Αθηνά Κακούρη
Ξιφίρ Φαλέρ
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Πόσο ωραίο είναι να διαβάζεις στις σελίδες της Αθηνάς Κακούρη χαμένες λέξεις, όπως «άνθρωπος κατακυρώσιμος» ή «παρθενόκισσος», να ανιχνεύεις τη χαμένη μυρωδιά ενός φρέσκου λουκουμά, ενός ντελικάτου αρώματος ή ενός καλοραμμένου ρούχου.
Θαρρείς και ο κόσμος που ανατέμνει με εκπληκτική ακρίβεια η διακεκριμένη συγγραφέας ανασταίνεται σύσσωμος στις σελίδες του Ξιφίρ Φαλέρ με τη γνωστή ατμόσφαιρα της Μπελ Επόκ και το δραματικό παρασκήνιο της πολιτικής και της Ιστορίας.
Το βιβλίο επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Εστία για να μας επαναφέρει στον τόσο μοντέρνα δομημένο αλλά και βγαλμένο από μια εντελώς άλλη εποχή κόσμο της Κακούρη, όπου πραγματικά πρόσωπα, όπως ο φιλέλληνας Ντενί Κοσέν ή ο πρώην βουλευτής και δημοσιογράφος Ανρί Τιρό, μπορούν να συνυπάρχουν με πρόσωπα φανταστικά.
Θαρρείς πως η έκφραση «διαβόλου κάλτσα» που συναντάμε κάποια στιγμή στο βιβλίο ορίστηκε για να περιγράψει τη μοναδική περίπτωση της Κακούρη, μιας γυναίκας άλλης γενιάς, η οποία γράφει με ακρίβεια για την ελληνική Ιστορία, για ίντριγκες και για φόνους.
Το ουσιαστικό είναι ότι το Ξιφίρ Φαλέρ–-τίτλος που αντιστοιχεί στην ομώνυμη επιθεώρηση που είχε στηθεί το 1916 στο θέατρο του Φαλήρου με τη χρηματοδότηση του βαρόνου Σενκ για να δείξει την άγνωστη στους πολλούς αστική μεγαλοπρέπεια– αποκαλύπτει μια άλλη αντιβενιζελική οπτική, ποτισμένη ωστόσο με το ακραία μοντέρνο αστικό πνεύμα της εποχής.
Αυτή η πολύπλοκη ιστορία, που άλλοτε θυμίζει πρωτότυπη σάτιρα και άλλοτε κατασκοπευτικό, θα μπορούσε να παρασύρει τόσο το ιστορικό όσο και το αστυνομικό μυθιστόρημα πέρα από τα δικά του στεγανά, αντιπροτείνοντας ένα διαφορετικό genre.
Η ίντριγκα που εντοπίζεται στην καρδιά των πολιτικών εξελίξεων αλλά και της πλοκής είναι έντονα παρούσα, όπως και οι διάφορες σκευωρίες που εξελίσσονται σε πραγματικό τραγέλαφο. Τα κεντρικά πρόσωπα φτάνουν στα άκρα, αποκαλύπτοντας τη μαεστρία της συγγραφέως, όπως και οι πρωτότυπες περιγραφές που προσιδιάζουν με θαυμαστή πιστότητα στη γλώσσα, στον τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής.
«Η σκέψη του προβολέα που σκίζει το σκότος», γράφει η συγγραφέας αναφερόμενη στον δαιμόνιο πλωτάρχη ντε Τρεφέιγ, «σάρωνε τις αμφισημίες και διέλυε τις αμφιβολίες, αποκαλύπτοντας ολόγυμνη την αλήθεια, οπότε εκείνος τη συνελάμβανε ακαριαίως και, ως αποκλειστικός πλέον κάτοχός της, τη μετέτρεπε σε πράξεις, ακριβώς όπως ένα σύγχρονο εργοστάσιο ρουφάει λαμαρίνες απ' τη μια και φτύνει από την άλλη φρέσκα, γυαλιστερά αυτοκίνητα», αποκαλύπτοντας μια θαυμαστή ακρίβεια στις διαπιστώσεις και μια πανούργα περιγραφική δεινότητα.
Πέτρος Μάρκαρης
Σεμινάρια φονικής γραφής
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Στα βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη υπάρχουν μυρωδιές πραγματικές, απτοί χαρακτήρες και άφθονος νεοελληνικός ρεαλισμός. Υπάρχει η Αθήνα με τις λακκούβες και τα αδιέξοδά της, υπάρχουν η Δροσοπούλου, η πλατεία Κυψέλης, η ταβέρνα του Καραβίτη, η κίνηση, η γραφειοκρατία.
Πάνω απ' όλα υπάρχει ο περιώνυμος Κώστας Χαρίτος, ένας Έλληνας αστυνομικός τον οποίο ο Μάρκαρης καταφέρνει να χωρέσει στα σημερινά δεδομένα, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού και τις απόκοσμες υπερβολές των αστυνομικών του Βορρά: ο Χαρίτος ζει στο κέντρο της Αθήνας, περιπλανιέται στους δρόμους της Κυψέλης, τσακώνεται με τη γυναίκα του την Ανδριανή για τις δουλειές του σπιτιού και, φυσικά, έχει αδυναμία στην κόρη του Κατερίνα, η οποία στο νέο μυθιστόρημα ετοιμάζει τον εγγονό.
Η επιστροφή του Χαρίτου, μάλιστα, στα ανήλιαγα αστυνομικά γραφεία στο νέο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο Σεμινάρια Φονικής Γραφής (πάντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη) στέφεται με απρόσμενη επιτυχία, καθώς, λόγω της συνταξιοδότησης του διευθυντή Γκίκα, αναλαμβάνει, προσωρινά έστω, τη θέση του διευθυντή.
Η ανάληψη των αυξημένων καθηκόντων του, που προϋποθέτει συναντήσεις με βαρετούς υπουργούς και απαντήσεις σε βαρετά ερωτήματα, συμπίπτει με τρία φονικά υψηλών προσώπων: του πανεπιστημιακού και μέχρι πρότινος κατόχου υπουργικού θώκου Κλέαρχου Ραψάνη, του επίσης μέλους της κυβέρνησης Αριστοτέλη Αρχοντίδη και του Στέλιου Κωστόπουλου, επίσης καθηγητή και πρώην υπουργού Οικονομίας.
Και οι τρεις αυτές δολοφονίες, παρότι διαφέρουν ως προς τον τρόπο εκτέλεσης, έχουν κάτι κοινό: καταφέρονται ενάντια στο υφιστάμενο πανεπιστημιακό σύστημα και κάνουν λόγο και για «εσχάτη προδοσία».
Οι διαφορές ή οι αναλογίες ανάμεσα στις τρομοκρατικές ομάδες, τους τραμπούκους, τις διάφορες συμμορίες κ.λπ. αναλύονται σε διάφορα σημεία του βιβλίου, κάτι που βοηθάει τον Χαρίτο να αρχίσει να ξετυλίγει τον μίτο της εξιχνίασης των εγκλημάτων.
Ενδιαφέρον έχει, επίσης, το απόσπασμα που προέρχεται από εκπρόσωπο της παλιάς σχολής για τη διαφορά πνευματικού ανθρώπου και διανοούμενου.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι ακούει τον συγγραφέα Μάρκαρη μέσα από τα λόγια του «παλιού» αυτού ανθρώπου των γραμμάτων: «Στις μέρες μας δεν υπάρχουν πια πνευματικοί άνθρωποι. Υπάρχουν διανοούμενοι (...). Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι άνθρωποι της βιβλιοθήκης, της μελέτης και του επιστημονικού έργου.
Οι διανοούμενοι είναι ειδικοί περί τα γενικά και επί παντός επιστητού. Οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν γνώση, οι διανοούμενοι έχουν άποψη που τους αρέσει να διατυπώνουν με την κάθε ευκαιρία. Η διατύπωση της άποψης είναι συνυφασμένη με δύο χαρακτηριστικά τα οποία έχουν σεξουαλικές καταβολές (...).
Η πρώτη είναι η λαγνεία της ανάλυσης. Αναλύουν τα πάντα. Πάσχουν από μια ασθένεια που δεν έχει βρει ακόμα τη θεραπεία της: την αναλυσιολαγνεία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή τέχνη της αυτοακροάσεως. Ακούν τον εαυτό τους να μιλάει και ηδονίζεται».
Κατά τα άλλα, ο Χαρίτος κινείται στις απόλυτες μικροαστικές τάξεις του δικού του κόσμου, της κουζίνας του, όπου βοηθάει τη γυναίκα του, γίνεται ένας καθ' όλα κανονικός άνθρωπος που διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας με το παλιό του Seat και συμπαρασύρεται σε κοινά τραπέζια με τρεις συνταξιούχες –δύο γεροντοκόρες και μία χήρα– τις οποίες γνώρισε μαζί με τη γυναίκα του σε εκδρομή στα Ζαγοροχώρια. Αυτές οι άσχετες μεταξύ τους διαδρομές και συνευρέσεις ενδεχομένως να έχουν σχέση με το αφήγημα, όπως συμβαίνει με τις ενδιαφέρουσες ιστορίες, δίνοντας μια απρόοπτη διάσταση στη λύση του γρίφου των φονικών.
Θοδωρής Τσαπακίδης
Ο Ελέφαντας του Hotel Phidias
Εκδόσεις Πικραμένος
Υπάρχει μια νέα φουρνιά συγγραφέων αστυνομικών που εκφράζεται μέσα από τις πρωτότυπες σελίδες των εκδόσεων Πικραμένος και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του σύγχρονου ελληνικού κύματος είναι ο Ελέφαντας του Hotel Phidias του Θοδωρή Τσαπακίδη.
Γραμμένο με ακρίβεια και ενάργεια, περιπλέκει τα σύγχρονα γεγονότα της νεοελληνικής πραγματικότητας (τρομοκρατία, οικονομική κρίση) με μια σειρά από φόνους που αναδεικνύουν τις στενές σχέσεις επίσημου κυβερνητικού σχήματος και παρακράτους.
Κανείς δεν ξέρει από πού εξυφαίνεται ο πραγματικός ιστός της παρανομίας, καθώς το παρακρατικό κύκλωμα αρέσκεται στο να αναζητά νέα θύματα και οι βουτηγμένοι στη διαφθορά υπουργοί και κρατικοί υπάλληλοι να φορτώνουν στον πιο αδύναμο κρίκο τα ανομήματά τους.
Στη μέση, σε ρόλο ταυτόχρονα θύματος και θύτη, ο Θάνος Αποστολίδης, ο οποίος βρίσκεται να ακροβατεί στις δύο βάρκες, όπως τις αποκαλεί, δηλαδή στις δύο εκδοχές που διατηρεί για τον εαυτό του: από τη μια ένας βραβευμένος συγγραφέας και φιλήσυχος καθηγητής και από την άλλη ένας ένθερμος εραστής και μέλος μιας επιχείρησης απόδρασης ενός κατάδικου από τον Κορυδαλλό.
Η μία πλευρά, του συγγραφέα, αντιμάχεται διαρκώς την άλλη σε επίπεδο σκέψεων και έκφρασης, με τις εναλλαγές των υψηλών αφηγημάτων με τις λαϊκές εκφράσεις, τον συνδυασμό της αργκό και της προφορικής γλώσσας με αποσπάσματα από βιβλία. Ο Φρανκ Σινάτρα δείχνει να πολεμάει εσωτερικά την οδύνη του Βαμβακάρη και ο Θάνος Αποστολίδης τον ίδιο του τον εαυτό.
Μέχρι να μπλέξει με την επιχείρηση που τον βρίσκει να μοιάζει δράστης ενός φόνου, ο συγγραφέας-καθηγητής ζούσε μια φαινομενικά φυσιολογική ζωή: δίδασκε σε σχολείο και υπέφερε από έναν κατεστραμμένο γάμο, ενώ παράλληλα φρόντιζε και την άρρωστη μητέρα του.
Μόνο που σε ανύποπτο χρόνο και στο πλαίσιο ενός ακραία σουρεαλιστικού σκηνικού βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, να προσπαθεί να ξεφύγει τόσο από τους διώκτες του όσο και από τους υποτιθέμενους συνεργούς του. Άλλωστε, ο πιο αδύναμος κρίκος είναι πάντοτε αυτός που φορτώνεται όλα τα ανομήματα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σε αυτό το επίπεδο το βιβλίο του Τσαπακίδη μεταμορφώνεται από καλοστημένο αστυνομικό σε υπόθεση ανίχνευσης ταυτότητας και χαρακτήρων.
Τα ερωτήματα συνάδουν με τις επιταγές ενός καταιγιστικού αστυνομικού και είναι όσο πρέπει αμείλικτα: «Ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος ενός σκοτεινού ήρωα, ο οποίος τελικά θα αποδειχτεί πράκτορας της ΕΥΠ; Θα καταφέρει, άραγε, ο Αποστολίδης να ορθώσει το παράστημά του απέναντι του και γιατί δεν μπορεί να γίνει αυτό που φοβάται και ποθεί – δηλαδή ένας ελεύθερος άνθρωπος;». Όλες αυτές οι απαντήσεις δίνονται σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με δυνατή πλοκή και φόντο όλο τον ρεαλιστικό καμβά της σημερινής Ελλάδας της κρίσης.