Σίγουρα φαίνεται παράδοξο, αν όχι εξωφρενικό, να αναρωτιόμαστε αν οι ναζί υπήρξαν φιλόζωοι, τη στιγμή που εξολόθρευσαν εκατομμύρια συνανθρώπους τους. Ωστόσο, επειδή η φιλοζωία ήταν ένα από τα κύρια μυθεύματα του ναζισμού, που είχε μάλιστα απήχηση μέχρι τις μέρες μας, ο Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιαν Μονχάουπτ αποφάσισε να διερευνήσει σε βάθος το θέμα και να καταρρίψει τον κυρίαρχο μύθο περί φιλοζωίας των ναζί, αντλώντας υλικό από ημερολόγια, σχολικά βιβλία, επιστολές, ακόμα και σχολικά βιβλία της εποχής.
Προϊόν της πολυετούς αυτής έρευνας συνιστά το άκρως ενδιαφέρον και πρωτότυπο βιβλίο του Ζώα στον εθνικοσοσιαλισμό που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Γιάννη Κέλογλου.
Χάρη σε αυτό μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κυρίαρχοι του Γ’ Ράιχ όχι μόνο δεν προστάτευσαν με τον περίφημο φιλοζωικό νόμο τους τα ζώα αλλά άφησαν να θυσιαστούν καθαρόαιμα άλογα και σκύλοι, να κυνηγηθούν και να εξολοθρευτούν σπάνια ελάφια και λύκοι, ενώ ακόμα και ο υποτιθέμενα εξαρτημένος από τα σκυλιά του Χίτλερ δεν δίστασε να τα δηλητηριάσει λίγο προτού αυτοκτονήσει και ο ίδιος.
Σημαντικές είναι, επίσης, οι πληροφορίες που μας δίνει ο συγγραφέας για τον ζωολογικό κήπο που λειτουργούσε στο Μπούχενβαλτ, δίπλα ακριβώς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, για τη διασκέδαση των φυλάκων και των παιδιών τους(!), όπως πολύτιμα είναι και τα συμπεράσματά του για την άμεση σύνδεση των ρατσιστικών θεωριών περί καθαρόαιμων ειδών με τη μαζική εξολόθρευση των Εβραίων αλλά και για την εμμονή των ναζί με τα δάση όπου θέριεψαν τα τέκνα της νεολαίας τους.
Συγκλονιστικός, επίσης, είναι ο τρόπος που οι ναζί αποσπούσαν από τους Εβραίους τα κατοικίδιά τους για να τα θανατώσουν λίγο πριν οδηγήσουν στα στρατόπεδα εξόντωσης και τους ίδιους.
Δεν αρνείται, μάλιστα, ότι πολλές αντιδραστικές θεωρίες, όπως αυτή για την περίφημη φιλοζωία των ναζί, εξακολουθούν να έχουν τεράστια απήχηση, γι’ αυτό αναλαμβάνει να τις καταρρίψει, ξεπερνώντας τον κυρίαρχο φόβο να θεωρηθεί αντιδραστικός και ο ίδιος. Γιατί πώς, αλήθεια, μπορεί να μιλάει κανείς για τα ζώα, όταν υπήρξαν εκατομμύρια θύματα;
Όλα αυτά περιγράφονται από τον Μονχάουπτ με κάθε λεπτομέρεια, καθώς ο συγγραφέας δεν ανατρέχει απλώς σε στοιχεία που αντλεί από τις πρωταρχικές πηγές για να συντάξει τα επιχειρήματά του αλλά τα συνδέει και με αναφορές αναγνωρισμένων διανοουμένων και συγγραφέων, όπως ο Ελίας Κανέτι, ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Μισέλ Τουρνιέ, για να αναφέρουμε απλώς μερικούς.
Ανήκοντας στη γενιά των νεαρών ερευνητών και ιστορικών οι οποίοι ανέλαβαν να ξεσκεπάσουν τις πιο μελανές σελίδες και πτυχές της γερμανικής ιστορίας που μέχρι πρότινος αποσιωπώνταν ή παρέμεναν για χρόνια ταμπού, ο Μονχάουπτ επικαλείται επίσης προσωπικές του διαδρομές, κατά τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος με συγκεκριμένα σημεία, αγάλματα από τον καιρό των ναζί που παραμένουν ακόμα στη θέση τους, τόπους εξόντωσης και μαρτυρίων.
Δεν αρνείται, μάλιστα, ότι πολλές αντιδραστικές θεωρίες, όπως αυτή για την περίφημη φιλοζωία των ναζί, εξακολουθούν να έχουν τεράστια απήχηση, γι’ αυτό αναλαμβάνει να τις καταρρίψει, ξεπερνώντας τον κυρίαρχο φόβο να θεωρηθεί αντιδραστικός και ο ίδιος. Γιατί πώς, αλήθεια, μπορεί να μιλάει κανείς για τα ζώα, όταν υπήρξαν εκατομμύρια θύματα; Αποδεικνύοντας ακριβώς το τεράστιο και ανήκουστο μέγεθος της αναλγησίας που, για παράδειγμα, επέτρεπε στους ναζί να στήνουν ζωολογικό κήπο μεσοτοιχία με το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, χρησιμοποιώντας φυσικά τους κρατούμενους τόσο ως εργάτες όσο και ως φύλακες.
Εντύπωση προκαλεί η σημείωση του συγγραφέα ότι το πόστο του φύλακα της αρκούδας στον εν λόγω ζωολογικό κήπο θεωρούνταν περίοπτο από τους κρατουμένους, καθώς γνώριζαν ότι έτσι θα είχαν μόνιμη πρόσβαση σε κρέας και μέλι, κάτι που τους έκανε να αψηφούν τον κίνδυνο.
Ως γνωστόν, όμως, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χρησιμοποιούνταν ειδικά εκπαιδευμένοι σκύλοι, τους οποίους άφηναν επίτηδες ατάιστους, ώστε να μπορούν να ξεσπούν με όλη τους τη βιαιότητά στους κρατουμένους. Όμως ούτε με τους σκύλους τους ούτε με τα υπόλοιπα παράξενα κατοικίδια που συνήθιζαν να έχουν οι εκπρόσωποι της ναζιστικής κυβέρνησης υπήρξαν ιδιαίτερα φιλεύσπλαχνοι ‒ πώς θα μπορούσαν άλλωστε;.
Ο συγγραφέας μάς θυμίζει ότι ο αρχηγός της Γκεστάπο Χέρμαν Γκαίρινγκ διατηρούσε οικόσιτο νεαρό λιοντάρι(!), με το οποίο φρόντιζε να απαθανατίζεται στο πλαίσιο της κυρίαρχης προπαγάνδας που ήθελε τους στιβαρούς φασίστες να είναι συνεχιστές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, διατηρώντας άγρια ζώα και συλλέγοντας θηράματα και τίτλους.
«Εκτός από τα άλογα και τα εξυψωμένα από τον Γκαίρινγκ ελάφια και τα άγρια βοοειδή, οι εθνικοσοσιαλιστές λατρεύουν κατά κύριο λόγο τα αρπακτικά ζώα, καθώς ταυτίζουν τον εαυτό τους με αυτά», μας υπενθυμίζει ο Μονχάουπτ, παραπέμποντας στη χαρακτηριστική φράση του Σπρένγκλερ ότι «το αρπακτικό ζώο είναι η ανώτερη μορφή της αεικίνητης ζωής».
Αντίστοιχα σημαίνουσα θέση για τους ίδιους ακριβώς λόγους είχε στην κυρίαρχη προπαγάνδα ο άγριος λύκος, καθώς αποτελούσε κομµάτι της «αρχέγονης τευτονικής άγριας φύσης», ούτε αυτός προστατεύτηκε όμως, αντιθέτως εξολοθρεύτηκε τα χρόνια της ναζιστικής ηγεμονίας, όπως τόσα σπάνια είδη στα άγρια δάση της Γερμανίας ή της Πολωνίας, π.χ. στο δάσος Ρομίνσκα. Εκεί θήρευε όσα σπάνια είδη ήθελε ο μανιακός κυνηγός Γκέρινγκ, ο οποίος «το 1938 κηρύσσει την περιοχή επίσημο κυνηγότοπο του κράτους και την αποδεσμεύει από τη γενική δασική διοίκηση, ώστε να είναι στο εξής ο κυρίαρχος ηγεμόνας της».
Ο συγγραφέας επικαλείται την ανάγλυφη εικόνα του Γκέρινγκ που δίνει ο Μισέλ Τουρνιέ στον Βασιλιά των Σκλήθρων, περιγράφοντάς τον ως «ανθρωποφάγα μυθική μορφή, ως τον Δράκο του Ρομίνσκα». Μπορεί, λοιπόν, οι εκπρόσωποι του Γ’ Ράιχ να χρησιμοποιούσαν τα δάση ως συμβολικά σημεία αναφοράς, εντάσσοντάς τα μάλιστα στο κέντρο της εθνικοσοσιαλιστικής θεώρησης και εκπαίδευσης, αλλά καμία ευαισθησία δεν είχαν για τα είδη που ζούσαν σε αυτά.
Στα σχολικά εγχειρίδια ο συγγραφέας ανιχνεύει, επίσης, τις πηγές της άμεσης σύνδεσης της φυσικής ιστορίας, της βιολογίας, των μαθημάτων της ζωολογίας και της εντομολογίας με τη ναζιστική θεωρία και την κυρίαρχη προπαγάνδα. Είναι απίστευτο να αναλογιστεί κανείς ότι δάσκαλοι δίδασκαν στα παιδιά τις «επιστημονικά τεκμηριωμένες» φυλετικές θεωρίες για την εξέλιξη του είδους και την ευγονική, φροντίζοντας να τα εξοικειώνουν με τη λογική του κυρίαρχου είδους μέσα από διαφορετικά πειράματα. Έτσι τα παιδιά διδάσκονταν από μικρά τις αρχές της σηροτροφίας με σκοπό να μυηθούν στους νόμους περί «καθαρότητας της φύσης», στο πλαίσιο των οποίων επιτρεπόταν η αρχή της εξόντωσης.
Χαρακτηριστικό ήταν το μάθημα της εντομολογίας, όπου μάθαιναν να εξοντώνουν τα εχθρικά είδη και μυούνταν στα μυστικά της εξελικτικής χρήσης του μεταξοσκώληκα. Από τα κουκούλια του, άλλωστε, παραγόταν ο μοναδικός ιστός μεταξιού, που ήταν δέκα φορές πιο λεπτός από μια ανθρώπινη τρίχα και χρησίμευε στην κατασκευή των αλεξίπτωτων. Για την κατασκευή ενός και μόνο αλεξίπτωτου χρειάζονταν περί τα 15.000 κουκούλια!
Με άλλα λόγια, τίποτα δεν έμενε ζωντανό σε αυτό το αδιανόητο πλάνο εξόντωσης και βίας.
Συγκλονιστικό είναι το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο «Morituri», όπου περιγράφεται ο τρόπος που οι ναζί ανάγκαζαν τους ήδη απελπισμένους Εβραίους να θανατώσουν τα κατοικίδιά τους, προτού οδηγήσουν στον θάνατο και τους ίδιους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το παράδειγμα ενός ζεύγους Εβραίων που έγραφαν στις σημειώσεις τους για τον αγαπημένο τους Μουσέλ, τη μοναδική τους ελπίδα, που χάθηκε κι αυτή στα άδυτα του ναζιστικού σκότους: «Η υψωμένη ουρά του γάτου είναι η σημαία μας».
Το μόνο ζώο που θριαμβεύει σε αυτό το αδιανόητο βασίλειο της αναλγησίας, του θανάτου και της απανθρωπιάς είναι η ψείρα, και με αυτήν επιλέγει, όχι τυχαία, να ολοκληρώσει ο Μονχάουπτ την έρευνά του. «Η ψείρα είναι η μεταμορφωμένη σε ζώο δηκτική ειρωνεία της Ιστορίας, το απόλυτο ζώο», γράφει με ακρίβεια, θυμίζοντας πως ο Πρίμο Λέβι αναφέρει ότι οι πλύστρες ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης μάζευαν τις ψείρες από τα ρούχα των νεκρών και τις έχωναν στους γιακάδες των φρεσκοσιδερωμένων στολών των SS, μολύνοντάς τους έτσι με τύφο.
Τελικά, ακόμα και το πιο απεχθές έντομο μπορεί ενίοτε να αποτελεί μοναδικό μέσο αντίστασης σε μια περίοδο απόλυτης κτηνωδίας, βίας και συντριπτικής εξόντωσης μέχρι τέλους.