Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ (Σεφεριάδη) με την αδελφή του Ιωάννα Σεφεριάδη (Τσάτσου) ήταν κάτι παραπάνω από στενά αδελφική. Η Ιωάννα, κατά εννέα χρόνια μικρότερή του (είχε γεννηθεί το 1909), ήταν η αποδέκτης όλων των περιπετειών του και ο πρώτος άνθρωπος από τον οποίον ο Σεφέρης ζητούσε συμπαράσταση, φροντίδα και βοήθεια.
Αγαπητική ήταν και η σχέση του Γιώργου και της Ιωάννας με τον μεσαίο αδελφό τους, τον Άγγελο Σεφεριάδη, που είχε γεννηθεί το 1905, παιδιά και οι τρεις του Στυλιανού Σεφεριάδη, καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου (1873-1951) και της Δέσποινας Τενεκίδη.
Ο Άγγελος πέθανε πολύ νέος, το 1950 στην Καλιφόρνια, όπου δίδασκε στη Στρατιωτική Σχολή Γλωσσών του Μόντερεϊ. Ο ξαφνικός θάνατός του από διαβήτη προκάλεσε τρομερό πόνο στον Γιώργο. «Το δράμα του Άγγελου είναι για μένα μια υπόθεση ολόκληρης της ζωής μου» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στην Ιωάννα στις 4 Φεβρουαρίου 1950 από την Άγκυρα, όπου υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία.
Η αλληλογραφία του Σεφέρη με την αδελφή του έρχεται να προστεθεί δίπλα σ’ αυτές με τον Θεοτοκά, τον Καραντώνη, τον Κατσίμπαλη, τον Λορεντζάτο, τον Νάνη Παναγιωτόπουλο και, φυσικά, τη Μαρώ. Ένας ολόκληρος κόσμος και ένα λογοτεχνικό είδος, η επιστολογραφία, που σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, έχει εξαφανιστεί.
Η αλληλογραφία του Σεφέρη με την αδελφή του αποδεικνύει αυτήν τη στενή σχέση. Η αλληλογραφία τους άρχισε το 1919, όταν ο Σεφέρης, δεκαεννιά ετών, βρισκόταν στο Παρίσι για σπουδές. Τελείωσε το 1970, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του ποιητή. «Τα δύο αδέλφια αντάλλαξαν περισσότερες από 810 επιστολές», γράφει ο επιμελητής της έκδοσης της αλληλογραφίας Γιώργος Δ. Παναγιώτου. «Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση και αριθμό επιστολών αλληλογραφία του Σεφέρη».
Ο ποιητής είχε στείλει στην αδελφή του 443 επιστολές και αυτή του είχε ανταπαντήσει με 367. Οι απαντητικές επιστολές της, που βρίσκονται στο Αρχείο Σεφέρη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, «ήταν πολυσέλιδες και αφορούσαν κυρίως τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Σεφέρης στην υπηρεσία του και είχε ζητήσει τη βοήθειά της. Η ανταπόκρισή της ήταν άμεση και τις περισσότερες φορές η φροντίδα της ήταν αποτελεσματική», γράφει ο επιμελητής της έκδοσης.
Ο δεύτερος τόμος της αλληλογραφίας, που μόλις εκδόθηκε, καλύπτει την περίοδο 1946-1952. Στα χρόνια αυτά ο διπλωμάτης Σεφεριάδης (και ποιητής Σεφέρης) υπηρετεί διαδοχικά στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα και στις πρεσβείες της Ελλάδας στην Άγκυρα και στο Λονδίνο.
Το 1952 προάγεται σε πρεσβευτή και τοποθετείται στη Βηρυτό, με διαπίστευση για τη Συρία και το Ιράκ. Ο Σεφέρης θεωρούσε μειωτική αυτή την τοποθέτηση, που έτσι κι αλλιώς ήταν αποτέλεσμα μηχανορραφιών για τη «διευκόλυνση» άλλων διπλωματικών υπαλλήλων με περισσότερες προσβάσεις στην κεντρική διοίκηση.
Ο δεύτερος τόμος της αλληλογραφίας κλείνει με ένα γράμμα που στέλνει ο Σεφέρης στην αδελφή του λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1952 από το ξενοδοχείο St Georges της Βηρυτού. Της γράφει: «Το οίκημα της Πρεσβείας είναι χειρότερο από κάθε περιγραφή. Φαντάστηκα πως πρέπει να ήταν καρακόλι (δηλαδή αστυνομικός σταθμός) της εποχής των Σουλτάνων. Το δράμα για μένα είναι ότι κανένα από τα έπιπλά του, εκτός από δύο κρεβάτια, δεν είναι χρησιμοποιήσιμο: πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τα λεφτά που μας έχουνε δώσει, ένας Θεός ξέρει».
Όλα αυτά τα χρόνια ο Σεφέρης αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα και τις επιστολές προς την αδελφή του διατρέχει η αγωνία τού «πώς θα τα βγάλει πέρα» ‒ όσο μελοδραματικό κι αν ακούγεται αυτό. Η Ιωάννα, που φαίνεται πώς ήταν η πιο δυναμική από τα αδέλφια Σεφεριάδη, προσπαθεί να του βρίσκει πάντα λύσεις, φροντίζοντας για τη μετατροπή των πληθωριστικών εκείνη την εποχή δραχμών σε σκληρότερα νομίσματα, κυρίως λίρες Αγγλίας. Τα οικονομικά προβλήματα του Σεφέρη είναι ένα από τα βασικά θέματα της αλληλογραφίας.
Το άλλο βασικό θέμα είναι ο θάνατος του αδελφού τους Άγγελου και η μεγάλη έγνοια του Σεφέρη για τη φροντίδα και το μέλλον του ανιψιού τους Στέλιου Σεφεριάδη, γιου του Άγγελου.
Οι μηχανορραφίες στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών είναι το τρίτο μεγάλο θέμα του δεύτερου τόμου της αλληλογραφίας. Γράφει στην αδελφή του από το Λονδίνο στις 22 Ιουνίου 1952, ενώ περιμένει τον επίσημο «προβιβασμό» του σε πρεσβευτή: «Το μεγάλο καλό σ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι η στοργή που έβαλες για μένα μέσα στον ζωολογικό κήπο αυτών των αγριανθρώπων ‒ η μεγάλη παρηγοριά. Αυτό είναι το σπουδαίο και το ένιωσα μεγάλη συγκίνηση. Τα άλλα ήταν φυσικό να μείνουν στη στάθμη της ελληνικής πραγματικότητας, δηλαδή ενός τόπου τόσο φτωχού και με τόσο ελαττωματική τη μηχανή της κατανομής και της επιλογής, που καταντά το ζούληγμα και η αρπαγή να είναι νόμος».
Ο πρώτος τόμος της αλληλογραφίας Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1934-1939) είχε κυκλοφορήσει στο τέλος του 2019, πάντα από τις εκδόσεις Μελάνι, με εισαγωγή, επιμέλεια επιστολών και σημειώσεις του Γιώργου Δ. Παναγιώτου. Οι περισσότερες επιστολές του πρώτου τόμου έχουν ως τόπο αποστολής την Κορυτσά, όπου ο Σεφέρης είχε τοποθετηθεί ως υποπρόξενος της Ελλάδας.
Οι επιστολές του τόμου αυτού ακουμπούν κυρίως στον ιδιωτικό κόσμο της οικογένειας Σεφεριάδη. Το σπίτι της οδού Κυδαθηναίων, ο πατέρας Στυλιανός, ο αδελφός τους Άγγελος, τα οικονομικά τους, οι δυο κόρες της Ιωάννας, οι φίλοι, η Αθήνα: «Γράψτε, χριστιανοί μου, μόνο δύο λογάκια για να ξέρω αν το Κολωνάκι και η Πλάκα στέκονται ακόμη στα θεμέλιά τους».
Είναι η ίδια εποχή που γνωρίζει τη Μαρίκα (Μαρώ) Λόντου και ερωτεύονται. «Τη Μαρίκα θέλω να τη θεωρείς σαν γυναίκα μου» γράφει στον Τσάτσο. Βλέπουμε επίσης ένα προσωρινό πάγωμα αυτής της μοιραίας σχέσης, καθώς ο Ανδρέας Λόντος, σύζυγος της Μαρώς, απειλεί ότι δεν θα της δώσει τα παιδιά της αν τον εγκαταλείψει. Στο διάστημα αυτό παρακολουθούμε ένα παιχνίδι (ερωτικό;) του Σεφέρη με την «Κλέλια», κρυπτικό όνομα για τη Γαρυφαλλιά Καρτάλη από τον Βόλο.
Φυσικά, οι επιστολές είναι και η ποίηση, διαρκώς και πάντα, σχεδιάσματα, σκέψεις, ιδέες, αναφορές που στέλνει στην αδελφή του. Ο χρόνος της Κορυτσάς είναι ιδιαίτερα απολαυστικός για τον σύγχρονο αναγνώστη. Την Πρωτοχρονιά του 1937 ο Σεφέρης ζητάει να του στείλουν σαπούνια ξυρίσματος Αλεπουδέλη, σοκολάτες Παυλίδη, σπαγγέτια μάρκας Μίσκο, ούζα, Δεμέστιχα Καλαβρύτων, κονιάκ Καμπά, 3.000 τσιγάρα Παπαστράτου σε τενεκεδένιο κουτί κ.ά.
Η αλληλογραφία του Σεφέρη με την αδελφή του έρχεται να προστεθεί δίπλα σ’ αυτές με τον Θεοτοκά, τον Καραντώνη, τον Κατσίμπαλη, τον Λορεντζάτο, τον Νάνη Παναγιωτόπουλο και, φυσικά, τη Μαρώ. Ένας ολόκληρος κόσμος και ένα λογοτεχνικό είδος, η επιστολογραφία, που σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, έχει εξαφανιστεί.