ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, μεγαλώνει στη σκιά της Ακρόπολης και ξεκαλοκαιριάζει στις Σπέτσες. Τέλη δεκαετίας του 1960 και αρχές του 1970. Η οικογένεια της είναι μικροαστική και καθωσπρέπει, μπαμπάς δημοσιογράφος, μαμά ξεναγός, ένας μικρότερος αδελφός, που πολύ τον αγαπά και του δίνει χώρο να κάνει τα δικά του.
Γύρω της ένας ολόκληρος πληθυσμός με συγγενείς, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες και ξαδέλφια. Αλλά και δυο γειτονιές, δυο κόσμοι πραγματικά μαγικοί, στα μάτια της· κάποιο δίκιο θα 'χει. Οι δρόμοι κάτω και γύρω από την Ακρόπολη και το Ηρώδειο, όπου παίζει, πάει σχολείο, αγοράζει παγωτά και σουβλάκια, πηγαίνει σινεμά και βόλτες. Με ένα κάρο γείτονες, μαγαζάκια, εικόνες, συναντήσεις. Και απο κοντά, η πιο μακρινή κοινότητα των Σπετσών, όπου με ορμητήριο το πατρικό σπίτι του μπαμπά της περνάει τους ζεστούς μήνες των διακοπών μέσα στην απόλυτη, ζηλευτή ομορφιά και ανθρώπινη επαφή. Κάθε παιδί, κάθε γείτονας, κάθε μαγαζάκι, κάθε δέντρο και κύμα και αλάνα της μαθαίνουν, λες, το λεξιλόγιο της απόλαυσης και της ευτυχίας.
Η μικρή Μαργαρίτα είναι σήμερα η γνωστή σκηνοθέτιδα Μαργαρίτα Μαντά, με το δικό της πλούσιο και αναγνωρισμένο έργο (ειδικά τα ντοκιμαντέρ Φύλακες του Χρόνου και Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης και οι φιξιόν ταινίες Χρυσόσκονη και Για πάντα), αλλά και μια ισχυρή σχέση ζωής και συνεργασίας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Από τα αγαπημένα παιδιά του σκηνοθέτη, η Μαργαρίτα έκλεισε στο πολύτιμο βιβλίο της Το πρώτο πράγμα που 'κανε ο Θεός είναι το ταξίδι: Το Βλέμμα του Οδυσσέα - Ημερολόγιο γυρισμάτων (εκδ. Μεταίχμιο) προσωπικές της μνήμες αλλά και την ουσία της προσωπικότητας και του τρόπου δουλειάς του μεγάλου Τεό.
Δυστυχώς για μένα, έχω πολύ δυνατή μνήμη και, κυρίως, φωτογραφική μνήμη. Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα, καλά και κακά. Και τα θυμάμαι σαν εικόνες, σαν ήχους, πολύ συχνά και σαν μυρωδιές. Πολύ έντονα, με μεγάλη ενάργεια. Είναι βασανιστικό, τυραννικό, θα έλεγα. Η τόση μνήμη δεν σε αφήνει να ξεφύγεις, να διαγράψεις πράγματα και καταστάσεις που, συχνά, σε εμποδίζουν να προχωρήσεις στη ζωή σου.
Της πάει η γραπτή, προσωπική κατάθεση της Μαργαρίτας Μαντά. Αν και ομολογώ ότι το νέο της αυτοβιογραφικό βιβλίο Τα υλικά του χρόνου (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), που το ρούφηξα, με εξέπληξε. Όχι τόσο γιατί ειλικρινά δεν περίμενα αυτή την τόσο εξωστρεφή χειρονομία μιας γυναίκας, που θεωρώ ότι δεν αφήνει τους «ξένους», τους δημοσιογράφους, να πλησιάσουν εύκολα τον εσωτερικό πυρήνα της. Αλλά, γιατί, μιλώντας για τον εαυτό της, τον μικρούλη έστω εαυτό της, νηπιαγωγείο και δημοτικό, μέσα σε χρόνια δύσκολα -η χούντα κανέναν, έστω και αθώο, δεν άφηνε ανεπηρέαστο- κατάφερε να μιλήσει για όλους μας. Της γενιάς της. Μεγαλύτερους. Μικρότερους. Για όσους θυμούνται το παιδί που υπήρξαν και για όσους κάπου το έχουν παρατήσει - κυρίως για τους δεύτερους. Και να μας κάνει να κοιτάμε πια με λίγο διαφορετικό μάτι τις ελιές γύρω απο το Ηρώδειο, τα δρομάκια στο Κουκάκι, τα λιθόστρωτα των Σπετσών. Σαν τα έχουμε ζήσει κι εμείς παιδιά.
— Πώς γράφτηκε το βιβλίο; Ήταν μια απόλυτα προσωπική σου ανάγκη και υπόθεση που κατέληξε να εκδοθεί ή ξεκίνησε και για βιβλίο;
Πριν κάποια χρόνια, είδα στον ύπνο μου ένα βράδυ την εικόνα της γιαγιάς μου όταν είχα χτυπήσει το κεφάλι μου παίζοντας στου Φιλοπάππου - αυτό το περιστατικό αποτελεί και το πρώτο κείμενο του βιβλίου. Είναι μια μνήμη που έχω πάντα μέσα μου πολύ ζωντανή, αλλά εκείνο το «όνειρο» είχε μια επιτακτικότητα, με καλούσε να το καταγράψω.
Ξύπνησα και το σημείωσα στο τετράδιο που κουβαλάω πάντα στο σακίδιό μου. Την άλλη μέρα κάθησα και το έγραψα στο κομπιούτερ. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ανάγκη μου να καταγράψω παιδικές μου μνήμες που ήταν μέσα μου εξαιρετικά εναργείς. Δεν είχα καμία πρόθεση να γράψω κανένα βιβλίο.
— Κι όμως έγινε βιβλίο. Μέσα από ποια διαδικασία;
Για περίπου οκτώ χρόνια, επέστρεφα κατά καιρούς σ’ αυτό το κείμενο και πρόσθετα γεγονότα που με καθόρισαν. Όταν όλο αυτό άρχισε να παίρνει κάποια μορφή, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να το φτάσω κάπου, σαν έναν φόρο τιμής σε πρόσωπα και καταστάσεις που όρισαν αυτό που έχω γίνει ως άνθρωπος αλλά και σαν φόρο τιμής σε έναν κόσμο και μία χώρα που δεν υπάρχουν πια εδώ και πολύ πολύ καιρό.
Το έδωσα σε κάποιους φίλους να μου πουν τη γνώμη στους. Από όλους τους έλαβα το αίσθημα ότι ήταν κάτι που το μοιράστηκαν. Κι έτσι, όταν όλο αυτό ολοκληρώθηκε -έβαλα την τελική τελεία τρεις μήνες πριν το πρώτο lockdown του Μαρτίου του 2020-, θεώρησα πως ίσως αξίζει να το μοιραστώ και με άλλους ανθρώπους, πέρα από τους φίλους μου. Το έστειλα στις εκδόσεις Εστία και η κυρία Εύα Καραϊτίδη με τίμησε με την εμπιστοσύνη της να εκδοθεί σε βιβλίο.
— Από το λίγο που σε ξέρω, σε νιώθω σαν ένα αυστηρο, πολύ δυναμικό και αποφασιστικό πλάσμα, χωρίς πολλά-πολλά εκδηλωτικά στοιχεία. Μου έκανε, λοιπόν, μεγάλη εντύπωση αυτή η «έκθεση» (όσο προσεχτική κι αν είναι) του οικογενειακού-παιδικού σου κόσμου, αυτή η μεγάλη αγάπη-τρυφερότητα και το φως που ρίχνεις στο παρελθόν σου. Έχω δίκιο;
Δεν ξέρω τι πλάσμα είμαι. Ξέρω κάποια ελαττώματά μου, κάποια προτερήματά μου, αλλά τι πλάσμα είμαι «προς τα έξω» δεν το ξέρω, το ξέρουν οι άλλοι. Κάτι που σίγουρα ξέρω και εγώ για μένα και όσοι δικοί μου άνθρωποι είναι στη ζωή μου και με στηρίζουν πάντα και με αντέχουν πάντα είναι ο παρορμητισμός και η εξωστρέφειά μου. Με ό,τι καλό και κακό κουβαλούν αυτός ο παρορμητισμός και η εξωστρέφεια για όλους μας.
Εκτίθεμαι πάντα, για όλα, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου. Αυτή η έκθεση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπάρχει σε ό,τι κάνω. Και στις διαπροσωπικές μου σχέσεις, και στα προηγούμενα δύο βιβλία μου, που έχουν εκδοθεί, και στις ταινίες που έχω καταφέρει να κάνω ως τώρα.
— Έχεις γυρίσει σπουδαίες ταινίες, ντοκιμαντέρ αλλά και μυθοπλασίας, με τις τελευταίες να είναι υπαρξιακές, δραματικές, μοντέρνες. Και, ξαφνικά, γράφεις ένα βιβλίο, σε εντελώς διαφορετικό στυλ: άμεσο, απλό. Υπάρχει εξήγηση;
Έχω κάνει ως τώρα πέντε ταινίες, τρεις ταινίες ντοκιμαντέρ και δύο ταινίες μυθοπλασίας, που η κάθε μία φέρει εγγενώς στην αισθητική και στη σκηνοθεσία της τη «γραφή» που ζητούσε η θεματική της και η οπτική γωνία από την οποία ήθελα να δω αυτήν τη θεματική.
Δεν ξεκίνησα ποτέ να κάνω κάτι, είτε ταινία είτε βιβλίο είτε σενάριο είτε φωτογραφία είτε οτιδήποτε άλλο, έχοντας κατά νου κάποια «γραμμή» αμεσότητας και απλότητας. Δεν ξέρω καν τι σημαίνει «αμεσότητα και απλότητα». Όλα για όλους μπορεί να είναι «άμεσα και απλά», μπορεί και να μην είναι. Έτσι έγινε και με τα Υλικά του Χρόνου. Ξεκίνησα να καταγράφω ό,τι με όρισε ως παιδί με έναν τρόπο γραφής στον οποίο οδήγησε η ίδια η ανάγκη αυτής της καταγραφής.
— Γιατί διάλεξες να γράψεις «σαν παιδί» και όχι με τη σημερινή ματιά και άποψη της ώριμης Μαργαρίτας; Γιατί διάλεξες να υπάρχει στο βιβλίο μόνο το παιδί που ήσουν κάποτε και όχι η γυναίκα που είσαι σήμερα και γυρνάει προς τα πίσω, θυμάται και κρίνει;
Όπως σου είπα, όλο αυτό ξεκίνησε από το «όνειρο» με τη γιαγιά μου την Κατίνα, ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάω πάρα πολλά από αυτά που συνθέτουν αυτό που είμαι, και συνεχίστηκε με την ανάγκη να καταγράψω έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, αλλά που νιώθω ευλογημένη που μεγάλωσα μέσα του. Ήθελα να καταγράψω αυτόν τον κόσμο μόνο από την οπτική του παιδιού που τον έζησε, όχι από την οπτική του ενήλικα που τον θυμάται, καθώς γερνάει.
Κάθε φορά που ξανάπιανα το γραπτό, από μόνα τους τα κείμενα έβγαιναν σαν να έγραφε η μικρή Μαργαρίτα την εβδομαδιαία έκθεση στο σχολείο, τύπου «Πώς πέρασα την Κυριακή μου», «Η οικογένειά μου», «Η γειτονιά μου» κ.λπ. Ακολούθησα αυτό που έβγαινε από μέσα μου. Δεν με ενδιέφερε ούτε να αναλύσω, ούτε να εξετάσω, ούτε να κρίνω, ούτε να δω σαν νοσταλγία αυτόν τον κόσμο. Είχα ανάγκη μόνο να τον καταγράψω όπως τον εισέπραττα παιδί.
— Έχεις καταλάβει γιατί είχες αυτή την ανάγκη; Σαν καταφύγιο, σαν παρηγοριά, σαν παραμύθι;
Ίσως σαν παρηγοριά ομορφιάς απέναντι σε όλη αυτή την ασχήμια που βομβαρδίζει από παντού τη ζωή μας χρόνια τώρα.
— Περιγράφεις έναν κόσμο υπέροχο! Ακόμα και τα μικρά ή μεγάλα δράματα δεν «τραυματίζουν» φανερά τη μικρή Μαργαρίτα. Ήταν όντως έτσι υπέροχος ο κόσμος σου ή έτσι θες να τον θυμάσαι;
Ο κόσμος αυτός σίγουρα δεν ήταν υπέροχος. Ειδικά από πολιτική σκοπιά - ήταν τα χρόνια της χούντας. Ήταν όμως ένας κόσμος μακράν πιο απλός, πολύ πιο ανθρώπινος από τον σημερινό στην καθημερινότητά του. Έτσι τον θυμάται αυτόν τον κόσμο η μικρή Μαργαρίτα από τα 5 έως τα 11 χρόνια της, αυτά που καλύπτουν οι καταγραφές της στο βιβλίο.
— Θυμάσαι απίστευτα πράγματα (ονόματα, τόπους, περιστατικά). Σαν να είχες καταγράψει με μια κάμερα από τότε ήδη τα πάντα. Πώς το κατάφερες;
Δυστυχώς για μένα, έχω πολύ δυνατή μνήμη και, κυρίως, φωτογραφική μνήμη. Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα, καλά και κακά. Και τα θυμάμαι σαν εικόνες, σαν ήχους, πολύ συχνά και σαν μυρωδιές. Πολύ έντονα, με μεγάλη ενάργεια. Είναι βασανιστικό, τυραννικό, θα έλεγα.
Η τόση μνήμη δεν σε αφήνει να ξεφύγεις, να διαγράψεις πράγματα και καταστάσεις που, συχνά, σε εμποδίζουν να προχωρήσεις στη ζωή σου. Αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό με το οποίο είσαι κατασκευασμένος. Μπορείς να προσπαθήσεις να το δουλέψεις υπέρ σου. Να ξεφύγεις ποτέ. Η μνήμη μου είναι στοιχείο της κατασκευής μου. Μ’ αυτήν θα πορεύομαι έως τέλους. Και θα προσπαθώ να συμβιώσω μαζί της για να συνιστά θετικό και όχι αρνητικό στοιχείο της ζωής μου.
— Τι ιστορία έχει η τόσο χαριτωμένη και αστεία φωτογραφία σου στο εξώφυλλο;
Για την εικόνα στο εξώφυλλο ζήτησα τη γνώμη της πρώτης μου ξαδέρφης, Ανδριάνας Κυριαζή. Κι εκείνη μου βρήκε τη φωτογραφία που τελικά έγινε εξώφυλλο. Την έχει τραβήξει ο θείος μου ο Παναγιώτης, ο μπαμπάς της, στο σπίτι τους στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και πρέπει να είμαι κοντά έξι χρονών.
— Πέρα από τη δική σου εμπλοκή, πέρα από το δικό σου «κέρδος» από το γράψιμο αυτού του βιβλίου, τι θα 'θελες να πει σε όλους εμάς, που θα το διαβάσουμε;
Τίποτα παραπάνω από αυτό που με έκανε να το δώσω για έκδοση. Θέλω να μοιραστώ έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια με ανθρώπους που επίσης τον έζησαν και με ανθρώπους που δεν τον έζησαν και ίσως τους ενδιαφέρει να μάθουν κάτι γι’ αυτόν. Ούτε η Αθήνα ούτε οι Σπέτσες του βιβλίου υπάρχουν πλέον. Δεν υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η Ελλάδα αυτή, γενικά ο κόσμος αυτός, δεν υπάρχει πλέον. Το ξέρουμε όλοι.
— Αν το βιβλίο σου γινόταν ταινία, τι ταινία θα ήθελες να είναι; Υπάρχει κάποια γνωστή ταινία ή κάποιος σκηνοθέτης που συνομιλούν καλύτερα με τον δικό σου κόσμο;
Αν ήθελα να κάνω τις παιδικές μου μνήμες ταινία, θα τις έκανα η ίδια. Δεν θεωρώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο έχει το βάθος και την έκταση για να γίνει ταινία - μια ακόμα ταινία «εποχής παιδικής ηλικίας». Έχουν γίνει πολλές ταινίες με ανάλογη θεματική, και στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες. Κάποιες από αυτές αδιάφορες, άλλες καλές, άλλες υπέροχες και, κάποιες, ταινίες-ορόσημα για το παγκόσμιο σινεμά. Μόνο το Amarcord του Φελίνι να αναφέρουμε, φτάνει.
Για μένα, τα Υλικά του Χρόνου, πριν καν αποκτήσουν μορφή και τίτλο, ήταν το χαρτί με τις «σχολικές μου εκθέσεις». Όλες τους οι εικόνες, όλες τους οι μυρωδιές, όλοι τους οι ήχοι, όλες τους οι αφές είναι στο χαρτί. Μόνο στο χαρτί. Που μπορείς να το μυρίσεις κιόλας διαβάζοντάς το, αν θες.