ΠΙΝΑΚΕΣ, ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ, ΧΡΩΜΑΤΑ, υπογραφές, τελάρα, κορνίζες, μαχαίρια, αίματα, συμβόλαια, χρήματα, δολοπλοκίες, σκοτάδια. Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, η επιβλητική μορφή του Έιμος Χάτσερ, του ντετέκτιβ κλοπών έργων τέχνης της Νέας Υόρκης. Του προσώπου που συνέθεσε με μαεστρία ο Όλιβερ Μπανκς και που του «ανέθεσε» τις περίπλοκες υποθέσεις στα δύο μοναδικά του μυθιστορήματα.
Ο Όλιβερ Μπανκς, γεννημένος το 1941, υπήρξε ιστορικός τέχνης και καθηγητής Iστορίας της Tέχνης στη Νέα Υόρκη. Στη διάρκεια του σύντομου βίου του –πέθανε το 1991, σε ηλικία μόλις 50 ετών– ασχολήθηκε εντατικά με την τέχνη, έζησε μέσα σε αυτή, μελέτησε, δίδαξε και έγραψε για τους μεγάλους εκπροσώπους της τέχνης, ζωγράφους που όρισαν είδη και εποχές. Η διδακτορική του διατριβή, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, είχε τίτλο «Watteau and the North: Studies in the Dutch and Flemish Baroque Influence on French Rococo Painting». Ωστόσο, παράλληλα με την ακαδημαϊκή του εργασία, ο Μπανκς θέλησε να δοκιμαστεί και στον χώρο της λογοτεχνικής γραφής. Δύο μόνο μυθιστορήματα πρόλαβε να γράψει: τον «Χαμένο πίνακα του Ρέμπραντ» («The Rembrandt panel», 1980) και τη «Μανία με τον Καραβάτζο» («The Caravaggio Obsession», 1984). Και τα δύο κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετικές μεταφράσεις από τον Ανδρέα Αποστολίδη.
Καθώς η αγορά έργων τέχνης αφορούσε πάντοτε μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα αποκτήσουν, οι άνθρωποι στους οποίους ο Μπανκς δίνει φωνή μέσα στα βιβλία του είναι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τις ποιότητες, τις νοοτροπίες και τα όρια αυτών των εύπορων πελατών.
Ο Μπανκς δεν μετακινήθηκε μακριά από το πεδίο που γνώριζε καλά. Έστησε δύο ιστορίες βγαλμένες από τη σκοτεινή κοιλιά του χώρου των έργων τέχνης. Στην πραγματικότητα, έγραψε για αυτό που γνώριζε βαθιά. Όλοι βλέπουμε και θαυμάζουμε, μα λίγοι μπορούμε να φανταστούμε τι σκοτάδι κρύβεται πίσω από τα πολύτιμα τελάρα του Καραβάτζο, του Ρέμπραντ, του Πικάσο, του Ντα Βίντσι και εκατοντάδων άλλων μεγάλων της ζωγραφικής.
Πηγαίνοντας σε μουσεία, εκθέσεις και γκαλερί, κοιτάζει κανείς τα αριστουργήματα αιώνων, μπορεί να διαβάσει και να μάθει την ιστορία κάθε έργου τέχνης. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν τα βρόμικα παιχνίδια που στήνονται ανά τους αιώνες γύρω από αυτούς τους πίνακες – και όχι μόνο: γλυπτά, διακοσμητικά αντικείμενα, έπιπλα αντίκες και ένα σωρό άλλα έργα τέχνης έχουν κλαπεί και βρεθεί «όμηροι» στα χέρια αιμοβόρων και σατανικών εγκληματιών.
Η αγορά των έργων τέχνης είναι από τις πλέον σκληρές και απάνθρωπες. Τι κι αν το αντικείμενο κλοπής είναι ένα πανέμορφο έργο τέχνης, που φτιάχτηκε από έναν ευαίσθητο και ευφυή καλλιτέχνη; Αυτό δεν αφορά καθόλου τον εγκληματία, που μπορεί να σκίσει με ένα μαχαίρι τον καμβά περιμετρικά του τελάρου, για να αποσπάσει τον πίνακα από την κορνίζα του πιο εύκολα και γρήγορα.
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί κλέφτες. Οι προαναφερθέντες προχειρολόγοι, που μόνο σκοπό έχουν να κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και να εξαφανιστούν (άνθρωποι που δεν γνωρίζουν και πολλά περί τέχνης, και φυσικά ούτε για αυτό που κλέβουν), αλλά κι οι άλλοι, εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και «ειδικοί» των έργων τέχνης. Εκείνοι, δηλαδή, που έχουν μελετήσει και γνωρίζουν επακριβώς την αξία αυτών που κλέβουν, που σέβονται και μεταχειρίζονται με απόλυτη ακρίβεια και προσοχή τα έργα (τα αποσπούν προσεκτικά από τα σημεία που εκτίθενται, τα συσκευάζουν, τα μεταφέρουν με αυξημένα μέτρα προστασίας).
Για αυτούς μιλά ο Μπανκς στα δύο του μυθιστορήματα, που ενδύονται τον αστυνομικό μανδύα –και πράγματι η πλοκή τους μιμείται τις τεχνικές μεγάλων αστυνομικών μυθιστορημάτων–, στα οποία όμως το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται αλλού. Αν προσπεράσει ο αναγνώστης τον αστυνομικού τύπου σκελετό των βιβλίων, βρίσκεται ενώπιον ενός υποκόσμου που μιλά και δρα εν κρυπτώ, που δολοφονεί μικροεμπόρους, γκαλερίστες, στον οποίο οι απειλές και οι εκβιασμοί αποτελούν καθημερινότητα. Μεγάλα και διαχρονικά ζητήματα του χώρου της τέχνης περνούν μέσα στα βιβλία αυτά με τρόπο οικείο και διαφωτιστικό. Ο απλός θεατής και λάτρης της τέχνης δεν δύναται να γνωρίζει τη σκοτεινή ιστορία κάποιων έργων, από ποια χέρια έχουν περάσει για να καταλήξουν στους τοίχους μεγάλων μουσείων ανά την υφήλιο.
Ένα μεγάλο θέμα, αυτό των πλαστών έργων τέχνης, ο Μπανκς το χρησιμοποιεί και στα δύο μυθιστορήματά του, μα κυρίως στον «Χαμένο πίνακα του Ρέμπραντ», όπου ένας πίνακας που αποδίδεται στον Ρέμπραντ φτάνει στα χέρια του Σάμιουελ Βάινστοκ, ενός Βοστονέζου εμπόρου έργων τέχνης. Μέσα από μια σειρά απίστευτων διαπλοκών και μηχανορραφιών, ο Μπανκς σκιαγραφεί τη διαδικασία που υφίστανται τα έργα τέχνης προκειμένου να αποσαφηνιστεί η αυθεντικότητά τους.
Καθώς η αγορά έργων τέχνης αφορούσε πάντοτε μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα αποκτήσουν, οι άνθρωποι στους οποίους ο Μπανκς δίνει φωνή μέσα στα βιβλία του είναι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τις ποιότητες, τις νοοτροπίες και τα όρια αυτών των εύπορων πελατών. Όπως επίσης και των ανθρώπων που εμπορεύονται τα έργα αυτά. Ο Μπανκς τους γνωρίζει, έχει ζήσει ανάμεσά τους, έχει μυρίσει το χνότο τους, έχει σταθεί πλάι τους τις στιγμές των κρίσιμων αγοραπωλησιών.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τους πλάσει, να τους μετασχηματίσει σε λογοτεχνικούς ήρωες, να τους δώσει αιμάτινη μορφή και λόγο ρεαλιστικό; Διότι αυτό πετυχαίνει με τη γραφή του ο Μπανκς: να ακούς και να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους δίπλα σου, να μπαίνεις ολόκληρος μέσα στις μισοσκότεινες (βλ. το περίφημο κιαροσκούρο του Καραβάτζο) αίθουσες, να στέκεσαι πίσω από το γραφείο του εμπόρου, δίπλα σε στοιβαγμένα τελάρα πινάκων. Γιατί πίσω από τη λάμψη της τέχνης υπάρχει πολύ σκοτάδι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε κάποιο σημείο της «Μανίας» ο Μπανκς: «Οι άνθρωποι που επιλέγουν τα μουσεία για εργασία τους συχνά το κάνουν για ν’ αποφύγουν τις δυσάρεστες καταστάσεις […] για να καταφέρουν τα μουσεία να επιβιώσουν στο μέλλον, θα έπρεπε οι εργαζόμενοι σ’ αυτά να πάψουν να τα θεωρούν ως ησυχαστήρια και να τα μετατρέψουν σε ετοιμοπόλεμα φρούρια».
Δεν θα είχε νόημα να περιγράψει κανείς, στο πλαίσιο ενός άρθρου, τις πλοκές των δύο αυτών μυθιστορημάτων, εν περιλήψει. Σημασία έχει να ανατρέξει ο αναγνώστης στα ίδια τα βιβλία, να τα πιάσει στα χέρια του, να τα μυρίσει, να τα ξεφυλλίσει, να τα διαβάσει. Να παραμερίσει τη βελούδινη κουρτίνα του μουσείου και να μπει λαθραία στον πίσω χώρο, τον λιγοστά φωτισμένο, που μυρίζει κλεισούρα και αίμα. Να συναντήσει επικίνδυνους εγκληματίες, να πιάσει στα χέρια του έργα τέχνης και να αναρωτηθεί αν είναι αυθεντικά ή πλαστά, να σηκώσει τα χέρια του ψηλά μπροστά σε μια κάνη που τον σημαδεύει, να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές, να κατέβει σε υπόγεια, να δει φορτηγά που φέρουν επιγραφή χαρτιών υγείας αλλά που μεταφέρουν πίνακες εκατομμυρίων, εγκύους να βγάζουν την ψεύτικη κοιλιά τους ταυτόχρονα με το περίστροφο από την τσέπη τους.
Αυτά και άλλα πολλά μπορούν να αισθανθούν οι αναγνώστες, διαβάζοντας αυτά τα δύο βιβλία, που οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν και εξέδωσαν σε δύο τόμους, περιλαμβάνοντάς τα στη μικρόσχημη «μαύρη» σειρά των αστυνομικών τους βιβλίων.
Ιδιαίτερη μνεία: το επίμετρο της «Μανίας με τον Καραβάτζο» έχει επιμεληθεί ο πρόσφατα μεταστάς Κύριλλος Σαρρής (1950-2024). Εκεί, ο αναγνώστης θα διαβάσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που συνοδεύουν τα μυθιστορήματα του Μπανκς και λειτουργούν επικουρικά. Μια εργασία γόνιμη και συγκινητική, αν σκεφτεί κανείς την «άτυπη» συνεργασία ανθρώπων μεταξύ τους: Μπανκς - Αποστολίδης - Σαρρής. Η τέχνη ενώνει τους ανθρώπους με δεσμούς που πολλές φορές παραμένουν αόρατοι. Αλλά για ποιον άλλο λόγο να έρχεται κανείς σε επαφή με έργα τέχνης, αν όχι για να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους;