«ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΡΧΙΣΕΙ Η ΤΡΕΛΑ δεν έχει τελειωμό», σκέφτεται ο Τζακ Λάξτον, ένας από τους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Σουίφτ «Μακάρι να ήσουν εδώ» (μετ. Θ. Σκάσσης, Εστία, 2014). «Ποιος θα το φανταζόταν», αναρωτιέται, «ότι θα τρελαίνονταν τα βοοειδή σ’ όλη την Αγγλία, ή ότι θα τα έχωναν κατά εκατοντάδες στους κλιβάνους απ΄ τον φόβο και τον κίνδυνο μήπως τρελαθούν;».
Ο Τζακ ανακαλεί τα περιστατικά που τον έφεραν –αυτόν, έναν άνδρα αλυσοδεμένο με τη γη– σ’ ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι στο νησί Γουάιτ, μίλια μακριά από το Ντέβον που νόμιζε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ.
Στην οθόνη του μυαλού του, οι φωτιές που έκαιγαν επί μερόνυχτα τα λιβάδια και τα ζωντανά της γενέτειράς του εναλλάσσονται με τις φωτιές που τύλιξαν αργότερα τους Δίδυμους Πύργους, σκηνές βγαλμένες από την κόλαση, παρανοϊκές. Να, όμως, που η τρέλα απειλεί και τον ίδιο…
Ο Γκράχαμ Σουίφτ αποτυπώνει δεξιοτεχνικά τις συνέπειες συσσωρευμένων κρίσεων και μας υπενθυμίζει κάτι τετριμμένο αλλά πέρα για πέρα αληθινό: κάθε σχέση –γονεϊκή, αδελφική, ερωτική– είναι ένας κήπος που χρειάζεται φροντίδα για να μη μαραθεί.
Ο ήρωας του Σουίφτ έχει μόλις παραλάβει το κουφάρι του μικρότερου αδελφού του, Τομ, σταλμένο αεροπορικώς από το μέτωπο του Ιράκ, κι όπως διαπιστώνει, όλες οι πληγές που είχαν σημαδέψει τη μεταξύ τους σχέση παραμένουν ορθάνοιχτες.
Επιπλέον, έχει ανταλλάξει τόσες πικρές κουβέντες με τη σύντροφό του, την Έλλη, που αμφιβάλλει αν θα καταφέρουν να τα βρουν ξανά. Αυτήν περιμένει τώρα, μόνος στην κρεβατοκάμαρά τους, αγκαλιά μ’ ένα τουφέκι, αναμοχλεύοντας τα περασμένα, παλεύοντας με φαντάσματα, κάνοντας τον προσωπικό του απολογισμό. Χρειάζεται υπομονή για τον ακολουθήσεις σ’ αυτό το ταξίδι, αλλά ανταμείβεσαι στο έπακρον. Όσα κι αν σε χωρίζουν απ’ αυτόν τον τραχύ, μονοκόμματο άντρα, νιώθεις πως τα βάσανά του σε αφορούν προσωπικά.
Το «Μακάρι να ήσουν εδώ» θυμίζει πολύ το παλιότερο, βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα του Σουίφτ «Τελευταίος γύρος» (ή «Τελευταίες εντολές», όπως είχε αποδοθεί αρχικά ο τίτλος του). Πυροδοτημένη κι εδώ από μια απώλεια, η δράση καλύπτει λίγες μόλις μέρες αλλά με διαδοχικά φλας μπακ, δοσμένα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, έρχονται στην επιφάνεια ψυχικά σκαμπανεβάσματα, υπαρξιακά διλήμματα και πεπραγμένα συνηθισμένων ανθρώπων που καλύπτουν πολύ μεγαλύτερες περιόδους και αναφέρονται σε καταστάσεις ακραίες, τραυματικές.
Ο Βρετανός συγγραφέας δεν ανήκει σ’ εκείνους που συνηθίζουν να παρεμβαίνουν στην πολιτική σκηνή. Μεγαλωμένος, ωστόσο, με τις μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και με την αίσθηση ότι οι δικοί του επέζησαν μιας τεράστιας κοσμογονίας, φρόντιζε ανέκαθεν στα γραπτά του να συνδέει μικρούς, οικείους κόσμους με μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αναζητώντας τις επιπτώσεις των τελευταίων στην καθημερινή ζωή των ηρώων του.
Κάτι ανάλογο επιχειρεί και στο «Μακάρι να ήσουν εδώ», το πιο πολιτικό ίσως έργο του, με το οποίο, έστω και εμμέσως, εκφράζει την αντίθεσή του στην ανάμειξη της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ, χωρίς ν’ απομακρύνεται στιγμή από τον ανθρωποκεντρικό στόχο του.
Ο Τζακ και η Έλλη νιώθουν ζευγάρι από τότε που θυμούνται τους εαυτούς τους. Μεγάλωσαν σε γειτονικές, πατροπαράδοτες φάρμες, έχασαν τις μανάδες τους νωρίς, είδαν τη γη τους να ερημώνει και τα ζώα τους να θερίζονται από τη νόσο των τρελών αγελάδων και, όταν έθαψαν και τους πατεράδες τους, πούλησαν τα πάντα, πήραν των ομματιών τους κι επιχείρησαν μια νέα αρχή.
Δεν απέκτησαν παιδιά – ιδού το τίμημα της επιμονής της Έλλης να ξεριζωθούνε. Διευθύνουν ένα τουριστικό κάμπινγκ με τροχόσπιτα, σ’ ένα τοπίο που δεν θυμίζει σε τίποτα τον γενέθλιο τόπο τους, ζούνε πια αλλιώς.
Μέχρι που ο Τομ, αυτός που πρώτος είχε βιαστεί να ντυθεί φαντάρος αφήνοντας άλλους ν’ αναμετρηθούν με την επερχόμενη καταστροφή και ο οποίος επί χρόνια θεωρούνταν αγνοούμενος, «επιστρέφει» από την άλλη άκρη της γης μέσα σ’ ένα φέρετρο. Κι όλες οι ισορροπίες που είχε κατακτήσει το ζευγάρι αφότου είχε κόψει τους δεσμούς με το παρελθόν του, αποδεικνύονται μάλλον εύθραυστες.
Ποιες μαύρες τρύπες κουβαλάνε ο Τζακ και η Έλλη; Πόσοι ανολοκλήρωτοι λογαριασμοί τούς αναλογούν; Ποιες μάχες απέφυγε να δώσει ο καθένας στους κόλπους της οικογένειάς του και ποιες θα μπορούσαν να δώσουν ακόμα, από κοινού; Πώς συνδυάζεται το πένθος με την αίσθηση της ελευθερίας;
Διαβάζοντας το «Μακάρι να ήσουν εδώ» αναπόφευκτα στρέφεις και πάνω σου αυτά τα ερωτήματα. Παράλληλα με τους ήρωες του Σουίφτ, συνομιλείς κι εσύ μ’ όσους έχεις αποχωριστεί κι αναρωτιέσαι με τη σειρά σου αν στάθηκες, όταν έπρεπε, στο ύψος των περιστάσεων.
Επιμένοντας, όπως πάντα, στη λεπτομέρεια, διατηρώντας, όπως πάντα, χαμηλούς τόνους, και κρατώντας αμείωτο το σασπένς, ο Γκράχαμ Σουίφτ αποτυπώνει δεξιοτεχνικά τις συνέπειες συσσωρευμένων κρίσεων και μας υπενθυμίζει κάτι τετριμμένο αλλά πέρα για πέρα αληθινό: κάθε σχέση –γονεϊκή, αδελφική, ερωτική– είναι ένας κήπος που χρειάζεται φροντίδα για να μη μαραθεί.