«ΘΑ ΓΡΑΨΩ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ και για την πρώτη φορά που είδα τη θάλασσα» ενέδωσε τελικά ο Σταύρος Τσιώλης, όταν ως ύστατο μέσο «εκβιασμού» έλαβε δώρο από την κόρη του την Κατερίνα, στην οποία και αφιέρωσε το εν λόγω πόνημά του, ένα λάπτοπ. Το οποίο, σαν το άνοιξε, στην οθόνη εμφανίστηκε ως screen saver ένα πανέμορφο θαλασσινό τοπίο, καθώς αναφέρει.
Τη θάλασσα την πρωταντίκρισε σε ηλικία περίπου οκτώ ετών, όταν φτάσανε οικογενειακώς πάνω σε μια νταλίκα από την Τρίπολη στο Ναύπλιο για να επισκεφθούν τον κρατούμενο από τους ταγματασφαλίτες στην Ακροναυπλία πατέρα του, και τη λάτρεψε όσο λίγα πράγματα στον κόσμο.
Τόσο η κόρη του όσο και άλλοι φίλοι όπως ο κινηματογραφικός παραγωγός Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος τον είχανε κάνει, λέει, «χρυσό» να κάτσει να γράψει τις παιδικές αναμνήσεις του από την Κατοχή στη γενέτειρά του την Αρκαδία, τις οποίες συχνά-πυκνά τους διηγούνταν. Κάτι που δεν είχε σταθεί δυνατόν ως τότε, αφενός επειδή του δημιουργούσε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση και αφετέρου επειδή, όντας πλέον ασθενής, δυσκολευόταν στο χειρόγραφο.
Να, όμως, που τελικά βρέθηκαν η διάθεση και ο τρόπος κι έτσι ο σπουδαίος αυτός δημιουργός πρόλαβε να αφήσει παρακαταθήκη, μαζί με τη φιλμογραφία του, ένα μικρό λογοτεχνικό «διαμαντάκι» με τίτλο «Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες» – επιβεβαίωσε, ταυτόχρονα, ένα συγγραφικό ταλέντο εμφανές στα σενάρια, τα θεατρικά έργα και τους στίχους τραγουδιών που επίσης έγραψε.
Σκηνές βασάνων, βίας και αγριότητας εναλλάσσονται με άλλες βαθιά ανθρώπινες, τρυφερές και δοξαστικές της χαράς της ζωής.
Μέσα στις μόλις 74 σελίδες αυτού του ιδιαίτερου αφηγήματος, που ξεκίνησε να συγγράφει στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2017) και ολοκλήρωσε λίγο προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια στις 23/7/19, ο Τσιώλης κατάφερε να συμπυκνώσει αριστοτεχνικά μέσα από τα προσωπικά του βιώματα τη φαιά ατμόσφαιρα της κατοχικής τετραετίας (1941-5) και του εμφύλιου που την ακολούθησε, μαζί με μια μικρογραφία της εποχής και των ανθρώπων του τόπου του: Από τον μεγάλο λιμό του '41-'42 που έγινε αισθητός και στην επαρχία, παρότι λιγότερο από τα αστικά κέντρα, την αγωνία αλλά και την εφευρετικότητα των πεινασμένων, τις συγκρούσεις των κατοχικών δυνάμεων με τους αντάρτες και τις συνέπειες για τους αμάχους, τα μπλόκα, τους μαυραγορίτες, τους δοσίλογους, μέχρι τον εμφύλιο σπαραγμό που ξέσπασε αμέσως μετά και που αποδείχθηκε ακόμα πιο βάρβαρος και καταστροφικός από τον μεγάλο πόλεμο που είχε μόλις τελειώσει. Σκηνές βασάνων, βίας και αγριότητας εναλλάσσονται με άλλες, βαθιά ανθρώπινες, τρυφερές και δοξαστικές της χαράς της ζωής.
Και ανάμεσα σε αυτά οι προσωπικές απώλειες, ένας θείος του, που δολοφόνησαν εν ψυχρώ οι ταγματασφαλίτες, και ο παππούς του, που αφότου τον συνέλαβαν οι Γερμανοί, δεν τον ματαείδε. Αλλά και οι κερδισμένες ζωές, σαν του ασθενικού μικρότερου αδελφού του, που τον έσωσε το «ρυζόγαλο της αλληλεγγύης» και που εξαιτίας της εμπειρίας εκείνης ο συγγραφέας δεν ξανάγγιξε ποτέ αυτό το γλύκισμα, όσο κι αν το ορεγόταν.
Αναμνήσεις με γραφή εντελώς κινηματογραφική, όπως η πρώτη του ερωτική εμπειρία, η παρασκευή του οθωμανικού καφέ των «τριών πατωμάτων» ή η άλλη με τη φιλαρμονική του δήμου Τριπόλεως που άλλαζε, λέει, ρεπερτόριο ανάλογα τη χρονική περίσταση: Βάγκνερ και Βέρντι στα χρόνια του Μεταξά, τη Διεθνή σαν μπήκε ο ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας στις 30/9/44, «Του αητού ο γιος» όταν κατέφθασε ο εθνικός στρατός.
Όσο για την αυστηρή ιστορική πιστότητα των γεγονότων που αναφέρει, λίγο τον μέλλει: «Κάποια παιδικά αφηγήματα είναι... Μπορεί να έχουν και χρονολογικά λάθη, λάθος τοπωνυμίες, αλλά είναι αληθινά! Δεν υπάρχει πια κανένας φίλος μου να βεβαιώσει κάτι διαφορετικό. Είμαι δικαιωμένος!», καθώς εύθυμα απολογείται στον πρόλογο.