Πώς γίνεται να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα με στενάχωρο θέμα και υποτυπώδη πλοκή και να μην μπορείς να τ' αφήσεις από τα χέρια σου; Πώς γίνεται να παρακολουθείς έναν χήρο σαραντάρη, ενώ διαχειρίζεται το πένθος του, και ν' αλλάζεις κάθε τόσο σελίδα χαμογελώντας; Αυτό συμβαίνει με το «Ήρεμο χάος» του Σάντρο Βερονέζι (μετ. Λ. Σεϊζάνη, Πάπυρος, 2010).
Βραβευμένο με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας (Strega 2005), το «Ήρεμο χάος» ούτε σασπένς διαθέτει ούτε ιδιαίτερες ανατροπές πέρα από την αρχική – τον ξαφνικό θάνατο της συντρόφου του πρωταγωνιστή που καθιστά τον ίδιο μάνα και πατέρα για την κόρη τους.
Κι όμως, ο Ιταλός συγγραφέας μιλάει εδώ για τον θάνατο, την απώλεια, τον έρωτα, την πατρότητα, όπως και για τον άγριο κόσμο των επιχειρήσεων, το κυνήγι της καριέρας και την κυριαρχία της αγοράς, υιοθετώντας έναν τόνο τόσο άμεσο, ανάλαφρο και τρυφερό, που αναπόφευκτα σ' αιχμαλωτίζει.
Αποδέκτης όχι μόνο του οίκτου ή της περιέργειας, αλλά και των σχεδίων, των κουτσομπολιών και των νευρώσεων των παραπάνω, ο Παλαντίνι δεν αφουγκράζεται παθητικά τις ιστορίες τους, αλλά συχνά-πυκνά συμμετέχει, συμβουλεύει, παρηγορεί, κερδίζοντας έτσι χρόνο από την προσωπική του αναμέτρηση με την οδύνη.
Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του «Ήρεμου χάους» ακούει στ' όνομα Πιέτρο Παλαντίνι (στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου τον ενσάρκωσε ο Νάνι Μορέτι). Υψηλό στέλεχος σε μια υπό συγχώνευση εταιρεία που δραστηριοποιείται στον οπτικοακουστικό τομέα, διαθέτει στα σαράντα τρία του ό,τι χρειάζεται για να θεωρείται επιτυχημένος: ένα ωραίο σπίτι στο κέντρο του Μιλάνου, ένα εξοχικό πλάι στη θάλασσα, ένα πανάκριβο Άουντι κι ένα μπάσταρδο φοξ τεριέ, το ιδανικό σκηνικό για την οικογενειακή του ευτυχία.
Παραμονές, ωστόσο, του –καθυστερημένου– γάμου του με τη μητέρα του παιδιού του, την ώρα ακριβώς που ο ίδιος σώζει μια λουόμενη από βέβαιο πνιγμό, η σύντροφός του πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, αφήνοντάς τον «μπερδεμένο» και «σαστισμένο» να περιμένει πότε θα τον τυλίξει ολοκληρωτικά ο πόνος.
Να τος λοιπόν, απόγευμα, έξω από το δημοτικό της κόρης του, της Κλαούντια, την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς, ν' αγκαλιάζει με το βλέμμα του το «χαρούμενο χάος» που δημιουργούν τα πιτσιρίκια με τους βγαλμένους γιακάδες, τα λυμένα κορδόνια και τα γδαρμένα γόνατα, καθώς τρέχουν να συναντήσουν τους γονείς τους.
Βράχος ακλόνητος στο ίδιο σημείο από το πρωί, όπως το είχε υποσχεθεί στο «αστεράκι» του, ο ήρωας του Βερονέζι αποφασίζει να παρατείνει την αλλόκοτη δέσμευσή του. Θα περιμένει δηλαδή την Κλαούντια κάθε μέρα εκεί, μέχρι να σχολάσει, μεταφέροντας το γραφείο του στο αυτοκίνητο, αμέτοχος στα παιχνίδια που ενδεχομένως παίζονται στην εταιρεία πίσω από την πλάτη του, σαν ένα δίχτυ ασφαλείας για το παιδί που ένας Θεός ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή του...
Κάπως έτσι αρχίζουν να ξεδιπλώνονται τα επεισόδια που συγκροτούν τον κορμό του μυθιστορήματος. Επεισόδια από τις αναπάντεχες και μη συναντήσεις του Παλαντίνι έξω από το σχολείο, πότε με συναδέλφους που του μεταφέρουν τις εξελίξεις στη δουλειά, πότε με συγγενείς που επιμένουν ότι του χρειάζεται ψυχιατρική βοήθεια, αλλά και με δασκάλες, μ' επιστάτες, με εργαζόμενους στα γύρω μαγαζιά, μ' ένα αγόρι που πάσχει από σύνδρομο Ντάουν, ως και με τη γυναίκα που είχε σώσει το καλοκαίρι στη θάλασσα.
Αποδέκτης όχι μόνο του οίκτου ή της περιέργειας, αλλά και των σχεδίων, των κουτσομπολιών και των νευρώσεων των παραπάνω, ο Παλαντίνι δεν αφουγκράζεται παθητικά τις ιστορίες τους, αλλά συχνά-πυκνά συμμετέχει, συμβουλεύει, παρηγορεί, κερδίζοντας έτσι χρόνο από την προσωπική του αναμέτρηση με την οδύνη.
Στο «Ήρεμο χάος», ο Βερονέζι προτάσσει ένα μότο του Μπέκετ: «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω». Παράλογο; Κάθε άλλο.
Η παύση που επιχειρεί ο ήρωάς του, οι αποστάσεις που παίρνει απ' όσα σηματοδοτούσαν ως τότε τη βολεμένη του ζωή, ο συγχρωτισμός του με ανθρώπους που σε άλλη φάση θα προσπερνούσε, η επανεκτίμησή του για το τι είναι απαραίτητο και τι περιττό, και, κυρίως, η έγνοια του για την ψυχική ισορροπία της κόρης του, λειαίνουν το έδαφος για μια ουσιαστική ενδοσκόπηση, τον συμφιλιώνουν με τη νέα του πραγματικότητα και τον ωθούν να ξεκινήσει επιτέλους έναν «διάλογο» με τη νεκρή γυναίκα του, απ' τον οποίο ο Ιταλός συγγραφέας δεν αποκαλύπτει ούτε λέξη – ίσως σε άλλο μυθιστόρημα, στο μέλλον.
Γεννημένος στο Πράτο της Τοσκάνης το 1969 και με σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, ο Σάντρο Βερονέζι έχει πίσω του δοκίμια, παιδικά βιβλία, σενάρια και μια ντουζίνα μυθοπλαστικά έργα, τα περισσότερα από τα οποία καταπιάνονται με το θέμα της οικογένειας. Πέρα από το «Ήρεμο χάος», στα ελληνικά κυκλοφορεί κι ένα παλιότερο μυθιστόρημά του, το «Πατέρα, φοβάμαι ότι σου μοιάζω» (μετ. Α. Καρυώτη, Κέδρος, 1998).