Ο Άρθουρ Σοπενάουερ (1788-1860) ήταν ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος που έχτισε το νοητικό του δημιούργημα πάνω σε αθεϊστικά θεμέλια, αρνούμενος ρητά και αποφασιστικά την ύπαρξη του μεταφυσικού.
Πίστευε πως ο άνθρωπος σπαταλάει τη ζωή του βαυκαλιζόμενος ότι θα ευτυχήσει, ενώ ολόκληρη η διαδρομή του δεν είναι παρά μια αναπόδραστη τραγική κατηφόρα, βάναυση και απρόβλεπτη. Κι ήταν επίσης ο πρώτος που κοίταξε τα ένστικτα και τα συναισθήματα από μέσα, ανοίγοντας τον δρόμο στον Φρόιντ για τη θεωρία των ονείρων, του ασυνείδητου και του μηχανισμού της απώθησης.
Ο Σοπενάουερ που, όπως αργότερα και ο Νίτσε, τοποθέτησε τη βούληση στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, θέλησε να κρατηθεί μακριά από κάθε είδους σχέσεις –ερωτικές, συζυγικές, φιλικές– ώστε ν’ αποφύγει την οδύνη που θα του προκαλούσαν.
Από μικρός οίκτιρε τον εαυτό του για τις έντονες σεξουαλικές ορμές του που αδυνατούσε να καθησυχάσει κι ως ενήλικας βασανιζόταν από την αγχώδη προδιάθεση που του έδωσε η φύση να βλέπει φανταστικούς κινδύνους παντού.
Mυούμαστε σε μια εκλαϊκευμένη αλλά όχι απλουστευτική εκδοχή του βίου και του έργου του Σοπενάουερ, φτάνουμε να νιώσουμε τρυφερότητα τόσο για τον φιλόσοφο όσο και για τον σύγχρονο οπαδό του και, γι’ άλλη μια φορά, καλούμαστε από τον Γιάλομ ν’ αναρωτηθούμε πάνω στο νόημα της δικής μας ζωής.
Σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, αν ζούσε σήμερα ο Σοπενάουερ –άνθρωπος σοφός μεν αλλά πολύ διαταραγμένος– θα ήταν απολύτως κατάλληλος για ψυχοθεραπεία. Στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ», εν τούτοις, ο διάσημος εκπρόσωπος της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική στις ΗΠΑ και με διδακτικούς στόχους πεζογράφος, δεν τοποθετεί στο ντιβάνι τον Γερμανό πεσιμιστή. Άλλωστε, το μυθιστόρημά του (μετ. Ε. Ανδριτσάνου-Γ. Ζέρβας, Άγρα 2005) δεν εκτυλίσσεται στο κλειστό σύστημα της ατομικής ψυχοθεραπείας αλλά στον μικρόκοσμο της ομαδικής.
Ανάμεσα, όμως, σ’ εκείνους που καλείται να θεραπεύσει ο Τζούλιους, το μυθιστορηματικό alter ego του Γιάλομ, είναι ένας ψυχρός κι απάνθρωπος στην απομόνωσή του άντρας, ο Φίλιπ, ο δίδυμος εγκέφαλος, η ζωντανή ενσάρκωση του Σοπενάουερ στη σημερινή εποχή.
Εδώ ο Γιάλομ έχει υιοθετήσει το προσωπείο ενός καταξιωμένου ψυχοθεραπευτή χτυπημένου από έναν ύπουλο καρκίνο στο δέρμα, στον οποίο απομένει ένας μόλις χρόνος ζωής. Παρά τον αρχικό πανικό του, έχοντας συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι για τον ίδιο η δουλειά του, ο Τζούλιους αποφασίζει να διασχίσει το διάστημα που του απομένει όσο πιο δημιουργικά μπορεί.
Ενώ συνεχίζει τις ομαδικές συνεδρίες με τους τωρινούς ασθενείς του, αναρωτιέται τι ν’ απέγιναν κάποιοι που είχε κουράρει στο παρελθόν. Ξεφυλλίζοντας τους φακέλους του, η ματιά του πέφτει πάνω σε μια καραμπινάτη αποτυχία του, στην περίπτωση του Φίλιπ Σλέιτ, ενός γοητευτικού στην εμφάνιση χημικού, τόσο αποξενωμένου από τον εαυτό του, που προτιμούσε να γλιστράει πάνω στην επιφάνεια της ζωής και ν' αφιερώνει όλη τη ζωτική του ενέργεια σε αλλεπάλληλες συνουσίες, δίχως ίχνος ψυχικής συμμετοχής.
Δεκαετίες μετά την τελευταία τους συνάντηση, ο Τζούλιους επιδιώκει να ξαναδεί τον Φίλιπ. Και αντικρίζει έναν διδάκτορα της φιλοσοφίας με παγωμένο βλέμμα, έναν καθηγητή σε κολέγια τρίτης κατηγορίας που παίζει το έργο του Σοπενάουερ στα δάχτυλα, έναν «τοίχο» που επενδύει αποκλειστικά στις διανοητικές του δυνάμεις καταπιέζοντας τις ορμές του, κάποιον που, ενώ βρίσκεται σε απόλυτη ρήξη με τους ανθρώπους γύρω του, φιλοδοξεί να σταδιοδρομήσει ως φιλοσοφικός θεραπευτής!
Τα «συμφέροντα» του Τζούλιους και του Φίλιπ συμπίπτουν. Ο πρώτος αναζητά μια ευκαιρία να ξεμπλοκάρει επιτέλους τα συναισθήματα του παλιού ασθενή του, ο δεύτερος χρειάζεται έναν αρμόδιο επόπτη για να κατοχυρωθεί επαγγελματικά. Η συμμετοχή του Φίλιπ στην ομάδα ψυχοθεραπείας που διευθύνει ο Τζούλιους είναι πια μονόδρομος. Και η μυθιστορηματική «Θεραπεία του Σοπενάουερ» ξεκινά.
Μέσα στις πεντακόσιες περίπου σελίδες του βιβλίου, υπό την καθοδήγηση ενός μελλοθάνατου, μια σειρά από διαφορετικές προσωπικότητες παλεύουν να συμφιλιωθούν με τα άγχη τους, ν’ απαλλαγούν από τις εμμονές τους, ν’ αλληλοβοηθηθούν. Κι εμείς, μυούμαστε σε μια εκλαϊκευμένη αλλά όχι απλουστευτική εκδοχή του βίου και του έργου του Σοπενάουερ, φτάνουμε να νιώσουμε τρυφερότητα τόσο για τον φιλόσοφο όσο και για τον σύγχρονο οπαδό του και, γι’ άλλη μια φορά, καλούμαστε από τον Γιάλομ ν’ αναρωτηθούμε πάνω στο νόημα της δικής μας ζωής.
Γραμμένο σε μια περίοδο που ο ίδιος συντόνιζε θεραπευτικές ομάδες με ανθρώπους που είχαν χηρέψει, το παραπάνω μυθιστόρημα είχε χαθεί από τη μνήμη του Γιάλομ. Πρόσφατα, όμως, όταν έφτασε η δική του σειρά να διαχειριστεί το πένθος και τις έντονες σεξουαλικές επιθυμίες που αυτό του προκάλεσε, η «Θεραπεία του Σοπενάουερ» ανασύρθηκε στην επιφάνεια.
Ξαναδιαβάζοντας το παλιό μυθιστόρημά του –«Για σκεφτείτε το: εγώ, στην ηλικία τώρα των 88 ετών, να διαβάζω όσα είχα γράψει για έναν ηλικιωμένο άντρα 66 ετών που έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο!»– ο Γιάλομ ξαφνιάστηκε συνειδητοποιώντας σε πόσο μεγάλο βαθμό είναι αυτοβιογραφικό το βιβλίο του.
Η καραντίνα του 2020 βρήκε τον ίδιο σε βαρύ πένθος, μετά τον θάνατο αγαπημένης του συζύγου από πολλαπλό μυέλωμα. Με τη Μαίριλυν Γιάλομ ήταν ζευγάρι από την εφηβεία τους. Και, στο βιβλίο που αποφάσισαν να γράψουν μαζί, όσο εκείνη αποζητούσε έναν αξιοπρεπή θάνατο κι εκείνος αναμετριόταν με τον επερχόμενο χαμό της, ο Γιάλομ ομολογεί πως η ανάγνωση της «Θεραπείας του Σοπενάουερ» λειτούργησε και για τον ίδιο θεραπευτικά.
Στο φρεσκοτυπωμένο «Ζήτημα θανάτου και ζωής» (μετ. Ε. Ανδριτσάνου, Άγρα), υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο γραμμένο εξήντα μέρες μετά τον θάνατο της Μαίριλυν, το «Βοήθεια από τον Σοπενάουερ», όπου ο Γιάλομ το παραδέχεται: «Έχω δώσει στον Τζούλιαν, τον ομαδικό θεραπευτή, πολλά δικά μου χαρακτηριστικά και στοιχεία από το προσωπικό μου παρελθόν (…) Η παρατήρηση ότι πολλοί άνθρωποι με πένθος κατακλύζονται από σεξουαλική ενέργεια, στο βιβλίο που ο ίδιος έγραψα πριν από μια εικοσαετία, προοικονομεί ακριβώς τα συναισθήματα που βίωσα μετά τον θάνατο της Μαίριλυν»…
Όπως δηλώνει, πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα «διδακτικό μυθιστόρημα» το οποίο θ’ απευθυνόταν συγχρόνως τόσο στους φοιτητές που αρχίζουν τις σπουδές τους στη Φιλοσοφία όσο και στους εκπαιδευόμενους ομαδικούς θεραπευτές. Επινόησε έναν προβληματικό θεραπευόμενο, τον Φίλιπ, με πρότυπο τον Σοπενάουερ – έναν «σχιζοειδή, απόμακρο, απομονωμένο άνθρωπο με τεράστια δυσκολία να έρθει σ’ επαφή με τα συναισθήματά του αλλά και να σχετιστεί με τους άλλους».
Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτά τι αισθάνεται, ο Φίλιπ αρνείται πως έχει κάποιο συναίσθημα. «Ο Τζούλιους, ο συντονιστής της ομάδας» διαβάζουμε, «το χειρίζεται με πολύ ωραίο τρόπο, χρησιμοποιώντας ένα από τα αγαπημένα μου τεχνάσματα, τα οποία χρησιμοποιούσα για να βοηθήσω τέτοιους θεραπευόμενους να δουλέψουν. Ρωτάει τον Φίλιπ: "Αν όμως ένιωθες κάποια συναισθήματα γι’ αυτό που συνέβη, ποια θα ήταν αυτά;"».
Περήφανος για το βιβλίο του, ο Γιάλομ καταλήγει: «Η "Θεραπεία του Σοπενάουερ" εξακολουθεί να διαβάζεται και έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Προσπαθώ να θυμηθώ σε ποιο σημείο του κόσμου βρισκόμουν όταν το έγραψα. Αν ζούσε η Μαίριλυν, θα μου το έλεγε αμέσως».