1.
Καφές και Ποίηση. Συναντιόμαστε στο στέκι Poems & Crimes, τυχαία, ως είθισται στη μεγαλούπολη που είναι λαβύρινθος και σκακιέρα. Τον ξέρω από το θέατρο, από τις ταινίες, από το Dolce που το τώρα το λένε Φίλιον, από το αρχαίο Dada στα Εξάρχεια. Τον ξέρω από τα βιβλία όπου καταγράφει την περιπέτεια μιας γενιάς. Τον ξέρω από το βλέμμα της λαϊκής ελίτ ή/και της αριστοκρατικής αλητείας, το βλέμμα εκείνων που καταβυθίστηκαν στη Μεγάλη Ποίηση, στο Μεγάλο Μυθιστόρημα, στις Μεγάλες Αφηγήσεις, το βλέμμα εκείνων που είναι μεν θύματα των Μεγάλων Αφηγήσεων, αλλά παρέμειναν αγέρωχοι, περήφανοι, εννοηματωμένοι. Τώρα τον μαθαίνω και ως ποιητή. Διαβάζω: «Μια άλλη αγάπη / Από αστραπή πιο δυνατή / Έδιωξε την αγάπη μου / Για του θεάτρου τη σκηνή // Όπου τον χάρο ξεγελώ / Σαν γίνομαι κάποιος άλλος / Ένας εραστής της ετερότητας / Που κολυμπά στων ανθρώπων τις ψυχές // Μια προδοσία με έφερε μακριά / Απ' το σπίτι μου / Μια αγάπη μ' έκανε να χάσω / Τον δρόμο μου και να πλανιέμαι». Ανάβω τσιγάρο, πίνω μια γουλιά ιρλανδέζικο, πίνει μια γουλιά καφέ, αν δεν απατώμαι, τον φωτογραφίζω να μου υπογράφει το βιβλίο του, τον κοιτάζω, συνεχίζω να διαβάζω το ποίημα «Έρωτας και Προδοσία» που κλείνει με ένα δίστιχο του θρυλικού Τέο Σαλαπασίδη: «Ένας Εβραίος χωρίς συναγωγή / Ένας Ιακωβίνος δίχως λέσχη». Τα λέμε. Γελάμε. Μέσα μας, ενίοτε, βουρκώνουμε. Διαβάζω το ποίημά του για τον απίθανο, τον κολοσσιαίο ηθοποιό Νίκο Σκυλοδήμο: «Εκείνη η αστραπιαία λάμψη / Η στιγμιαία πτήση / Που ένιωθα να σε απογειώνει / Σαν παίζαμε μαζί // Ίσως είναι αλήθεια / Πρέπει να το αποδεχτώ / Πως τα ψηλά πετάγματα / Πολύ δεν διαρκούν // Άλλοι πάλι θα πουν / Πως η ιδιοφυΐα αγαπά / Με τον θάνατο / Να φλερτάρει // Προσπαθώ να σε περιγράψω / Να πω ποιος ήσουν / Μα οι λέξεις δραπετεύουν / Τα λόγια δεν αρκούν // Μόνο η εικόνα σου υπάρχει / Είναι μέσα σε μια λάμψη / Κι όταν έφυγες / Έμεινε το φως // Πέταξες πολύ ψηλά / Σαν τον Ίκαρο / Άγγιξες τον ήλιο/ Και χάθηκες». Είναι ο Γιώργος Κοτανίδης (Θεσσαλονίκη, 1945) και είναι η ποιητική του συλλογή Ηθοποιός σημαίνει φως; (εκδ. Γαβριηλίδης).
2.
Ουίσκι και Φωτογραφία. Πίνουμε ουίσκι και τα λέμε. Πάθος για τη φωτογραφία. Πάθος για την έστω στιγμιαία ακινητοποίηση του χρόνου, για πώς λες «στάκαμαν» στον χρόνο. Εμμονή με το ασπρόμαυρο. Επιμονή στην Ευρώπη, στην περιπέτεια της Ευρώπης, στα πρόσωπα και στα σώματα που βλέπεις στο Βερολίνο και στη Βαρκελώνη, στο Βουκουρέστι και στο Βελιγράδι, στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη. Το βλέμμα του είναι το βλέμμα του ευαίσθητου ταξιδιάρη που βλέπει βλέμματα. Αλώνισε την Ευρώπη με ένα Pony, αυτό το ξαδελφάκι του Trabant. Ξέρω τις φωτογραφίες του από το facebook. Μου αρέσουν, όλες, πάντα. Έχουν βγει από μυθιστορήματα του Χάινριχ Μπελ, από θρυμματισμένα θεατρικά του Χάινερ Μίλερ, από σενάρια του Πέτερ Χάντκε. Φωτογράφισε με μια Minox την άλλη Ευρώπη, την Ευρώπη των καθημερινών θαυμάτων, των γιορτών μέσα στην ένδεια, των ποιημάτων που έγραφες στο σπιράλ μπλοκάκι με έναν πάμφθηνο στυλογράφο. Έθαψε, θλιμμένος και αποφασισμένος να στρώσει τη ζωή του, είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000!) αρνητικά. Χάρη στο facebook, τα ξέθαψε και μας τα προσφέρει. Ουσιαστικά, μας προσφέρει στο πιάτο το παρελθόν μας, αυτό το παρελθόν που δεν λέμε, και σωστά, να το αφήσουμε να μαραγκιάσει, που δεν μας αφήνει σε ησυχία γιατί δεν το αφήνουμε σε ησυχία, αυτό το παρελθόν που, πονηρά, υπέροχα, με την Πανουργία του Λόγου, για την οποία σοφά μιλούσε ο Χέγκελ, γίνεται περίτρανα Παρόν και Μέλλον. Είναι ο Κωνσταντίνος Πίττας και το φωτογραφικό λεύκωμα Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης, 1985-1989 (εκδ. Αυτοέκδοση).
3.
Αντιβηχικό και Θέατρο. Κατέβαζε μανιωδώς τα αντιβηχικά και γελούσε υπέροχα. Μου έσπαγε συστηματικά τα νεύρα, αλλά κατάφερνε πάντα να με κατευνάζει και να τη συγχωρώ πατόκορφα. Ήπιαμε παρέα αναρίθμητα αντιβηχικά στον Πειναλέοντα και στην Οκτάνα, στου Λώρα και στα σπίτια των φίλων που μας ανέχονταν και μας φίλευαν. Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε. Αυτή ήταν η συνάφειά μας, από το 1989. Έγραφε ποιήματα από μόνη της, και πεζά, υπέροχα πoπ πεζά, κατά παραγγελίαν. Την έπεισα να της αρέσει ο Roberto Bolaño και να ρίξει ένα βλέφαρο σε κάτι αλλόκοτα επαναστατικά κείμενα άλλων εποχών. Τον τελευταίο καιρό, έγραψε τέσσερα θεατρικά, το ένα πιο δυνατό από το άλλο. Αν είχε σαλτάρει για τα καλά και είχε χορέψει τον Χορό του Μεταμοντέρνου Ζαλόγγου παρέα με τη Βέρα από το έπος Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα του Νικολαΐδη, θα μιλούσανε οι πάντες για την Ελληνίδα Σάρα Κέιν. Αλλά αυτή προτιμά να ξεγελάει την οδύνη και να ελίσσεται ανάμεσα στις Συμπληγάδες του Χαμούρη Χρόνου. Γράφει: «... ωδείο δεν πήγα, από κάτι κασέτες με τη Βέμπο έμαθα... ούτε νότες, τίποτε... ούτε μια νότα, αγάπη μου, ούτε μια νότα, ρε σκύλα, που να μην έλιωνες... για το τέκνο που αγαπάει, για το τέκνο που φιλεί... νεκροφιλεί, νεκροφιλεί να λες, εσύ με νεκροφίλησες, με γλώσσα με νεκροφίλησες κι ας πέθανες πρώτη». Είναι η Γλυκερία Μπασδέκη (Λάρισα, 1969) και το βιβλίο της Τέσσερα Θεατρικά (εκδ. Bibliothèque).
Τα βιβλία της εικόνας:
1. Γιώργος Κοτανίδης, Ηθοποιός σημαίνει φως;, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Σελίδες: 48
2. Κωνσταντίνος Πίττας, Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης, 1985-1989, Εκδόσεις Αυτοέκδοση, Σελίδες: 240
3. Γλυκερία Μπασδέκη, Τέσσερα Θεατρικά, Εκδόσεις Bibliothèque, Σελίδες: 200
σχόλια