Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν πόσο κοντά ήταν η Βαγδάτη των ευρωπαϊκών μεσαιωνικών χρόνων στη σημερινή Νέα Υόρκη αλλά και πόσο προηγμένη, με συγκεκριμένα κοινωνικά και τεχνολογικά κριτήρια, ήταν η Ουρούκ, το πιο ισχυρό κέντρο των προϊστορικών χρόνων. Ακόμα πιο λίγοι ίσως να ξέρουν ότι η Χανσεατική Ένωση, δηλαδή η συμμαχία που είχαν υπογράψει το Αμβούργο και το Λούμπεκ το 1241, ανέδειξε την τεράστια οικονομική και πολιτιστική δύναμη των kontor, των τειχισμένων πόλεων εντός των πόλεων, που ήταν διαπρεπή κέντρα εμπορίου, πλούτου και προόδου, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη που σπαρασσόταν από τους πολέμους, τους λιμούς και τις αρρώστιες.
Αυτές τις πολύτιμες λεπτομέρειες για διάφορα μητροπολιτικά κέντρα, που ενδεχομένως να μην προτάσσονται ως σημαντικά στις επίσημες σελίδες της Ιστορίας ή για πόλεις που συνήθως προσπερνάμε στον παγκόσμιο χάρτη αλλά και για τις δικές μας διάσημες πρωτεύουσες, φέρνει στο φως ο ιστορικός Μπεν Γουίλσον σε ένα άκρως απολαυστικό βιβλίο με τον τίτλο Metropolis - Η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Βιολέττας Ζεύκη.
Εν προκειμένω, ο κάτοχος του βραβείου Somerset Maugham ιστορικός και συγγραφέας όχι μόνο προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία μητροπολιτικών κέντρων όπως η Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο ή Νέα Υόρκη, φωτίζοντας άγνωστες πλευρές της ιστορίας τους, αλλά αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για σπουδαίες πόλεις, εκτός των γνωστών και διάσημων, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, π.χ. για τη Χαράπα, τη Μελάκα, το Τενοχτιτλάν, το Μοχέντζο Ντάρο, την Ουρούκ και την Ουρ.
Ο συγγραφέας ανατρέχει σε ετερόκλητα στοιχεία που θεωρεί ο ίδιος σημαντικά και για την καλύτερη ανάδειξή τους επιστρατεύει ενίοτε αναφορές που ήρθαν πρόσφατα στο φως και άλλαξαν συγκεκριμένες ιστορικές πεποιθήσεις αναφορικά με την εξέλιξη των πόλεων.
Αφήνοντας μακριά προκαταλήψεις και διαδεδομένες αντιλήψεις αναφορικά με τον πρωταρχικό χαρακτήρα γνωστών ιστορικών πόλεων και κυρίως αποφεύγοντας τουριστικές πληροφορίες και κλισέ, ο συγγραφέας ανατρέχει σε ετερόκλητα στοιχεία που θεωρεί ο ίδιος σημαντικά και για την καλύτερη ανάδειξή τους επιστρατεύει ενίοτε αναφορές από διάφορα μυθιστορήματα, φιλοσοφικά αναγνώσματα, λαϊκές δοξασίες και αντιλήψεις, έργα τέχνης-πίνακες και κινηματογραφικές ταινίες, ακόμα και από δημοσιογραφικές έρευνες που ήρθαν πρόσφατα στο φως και άλλαξαν συγκεκριμένες ιστορικές πεποιθήσεις αναφορικά με την εξέλιξη των πόλεων.
Είναι προφανές ότι προσπαθεί να μη γράφει μόνο ως ιστορικός ερευνητής αλλά και ως πραγματικός flâneur, στους οποίους άλλωστε αναφέρεται, όντας, πάνω απ’ όλα, ένας πραγματικός εραστής των πόλεων.
Ξέρει, άλλωστε, ότι οι πόλεις δεν είναι ατραξιόν αλλά «εξίσου συναρπαστικές και ακατάληπτες. Με την ομορφιά και την ασχήμια, τη χαρά και τη θλίψη και με το άτακτο και χαοτικό εύρος της πολυπλοκότητας και των αντιθέσεων τους οι πόλεις είναι ένας ζωγραφικός πίνακας της ανθρώπινης φύσης, με όλα τα αξιαγάπητα και τα αξιομίσητα σε ίση ποσότητα».
Γι’ αυτό και δεν προσπαθεί να εξωραΐσει ούτε καν αντικειμενικά όμορφες πόλεις όπως το Παρίσι, για παράδειγμα, αποκαλύπτοντας τη χαοτική, βρόμικη και λασπώδη περιοχή του δέκατου ένατου αιώνα που, εκτός από συναρπαστική, ήταν εφιαλτική για τους κατοίκους της. Ούτε παρασύρεται από τη διαδεδομένη αναγνώριση προβεβλημένων προσωπικοτήτων που συνέβαλαν στην αναδόμηση της πόλης, όπως ο Οσμάν, που ανέλαβε να διαμορφώσει τις μεγάλες λεωφόρους σε αξονικό σχήμα, τονίζοντας, για παράδειγμα, την καταστροφή που επέβαλε στα παλιά Monceaux (όπου κάποτε βρίσκονταν οι οικισμοί των Μεροβίγγειων).
Διαφέροντας από τους υπόλοιπους ιστορικούς, ο Μπεν Γουίλσον διαπιστώνει ότι η ομορφιά του Παρισιού δεν έγκειται τόσο στα εντυπωσιακά κτίρια όσο σε αυτή την αδιανόητα συναρπαστική κίνησή του που διαμόρφωσε τον μύθο του και έκανε, για παράδειγμα, τον Μανέ να εμπνευστεί από τους ανώνυμους εργάτες, τις πόρνες ή τις πιο αυστηρές γκαρσόνες και να δημιουργήσει έργα όπως το «Μπαρ στα Φολί Μπερζέρ» ή το «Κονιάκ Δαμάσκηνο», αναδεικνύοντας τη μοναδικότητα του τυχαίου επισκέπτη.
Αν, όμως, «οι γρήγορες πινελιές των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων είναι οι αστραπιαίες κινήσεις των ματιών του κατοίκου της πόλης που δέχονται επίθεση από πυκνά πυρά αισθητήριων δεδομένων», στην περίπτωση της Νέας Υόρκης δεν επιστρατεύονται διάσημοι πίνακες αλλά αναφορές από ταινίες.
Για τον συγγραφέα, η μαγεία των εντυπωσιακών γυάλινων Πύργων την αυγή δεν μπόρεσε να αποτυπωθεί με καλύτερο τρόπο παρά μέσα από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, όπως το East Side, West Side του Άλαν Ντουάν (1927) ή σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Γερμανός κινηματογραφιστής Φριτς Λανγκ, ο οποίος είδε την πόλη του αύριο βγαλμένη από το παρελθόν, «την ιστορία του Πύργου της Βαβέλ και της Βαβυλώνας που αναπαράγεται τον εικοστό αιώνα».
Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει και ο ίδιος όταν περιγράφει με περισσή ακρίβεια την Ουρούκ στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, την πρώτη πόλη του κόσμου και το πιο ισχυρό κέντρο για πάνω από χίλια χρόνια, ως προηγμένη τεχνολογικά, αφού ήταν ένας τόπος διάσημος για τους ικανότατους χρυσοχόους, χυτευτές χαλκού, μεταλλουργούς, γεμάτος από περίτεχνα κτίρια. Σε αυτήν, άλλωστε, γίνεται αναφορά στο περίφημο Έπος του Γκιλγκαμές, το αρχαιότερο σωζόμενο λογοτεχνικό έργο της ανθρωπότητας.
Ο συγγραφέας δεν προσεγγίζει την πόλη με την αναχρονιστική διάθεση του αποστασιοποιημένου ιστορικού αλλά με την πραγματική περιέργεια του ανθρώπου που ξέρει ότι οι αναρίθμητες καινοτομίες, όπως αυτή του μεσοποτάμιου ημισφαιρικού κεραμικού κλίβανου, φανερώνουν πολλά για την τεχνολογική πρόοδο που επικρατούσε στη Μεσοποταμία του 4ης χιλιετίας π.Χ., η οποία δεν οδήγησε μόνο στην κατασκευή εντυπωσιακών κτιρίων από ποικίλες ύλες αλλά και στη δημιουργία ενός πολύπλοκου, τελετουργικού δικτύου διανομής τροφής, που με τη σειρά τους ανέδειξαν ένα μοναδικό κέντρο επεξεργασίας δεδομένων.
Ο ίδιος βλέπει μια αναλογία αυτής της εξέλιξης με τους σύγχρονους υπολογιστές όταν λέει πως «καμία κοινωνία στην ιστορία δεν είχε καταφέρει να διαχειριστεί τόσο τεράστιες ποσότητες πληροφορίας», με τα σφηνοειδή σύμβολα που αποτυπώθηκαν πάνω στον πηλό να παραπέμπουν σε εξελιγμένους κώδικες, σε αρχαιότερες μορφές λόγου και μαθηματικών.
Αντίστοιχες πληροφορίες μάς δίνει όταν περιγράφει την Ακκαδική Αυτοκρατορία του Σαργκόν, αυτό το εξέχον δημιούργημα του αρχαίου σουμεριακού αστικού πολιτισμού. Σε κάθε βήμα προόδου και παρακμής ο συγγραφέας χαράσσει μια εντυπωσιακή αναλογία που ξαναζωντανεύει αυτές τις πόλεις, βγάζοντάς τες από τη λήθη και καθιστώντας τες άκρως εντυπωσιακές, ακόμα και για τα σημερινά μέτρα και δεδομένα.
Κάτι αντίστοιχο κάνει και με την Αθήνα όταν αναφέρεται όχι μόνο στο δημοκρατικό της κλέος, που οφείλεται στην εξέλιξη των θεσμών της, αλλά και στο ότι η αρχαιοελληνική πόλη κατέστη πόλος έλξης για τους μη γηγενείς που συνέρρεαν σε αυτήν από κάθε μεριά της Ελλάδας (Ηρόδοτος, Ιπποκράτης, Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Αριστοτέλης κ.λπ.).
Σημαντικό είναι επίσης ότι συνδέει αυτό το ανοιχτό σχήμα της πόλεως με τους μετέπειτα υβριδικούς σχηματισμούς που ιδρύθηκαν στο μακρινό Τουρκμενιστάν, στο Αφγανιστάν και σε όλες τις μακρινές περιοχές του Αλεξάνδρου.
Όπως σημειώνει: «Οι πρώτες απεικονίσεις του Βούδα ήταν εμπνευσμένες από ελληνικά αγάλματα του Απόλλωνα. Τα δράματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη παρουσιάζονταν στην Περσία και στην Κοιλάδα του Ινδού ποταμού, ενώ η Ιλιάδα συνέβαλε στη διαμόρφωση των πρώιμων σανσκριτικών επών: σε ολόκληρη την κεντρική Ασία διάβαζαν Αριστοτέλη και συζητούσαν για τα γραπτά του».
Η διαπίστωση της αθηναϊκής επιδραστικότητας, ωστόσο, στους υπόλοιπους λαούς δεν σταματά στο τότε αλλά επεκτείνεται και στο σήμερα. Είναι εντυπωσιακή η επισήμανση του Γουίλσον πως το κίνημα Occupy Wall Street ξεκίνησε από την περίφημη κατάληψη του πάρκινγκ στη Ναυαρίνου, πυροδοτώντας μια σειρά εξεγέρσεων αλλά και να δυναμικών μεταμορφώσεων παλιών χώρων, όπως αυτή του εξαρχειώτικου πάρκου, το οποίο δείχνει να γνωρίζει από πρώτο χέρι!
Ένας συγγραφέας, όταν γράφει για τις σύγχρονες πόλεις, οφείλει, σε μεγάλο βαθμό, να έχει αφουγκραστεί το ηχόχρωμά τους, την καθημερινότητά τους και αυτό που ο Αριστοτέλης θα ονόμαζε «έξη» και «τρόπο του βίου», να έρθει σε επαφή με κάθε απίθανη γειτονιά και να μεταμορφωθεί σε δυναμικό παρατηρητή που φωτογραφίζει νοερά κάθε απίθανη, ανέλπιστη και κρυφή πτυχή της καθημερινότητας.
Οφείλει επίσης να έχει καταστεί αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει, μέσω της Σούζαν Σόνταγκ, «ένας ιδανικός φωτογράφος ο οποίος είναι μια πιο εξοπλισμένη εκδοχή του μοναχικού περιπατητή που κατοπτεύει, καταδιώκει, ταξιδεύει στην αστική κόλαση, του ηδονοβλεψία περιπατητή που ανακαλύπτει την πόλη ως τοπία φιλήδονων υπερβολών».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.