Αρκεί μια εικόνα ή κάποιες ξεφτισμένες αναφορές για να στηθούν οι μηχανισμοί της μνήμης και να ξεκινήσουν μοναδικές περιπέτειες της σκέψης, σε ένα νοερό ταξίδι που πολλές φορές μοιάζει πολύ πιο ισχυρό από το πραγματικό. Αν η φυγή και οι στοχαστικές περιπλανήσεις του Μπένγιαμιν γέννησαν τον κεντρικό φιλοσοφικό μηχανισμό του πλάνητα, αντίστοιχα οι βιωματικές εμπειρίες του Ζέμπαλντ διαμόρφωσαν μια διαφορετική οπτική για τον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός της μνήμης και της περιπλάνησης.
Μέσα από τα φαντάσματα, τα θραύσματα και ό,τι ξεφεύγει από το προφανές πεδίο της αφήγησης, μέσα από τέτοιου είδους φιλοσοφικές περιπλανήσεις, κινητοποιούνται ιστορίες που αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα ανάμεσα στη γραφή και το θέμα της. Και αυτό φαίνεται ενίοτε πιο ισχυρό και από το ίδιο το ταξίδι, διαμορφώνοντας ένα διαφορετικό είδος αφηγηματικής καταγραφής και βιωματικής αποτύπωσης (μια άλλη αντίστοιχη περίπτωση είναι τα παιχνίδια της μνήμης στο έργο της Λισπέκτορ).
Αναζητώντας ανάλογες περιπλανήσεις/περιηγήσεις/φαντασιοκοπίες στο σύγχρονο ελληνικό σύμπαν, ανακαλύψαμε τον πολυδιάστατο «Κάμπο» ενός Έλληνα φωτογράφου, ανθρωπολόγου και ταξιδευτή, του Στρατή Βογιατζή (εκδόσεις Άγρα), ο οποίος μέσα από τη χρήση σουρεαλιστικών φωτογραφιών και υβριδικών κειμένων μάς οδηγεί σε μια άλλη προσέγγιση της ταυτότητας του Κάμπου της Χίου.
Στο πρωτότυπο αυτό βιβλίο, ο Κάμπος αποκαλύπτεται ως ένας κλειστός μικρόκοσμος, που μοιράζεται με τρόπο τελετουργικό τα δικά του ερμητικά μυστικά, και ταυτόχρονα ως ένα πολυδιάστατο σύμπαν που απλώνεται πέρα από τα σύνορα, φέρνοντας κοντά διαφορετικές επιρροές και αποκαλύψεις − βλέπε φραγκικές επιρροές και ελληνική εντοπιότητα.
Σε αυτό τον περίεργο βιταλισμό που καταργεί ακόμα και τα όρια του ζωικού και του ανθρώπινου με τον τρόπο της πιο αλλόκοτης καφκικής παραβολής, ενώνοντας ετερόκλητες εικόνες και είδη, ο συγγραφέας γίνεται μια περίεργη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, μετατρέποντας τον Κάμπο στον δικό του γοητευτικό γρίφο για γερούς λύτες.
Αρκεί, επίσης, μια στροφή του βλέμματος από τα ζώα που κυκλοφορούν μέσα στον κάμπο −γουρούνια, παγόνια, κότες, αλεπούδες− προς τους ανθρώπους και από τα εξωτικά και τα αλλόκοτα πλάσματα της φαντασίας στα κτίρια και τα σημαντικά αντικείμενα −υπερυψωμένες μάντρες, πηγάδια− για να μετατοπιστεί η συγγραφική μέριμνα και να φανεί μια άλλη, πιο ουσιαστική πλευρά του Κάμπου, στην πιο μαγική του διάσταση.
Στόχος του φωτογράφου-παρατηρητή δεν είναι, εν προκειμένω, μια ιστορική καταγραφή όλων όσα συμβαίνουν στον Κάμπο και δη από τη θέση του προνομιακού υποκειμένου, αλλά μια μετατόπιση του βλέμματος προς αυτό που διαφεύγει και μετατρέπεται σε αφορμή για αποσπασματική μνήμη, για να καταλήξει στη μεταμόρφωση −σάμπως αυτό δεν έκαναν οι ποιητές και παραμυθάδες που πέρασαν από τον ίδιο τόπο;− και σε μια ριζωματική, κατά τον Ντελέζ, χαρτογράφηση των κρυμμένων συνδέσεων − ακόμα και σε μια μόνιμη παρεκτροπή από αυτό που φαίνεται να είναι απτό, υλικό και πανταχού παρόν.
Πραγματικός και ουσιαστικός πρωταγωνιστής της αφήγησης γίνεται ως εκ τούτου όχι η ύπαρξη, ως ένα κυρίαρχο υποκείμενο που κατέχει την αλήθεια, αλλά ο χρόνος της ύπαρξης που διατρέχει και ανακαλύπτει τα κρυφά σημεία του Κάμπου και τις στιγμές της προσωπικής οδύσσειας.
Σε όλες αυτές τις διαφορετικές εκφάνσεις του εγώ, που φανερώνονται μέσα από στιγμές, καταργείται η παντοδύναμη επικράτεια και επιτρέπεται να εγγραφούν και να μιλήσουν επάνω του οι μνήμες. Σαν να θέλει ο αφηγητής να σταματήσει τη στιγμή, αλλά αυτή να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, να δέχεται την επίδρασή της για να γίνει άλλοτε ένας ανόργανος και οργανικός κόσμος και άλλοτε μια απτή λεπτομέρεια:
«Περπατώντας πάνω στα σάπια πορτοκάλια και στο υγρό χώμα, λάμβανα μέρος σε αυτή την αργή κομποστοποίηση όπου τα βακτήρια, οι μύκητες και τα μικρόβια αποσυνέθεταν σταδιακά τα οργανικά και ανόργανα σημεία γύρω μου. Η εντροπία της ζύμωσης μετέβαλλε τους όγκους των σωμάτων, με τέτοιον τρόπο που ήταν αδύνατον να διατηρηθούν στην αρχική τους κατάσταση. Έβλεπα τους κορμούς των δέντρων άλλοτε να μικραίνουν και άλλοτε να μεγαλώνουν υπερβολικά, τον χώρο γύρω μου να καμπυλώνεται και τον χρόνο να επιβραδύνεται απότομα. Το περιβόλι διαστελλόταν, γεννώντας αμέτρητους παράλληλους κλώνους περιβολιών, και συστελλόταν μέχρι να μικρύνει τόσο ώστε να περιέχεται στον πυρήνα του κουκουτσιού ενός πορτοκαλιού. Το σώμα μου αναμειγνυόταν με το περιβάλλον σαν να υπόκειμαι σε ένα παράξενο είδος ομοιομορφισμού, με το δέρμα μου να αποκτά το σκούρο χρώμα των κορμών, και τα χέρια μου να διατρέχονται από τις κυτταρικές ίνες των φύλλων των πορτοκαλιών».
Σε αυτό τον περίεργο βιταλισμό που καταργεί ακόμα και τα όρια του ζωικού και του ανθρώπινου με τον τρόπο της πιο αλλόκοτης καφκικής παραβολής, ενώνοντας ετερόκλητες εικόνες και είδη, ο συγγραφέας γίνεται μια περίεργη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, μετατρέποντας τον Κάμπο στον δικό του γοητευτικό γρίφο για γερούς λύτες.
Άλλοτε οι περιγραφές μοιάζουν με μια παρτίδα σκάκι που σε καθιστά συνένοχο, απαιτώντας να ανιχνεύσεις τις παράδοξες συνδέσεις, ενώνοντας τις ιστορίες μεταξύ τους −όπως αυτές του Πλωτίνου Ροδοκανάκη που είναι ο αθέατος συμπρωταγωνιστής του βιβλίου− και άλλοτε φαντάζουν σαν όμορφα παραμύθια που δεν αργούν να μετατραπούν σε θρίλερ.
Άλλωστε, σε καμία περίπτωση η παιδική μνήμη δεν είναι ένα ευχάριστο πισωγύρισμα στην εποχή της αθωότητας, αλλά ένα τρομακτικό πέρασμα σε ένα απρόσμενο μομέντουμ που ενίοτε συνδέεται με την ξαφνική θανάτωση ενός ζώου ή με τη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου της ζωής: αντίστοιχα, η βεγγέρα στην επιβλητική τραπεζαρία του αφεντικού δεν αργεί να μετατραπεί από ένα ωραίο σουαρέ με τη συνοδεία γλυκού και το παραδοσιακό κέρασμα σε σκηνή από θρίλερ του Κορτάσαρ.
Ο Κάμπος έχει αυτή την ιδιοσυστασία, να μετατρέπεται από πεδίο φανταστικών επιδιώξεων με εμπορικές επιτυχίες και καλλιτεχνικά επιτεύγματα σε ένα φασματικό μέρος γεμάτο στοιχειά, εφιάλτες και φαντάσματα.
Ανιχνεύοντας επομένως όλες αυτές τις υπόγειες, λεπτές συναρμογές και αντιθέσεις, η αφήγηση δεν μετατρέπει τις ιστορίες του «Κάμπου» σε ηθοπλαστικές αφηγήσεις αλλά σε παραβολές της σκιάς, σε συμβάντα ενός περίεργου λήθαργου όπου οι άνθρωποι γίνονται ένα με τα αντικείμενα, σχεδόν εξαϋλώνονται από αυτά και καθίστανται μια παράδοξη υπόγεια σύλληψη που φτάνει στη διαισθητική νόηση των πραγμάτων.
Ο ομοιομορφισμός που τρυπώνει στην καρδιά της αφήγησης έχει ακριβώς αυτό τον παράξενο ρόλο. Ακόμα και ο καρπός που ουσιαστικά συνιστά το οντολογικό στοιχείο του Κάμπου, το πορτοκάλι, δείχνει να διατηρεί την παράδοξη αυτή, διπλή, τρομακτική και συνάμα λυτρωτική υπόσταση − το double bind, όπως συνηθίζει να λέγεται στη λογοτεχνία: «Το πορτοκάλι δεν είναι φρούτο, αλλά μια ευχή που τυλίχτηκε σε πορτοκαλί χρώμα για να φέρει καλή τύχη στους ανθρώπους. Σε ένα περιβόλι του Κάμπου άμα βρεθείς, όλα θα πάνε καλά και δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Πρόσεχε, όμως, γιατί η ευλογία αυτή μπορεί να γυρίσει σε κατάρα».
Συμπερασματικά μιλώντας, το διπλό αυτό παιχνίδι της ευλογίας και κατάρας που απλώνεται πάνω από τον Κάμπο, του ανοιχτού τραύματος που μοιάζει να αποτελεί μια πυξίδα για τον επόμενο βίο, φέρει εντός του αποσπασματικές μνήμες, ξεριζωμούς, σφαγές αλλά και υψηλές επιδιώξεις που περιπλέκονται μοναδικά, δίνοντας τη δυνατότητα να εισχωρήσουν όλα τα αλλόκοτα φάσματα της φαντασίας.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η γοητεία του βιβλίου: αν ο Κάμπος ήταν απλός τόπος ευτυχίας, ένας μικρός παράδεισος, ο συγγραφέας-ποιητής δεν θα μπορούσε με τον τρόπο του Ομήρου στην αρχή να επικαλεστεί τις μούσες για να τον προστατεύσουν από τα αλλόκοτα πλάσματα της φαντασίας ή να τα αφήσουν να περιπλανηθούν ελεύθερα σε αυτή την τόσο οικεία terra icognita του ανεξάντλητου καταγωγικού τόπου.
Σαν την οικογένεια Άσμπερι από τους «Δακτύλιους του Κρόνου» του Ζέμπαλντ, με τις τρεις ράφτρες που ξηλώνουν ό,τι έχουν κεντήσει το προηγούμενο βράδυ, έτσι και κάποιοι συγγραφείς ξέρουν πως δεν θα συνηθίσουν ποτέ να ζουν πάνω στη γη με τον τρόπο των άλλων, αφού γνωρίζουν ότι πρέπει κάθε μέρα να επανευφεύρουν τη ζωή από την αρχή μέσω της αφήγησης. Αρκεί κάποιοι από αυτούς να μπορούν να είναι ευρηματικοί, ξεκινώντας το αφηγηματικό παιχνίδι από το κέντρο ενός απέραντου περιβολιού, όπως ο Στρατής Βογιατζής.