Έναυσμα για να γράψω τη Λήθη ήταν ένα όνειρο (ή μάλλον: ονείρεμα). Ονειρεύτηκα πως βρέθηκα σε μια πόλη πέτρινων ουρανοξυστών, ένα λίθινο Μανχάταν, φυτεμένο σ' ένα πλάτωμα εν μέσω μιας απέραντης οροσειράς. Ο χρόνος είχε σταματήσει σ' αυτό τον αφιλόξενο τόπο, τα ρολόγια παρέμεναν καρφωμένα εσαεί στη μεταλλική ώρα ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα. Σε τούτη την πολιτεία κατοικούσαν φαντάσματα λογοτεχνικών ηρώων που αγάπησα, αρχής γενομένης από τους Καραμάζοφ.
Ναι, έγραψα τη Λήθη (και) από αγάπη για τους Αδελφούς Καραμάζοφ, το συγκλονιστικό ψυχολογικό εργαστήρι του Ντοστογιέφσκι, στο οποίο είχα περιπλανηθεί νεότερος και μ' είχε σφραγίσει. Και δεν εννοώ (μόνον) ως συγγραφέα, πως με κατέτρεχε σαν πρότυπο. Μιλώ για τις ψυχές τα τρία αδέλφια-κάτοπτρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τον εφιαλτικό πατέρα τους. Μιλώ για την ανεξάντλητη ροπή προς το ένστικτο του Μίσια, την ορθολογική παράνοια του Αλεξέι, την ανόθευτη αθωότητα και ομορφιά (ως υπόσχεση ευτυχίας, κατά τον Τολστόι) του Αλιόσα. Μιλώ για την ψυχή μου και πώς σφραγίστηκε - όχι από εμπειρίες και βιώματα, μα από διαβάσματα.
Έναυσμα για να γράψω τη Λήθη αποτέλεσε (και) το Εκκρεμές του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκο: ετούτο το εκπληκτικό βιβλίο-βίβλος της Νέας Εποχής. Την επομένη του ονείρου (ονειρέματος), περιδιαβαίνοντας τις σελίδες του, έπεσα πάνω στο μότο: «Αν ονειρευτείς ότι ζεις σε μια νέα και άγνωστη πόλη, σημαίνει ότι έχεις πεθάνει». Κι εγώ μόλις το είχα κάνει.
Έγραψα, όμως, τη Λήθη (και) για να φυτέψω μέσα της μια φράση δική μου κι όχι δάνειο αλλονών, πάνω στην οποία χτίστηκε το βιβλίο, ώστε να ειπωθεί από κάποιο χαρακτήρα του και να αποκτήσει υπόσταση: «Λήθη δεν είναι να μη σε θυμούνται αλλά να ξεχνάς τον εαυτό σου».
Έγραψα τη Λήθη ώστε, με όπλο αυτήν τη φράση, να ξεφύγω απ' τα βιβλία των άλλων και να θυμηθώ τον εαυτό μου, να απομυθοποιήσω (μυθοποιώντας) χαρακτήρες-δάνεια, όπως ο Μερσώ, οι Καραμάζοφ, ο Τσινάσκι και άλλοι, που μοιάζαν τόσο αληθινοί όσο οι άνθρωποι που με περιστοίχιζαν τότε στη ζωή μου.
Τέλος, έγραψα τη Λήθη για να ξεφύγω (και) απ' αυτούς: άνθρωποι-στοιχειά, πραγματικοί όσο οι χαρακτήρες που με στιγμάτισαν, που επιβίωναν μέσα απ' το φόβο μου, μ' απομυζούσαν χωρίς ευχαριστώ.
Τα κατάφερα και, μόλις τελείωσα το βιβλίο, γνώρισα τη Μαρία, τη γυναίκα των ονείρων μου, αληθινή κι εκείνη όσο μια ονειρώδης ηρωίδα του Γιόζεφ Ροτ.
Είθε το βιβλίο μου να κάνει (το ίδιο) καλό και σε εσάς.
σχόλια