβάλλει πραγματικά ότι θα το πάρει. Σε μια ανεκδοτολογική αναφορά στις αρχές του βιβλίου, η Στρέιζαντ θυμάται τις μέρες που εργαζόταν ως ταξιθέτρια σε έναν κινηματογράφο, πολύ πριν καν παίξει τον πρώτο της ρόλο.
Το μεγαλύτερο μέρος από τις χίλιες σελίδες του βιβλίου της 81χρονης ντίβας δεν προέρχεται από την παπαγαλία των επαίνων για το έργο της.
«Έκρυβα το πρόσωπό μου», γράφει, «γιατί ήμουν αρκετά σίγουρη ότι θα γινόμουν διάσημη κάποια μέρα και δεν ήθελα να θυμάται κανείς ότι ήμουν εκείνο το κορίτσι που τους έδειχνε τις θέσεις τους στο σινεμά». Η Μπάρμπρα σχεδιάζει μόνη της τα ρούχα της και στη συνέχεια ζητά από την Donna Karan να της τα ράψει. Και το πιο εκπληκτικό ίσως: Κάποτε ήθελε τόσο πολύ έναν πίνακα του Μοντιλιάνι που έμαθε μόνη της να ζωγραφίζει και έφτιαξε το δικό της αντίγραφο.
Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο ίσως, υπάρχουν πολλά, πολλά αποσπάσματα σε αυτό το βιβλίο από ανθρώπους που λένε πόσο σπουδαία είναι. Λαμπρές κριτικές για την εποχή που ήταν τραγουδίστρια στο κλαμπ Bon Soir της Νέας Υόρκης, όπου κάποιος προβλέπει (με ακρίβεια) ότι θα φτάσει στην κορυφή, και για τους πρώιμους ρόλους της στα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, όπως το I Can Get It for You Wholesale και το Funny Girl.
Η οντισιόν της για το πρώτο ήταν προφανώς τόσο καλή που ο παραγωγός είπε σε έναν από τους διευθυντές σκηνής: «Μην την αφήσετε να φύγει. Για σιγουριά, κλειδώστε και την πόρτα».
Ένας έπαινος για την ερμηνεία της είναι επίσης η αρχή του πρώτου της γάμου, με τον ηθοποιό Έλιοτ Γκουλντ, ο οποίος της τηλεφώνησε μετά από εκείνη την οντισιόν και της είπε πριν κλείσει το τηλέφωνο: «Είμαι ο Έλιοτ Γκουλντ. Ήμουν εκεί σήμερα το απόγευμα και πιστεύω ότι ήσουν εξαιρετική».
Το μεγαλύτερο μέρος όμως από τις χίλιες σελίδες του βιβλίου της 81χρονης ντίβας δεν προέρχεται από την παπαγαλία των επαίνων για το έργο της. Προέρχεται από το τεράστιο επίπεδο λεπτομέρειας με το οποίο αναλύει τη δημιουργική της διαδικασία: την επεξεργασία των ερμηνειών των τραγουδιών για τα άλμπουμ της, και στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται ως σκηνοθέτρια, επιμελούμενη τα πάντα, πλάνο προς πλάνο, μέχρι και τους επιμέρους φακούς στις κάμερες.
Το πορτρέτο της Στρέιζαντ που βγαίνει μέσα από αυτά τα απομνημονεύματα είναι το πορτρέτο μιας γυναίκας που έχει ανάγκη και απαιτεί τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο της δουλειάς της. Η ίδια ελέγχει λεπτομερώς τα άλμπουμ της, τα τηλεοπτικά της αφιερώματα, τις ταινίες της. Όπως πολλοί από τους χαρακτήρες που υποδύεται, η Στρέιζαντ θέλει τα πάντα και δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με οτιδήποτε λιγότερο.
Μπορεί η εμμονή της με τη δουλειά της να έχει σκοτώσει περισσότερες από μία σχέσεις της, αλλά εκείνη επιλέγει πάντα τη δουλειά. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Yentl είχαν κυκλοφορήσει φήμες στον Τύπο ότι είναι απαιτητική και δύσκολη στη συνεργασία της. Το βρετανικό επιτελείο παραγωγής της ταινίας είχε συντάξει τότε μια επιστολή προς τους Times του Λονδίνου στην οποία ισχυριζόταν το αντίθετο, μας λέει η ίδια, αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
Υπάρχει επίσης άφθονο celebrity κουτσομπολιό για να συντηρήσει την προσοχή του αναγνώστη στην πορεία. Όπως τα ειδύλλιά της με τον Μάρλον Μπράντο, τον Καναδό πρωθυπουργό Πιερ Τρουντό και τον κατά 28 χρόνια νεότερό της Αντρέ Αγκάσι, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς – όλα αυτά βέβαια πριν από τον ευτυχισμένο γάμο της με τον Τζέιμς Μπρόλιν που διαρκεί 25 χρόνια ήδη.
Δεν μπορεί να θυμηθεί αν κοιμήθηκε με τον Γουόρεν Μπίτι, αλλά είναι πιθανό, όπως δηλώνει. Και βέβαια υπάρχει η μεγάλη σκιά που πλανάται πάνω από τις σελίδες του βιβλίου: η συναρπαστική για τον αναγνώστη αλλά τραγική για την ίδια σχέση της με τη μητέρα της, μια γυναίκα που ποτέ δεν μπόρεσε να εκφράσει κάποια υπερηφάνεια για την επιτυχία της κόρης της.
Με στοιχεία από το Slate