ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2005 είχα επισκεφτεί το Μουσείο των Καναδικών Πολιτισμών στην Οτάβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά. Πρόκειται για το μουσείο των αυτόχθονων πληθυσμών αυτής της αχανούς χώρας, μια σύγχρονη αρχιτεκτονική εκδοχή των τοτέμ, όπου η μουσειολογική έκθεση θύμιζε λίγο Ντίσνεϊλαντ.
Συνοδευόμουν από έναν αυτόχθονα καλλιτέχνη, τον John Tenasco, που κατάγεται από τη φυλή των Άλγκοκουιν της περιοχής του Κεμπέκ, από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες του Καναδά (μπορείτε να τον βρείτε στο διαδίκτυο, πληκτρολογώντας το όνομά του). Η παρουσία με έκανε να δω αλλιώς τα εκθέματα αυτού του ιδιαίτερου μουσείου, με τα οποία ανασυστήνονται κυρίως όψεις της καθημερινής ζωής των αυτοχθόνων. Είναι μια καθημερινότητα που επαναλαμβανόταν αδιατάρακτα για χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σχεδόν μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, μια ζωή νομαδική που οργανωνόταν γύρω από το κυνήγι και το ψάρεμα για τους άντρες, την οικογενειακή εστία και την ανατροφή των παιδιών για τις γυναίκες.
Από το κατάστημα του μουσείου αγόρασα μια γραμματική της γλώσσας των Ινουίτ, που είχε μόλις τότε δημιουργηθεί, προϊόν μιας συστηματικής έρευνας για την καταγραφή και επομένως τη διάσωση μιας γλώσσας που έφτασε μέχρι εμάς μέσα από την προφορική μετάδοση από γενιά σε γενιά. Αγόρασα επίσης μια κονσέρβα με πατέ από καριμπού, ζώο ταυτισμένο με τη ζωή και με την επιβίωση αυτών των πληθυσμών.
Καριμπού, άλκες και ελάφια είναι τα ζώα που στήριζαν την οικονομία των φυλών του Καναδά και ταυτόχρονα συνδέονταν με τελετουργίες και θρησκευτικές πρακτικές. Ιδιαίτερα τα καριμπού, ζώα επίσης νομαδικά που μετακινούνται σε αγέλες δύο φορές τον χρόνο, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, ενσαρκώνουν για ορισμένες φυλές τις αξίες «της ισότητας και της ισοτιμίας», καθώς δίνουν στους ανθρώπους όχι μόνο το κρέας αλλά και το δέρμα και το μαλλί τους για να φτιάχνουν ρούχα, εργαλεία, σκηνές, μουσικά όργανα.
Η συγγραφέας κινείται διαρκώς ανάμεσα στην πόλη και στην πατρική/μητρική της γη, ένα ταξίδι στη φύση, στο κλίμα, στις παραδόσεις, στις αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής και ταυτόχρονα ένα ταξίδι συναισθηματικό.
Οι Ινουίτ είναι μία από τις μεγάλες πληθυσμιακές κατηγορίες των αυτοχθόνων του Καναδά. Οι άλλες μεγάλες κατηγορίες είναι οι Μετίς και οι λεγόμενες Πρώτες Εθνότητες (First Nations). Οι Ιννού (που δεν πρέπει να συγχέονται με τους Ινουίτ) είναι μία από τις 634 φυλές των Πρώτων Εθνοτήτων. Ο πληθυσμός τους είναι γύρω στις 18.000 και ζουν σε καταυλισμούς μέσα σε ειδικά προσδιορισμένες περιοχές (reserves) του βορειοανατολικού Καναδά, συγκεκριμένα στο Κεμπέκ και στο Λαμπραντόρ.
Ξαναβρίσκω τον κόσμο των αυτοχθόνων του Καναδά, βρίσκω τον κόσμο των Ιννού μέσα από το μυθιστόρημα της Ναομί Φοντέν Kuessipan, Είναι η σειρά σου, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τον νέο εκδοτικό οίκο πλήθος σε μετάφραση της Πατρίσιας Μπόνου. Η συγγραφέας, που έχει γεννηθεί το 1987, είναι Ιννού, γράφει στα γαλλικά, εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο του Κεμπέκ Μemoire d’encrier (μνήμη του μελανοδοχείου) και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες γαλλόφωνες συγγραφείς των First Nations.
Το Kuessipan, που είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε το 2011 και γνώρισε σημαντική επιτυχία, ιδιαίτερα μετά τη μεταφορά του στον κινηματογράφο. Χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, αλλά δεν αποτελεί μια κλασική εκδοχή του είδους, με πλοκή, χαρακτήρες κ.λπ. Πρόκειται για αφήγημα με αποσπασματικό χαρακτήρα, μικρές στοχαστικές ιστορίες, με τη δική τους αυτοτέλεια η καθεμία, που όλες μαζί, οργανωμένες σε τέσσερα κεφάλαια, δημιουργούν τη μεγάλη εικόνα των Ιννού.
Η γλώσσα, οι κοινότητές τους, τα προβλήματά τους, η διάβρωση από την επαφή με τον δυτικό πολιτισμό, τον πολιτισμό των εποίκων, η ζωή στην άγρια φύση του βορειοανατολικού Καναδά, είναι όψεις αυτού του ολιγοσέλιδου, αλλά γοητευτικού και παράξενου βιβλίου που αγγίζει περισσότερο την ποίηση και που μας βγάζει από το comfort zone της αναγνωστικής ρουτίνας μας.
Η Ναομί Φοντέν γράφει στα γαλλικά (πολύ καλή η μετάφραση της Πατρίσιας Μπόνου). Τα γαλλικά είναι η γλώσσα της εκπαίδευσής της, το εργαλείο που τη βοηθάει να διευρύνει τον κύκλο της υποδοχής της λογοτεχνίας της. Δεν ξεχνάει όμως τη γλώσσα των Ιννού.
Η πολύ σύντομη ιστορία της (μόλις λίγες γραμμές), με την οποία ανοίγει το κεφάλαιο «Uashat» (έτσι ονομάζεται η περιοχή των Ιννού ‒ οι Γάλλοι έποικοι την ονόμαζαν Μοντανιέ), έχει θέμα τη γλώσσα.
Γράφει η Φοντέν: «Μοιάζει με μπλουζ. Η γλώσσα των Ιννού σχεδόν τραγουδιστή, με τόνους αργούς που παρατείνονται με τις αναπνοές. Η έλλειψη φωνηέντων κάνει τη γλώσσα αδιαπέραστη, σαν αναφορά στη φύση, τη σκληρότητα, τον φλοιό των δέντρων και τα ελαφοκέρατα».
Στο πολύ χρήσιμο επίμετρο της μεταφράστριας διαβάζουμε ότι στη γλώσσα των Ιννού οι λέξεις αντιστοιχούν απευθείας σε φυσικά αντικείμενα, γεγονότα ή δράσεις και καμιά φορά αποτελούν ολόκληρες φράσεις.
Το πρώτο κεφάλαιο του Kuessipan έχει τίτλο «Νομάς». Η πρώτη φράση είναι «επινόησα ζωές». Οι ζωές που επινοεί όμως η Φοντέν στο μυθιστόρημά της δεν είναι φανταστικές. Βγαίνουν μέσα από το δικό της βίωμα.
Για παράδειγμα, ο άντρας με το ταμπούρλο ‒ο πρώτος που συναντάμε σε αυτή την αναγνωστική περιπλάνηση‒ δεν μίλησε ποτέ στη συγγραφέα για τον εαυτό του αλλά η ίδια μπόρεσε να φτιάξει την ιστορία του «παρατηρώντας τα ταλαιπωρημένα χέρια του και την κυρτή του πλάτη». Γράφει: «τον άνδρα που επινόησα, τον αγαπούσα (…) Ήθελα να δω την ομορφιά (…) για να κρατήσω μόνο το κάρβουνο που καίει ακόμη στην καρδιά των πρώτων κατοίκων».
Αλλά η πραγματικότητα της κοινωνίας των Ιννού είναι διαφορετική, σκληρή και βίαιη. Και η συγγραφέας, από την πρώτη κιόλας ιστορία της, προειδοποιεί τους αναγνώστες: «Θα προτιμούσα τα πράγματα να λέγονταν πιο εύκολα, να τα διηγόμουν, να τα κατέγραφα, χωρίς να ελπίζω σε τίποτα, παρά μόνο στην κατανόηση. Αλλά ποιος θέλει να διαβάζει λέξεις όπως ναρκωτικά, αλκοόλ, μοναξιά, αυτοκτονία, πέτσινες επιταγές, βιασμός;».
Η συγγραφέας κινείται διαρκώς ανάμεσα στην πόλη και στην πατρική/μητρική της γη, ένα ταξίδι στη φύση, στο κλίμα, στις παραδόσεις, στις αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής και ταυτόχρονα ένα ταξίδι συναισθηματικό.
Οι Ιννού ζουν μέσα στις reserves, αλλά διασχίζουν κάθε μέρα τις απαγορευμένες γραμμές. Παρόλο που η κυβέρνηση τους παρέχει διευκολύνσεις, διασχίζουν τις παγωμένες λίμνες για να κυνηγήσουν και να φέρουν στις οικογένειές τους φρέσκο κρέας, όπως έκαναν οι προπάτορές τους. «Όσα ξέρει τα έμαθε από τον παππού του. Ν’ αναγνωρίζει τη διαδρομή που τρέχει ο λαγός, τους θάμνους όπου κρύβονται οι πέρδικες». Οι οικολόγοι φοβούνται για την εξαφάνιση των καριμπού. Αλλά ποιος φοβάται για την εξαφάνιση των Ιννού;
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου έχει τίτλο «Nikuss», που στη γλώσσα των Ιννού σημαίνει «γιε μου». Η Φοντέν απευθύνεται στο μέλλον, στις μελλοντικές γενιές. «Η σιωπή ζώνει τα όνειρά μας για το μέλλον. Δίπλα στις όχθες και στην παλίρροια θα είμαστε εμείς, Nikuss».
Το Kuessipan είναι, πάνω απ’ όλα, ένα μυθιστόρημα ταυτότητας. Θα μπορούσε επίσης να είναι ένα nature novel, ένα βιβλίο απ’ όπου ξεχειλίζουν οι εικόνες της φύσης, αυτή η απίστευτη ομορφιά των νερών και των δασών του Καναδά. Κι είναι ακόμη ένα ποιητικό ταξίδι στην αγνότητα και στην άγνοιά μας, που λειτουργεί απελευθερωτικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.