Μετά την επιτυχία της ως «Μαίρη Πόπινς» που την εκτόξευσε από το πουθενά σχεδόν στα ύψη της παγκόσμιας φήμης (και στο πρώτο από τα δύο διαδοχικά βραβεία Όσκαρ που κέρδισε το 1965 και το 1966), η Τζούλι Άντριους ανησυχούσε ότι ο ρόλος της Μαρία στη «Μελωδία της ευτυχίας» που μόλις της είχε προταθεί, θα την τυποποιούσε αιωνίως σε ρόλους γκουβερνάντας.
Τελικά δέχτηκε τον ρόλο που θα της εξασφάλιζε άλλο ένα Όσκαρ, αλλά όταν έφτασε στη βίλα της κινηματογραφικής οικογένειας των Φον Τραπ στην Αυστρία όπου γυρίστηκε η ταινία, είχε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη όταν πληροφορήθηκε ότι το σπίτι ήταν η κατοικία του αρχηγού των Ες-Ες, Χάινριχ Χιμλερ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
«Μπορούσες κυριολεκτικά να νιώσεις το κακό που είχε διαποτίσει τους τοίχους», θυμάται σήμερα η αιωνίως δημοφιλής 85χρονη ηθοποιός και τραγουδίστρια με την μακροβιότατη και πιο πολυσχιδή απ' ό,τι πιστεύουν όσοι την συνδέουν αποκλειστικά με αυτές τις δύο ταινίες, καριέρα.
Θα ακολουθούσε η μεγάλη επιτυχία της ως Ελίζα Ντουλίτλ στο μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία» αλλά και η απογοήτευση όταν στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου ο ρόλος πήγε σε κάποια που δεν τραγουδούσε όπως η Όντρεϊ Χέπμπορν.
Αυτή είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αναφέρονται στη νέα αυτοβιογραφία της Τζούλι Άντριους που έχει τίτλο "Home Work: A Memoir of My Hollywood Years" και, αντίθετα από άλλα απομνημονεύματα αστέρων του Χόλιγουντ, δεν αναλώνεται σε καυτές αποκαλύψεις ή ξεκαθαρίσματα λογαριασμών.
Αστέρι από πολλή μικρή στα πάλκα του λονδρέζικου vaudeville, δεν είχε λάβει κανονική σχολική εκπαίδευση και ανησυχούσε έντονα για το μέλλον της από την εφηβεία ακόμα, η ερμηνεία της όμως ως Σταχτοπούτα στην ομώνυμη παράσταση που χάλασε κόσμο στο Palladium του Λονδίνου, της εξασφάλισε προσφορά να συνεχίσει την καριέρα της στο Μπρόντγουεϊ πριν κλείσει τα 19 της χρόνια.
Εκεί θα ακολουθούσε η μεγάλη επιτυχία της ως Ελίζα Ντουλίτλ στο μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία» αλλά και η απογοήτευση όταν στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου ο ρόλος πήγε σε κάποια που δεν τραγουδούσε όπως η Όντρεϊ Χέπμπορν (τα φωνητικά στα τραγούδια της ταινία ανήκουν στη Μάρνι Νίξον). Λίγο καιρό αργότερα όμως, της προτάθηκε να κάνει το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη ως Μαίρη Πόπινς.
Περισσότερο «διεισδυτική» απ' ό,τι με την δική της ζωή, εμφανίζεται στο βιβλίο της όταν αναφέρεται στον δεύτερο σύζυγό της, τον γνωστό σκηνοθέτη Μπλέικ Έντουαρντς, τον οποίο γνώρισε τυχαία στο δρόμο μια μέρα καθώς έφευγε από τον ψυχοθεραπευτή της και μείνανε μαζί από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία 88 ετών το 2010.
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Μπλέικ Έντουαρντς ως χαρακτήρας ήταν ευθύς αλλά και πολύπλοκος συγχρόνως. Τον περιγράφει ως χαρισματικό και ευγενή, αλλά επίσης και με περιόδους κατάθλιψης και εθισμού σε βαριά παυσίπονα που έπαιρνε για τους πόνους στην πλάτη του. Γράφει ακόμα ότι ήταν μονίμως πικραμένος από την χυδαία και ανάλγητη κουλτούρα των χολιγουντιανών στούντιο και εξαντλημένος από τις προσπάθειες να κρατά τα στελέχη τους όσο γινόταν πιο μακριά από την παραγωγή και το τελικό μοντάζ των ταινιών του.
Αναφέρει κι ένα χαριτωμένο περιστατικό με τον Μπρους Λι στο βιβλίο, τον οποίον είχαν καλέσει σε γεύμα κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος για να τους ευχαριστήσει άρχισε, όπως γράφει η Τζούλι Άντριους στο βιβλίο, να κάνει διάφορα «αεροπλανικά» κόλπα και να πετάγεται ξαφνικά από την καρέκλα του επιχειρώντας απίστευτες πιρουέτες. «Αυτό μπορεί να το κάνει ο Νουρέγιεφ;», τους είχε ρωτήσει τότε.
Με στοιχεία από τους LA Times