O ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ήρθε στον κόσμο το 1896 στη Μινεσότα, από οικογένεια με ιρλανδικές ρίζες (από τη μεριά της μητέρας του) που ηταν καθολική και ευκατάστατη. Από τα τρυφερά του χρόνια έδειξε κάποια έκτακτη δημιουργικότητα που εκφράστηκε με ιστορίες στο σχολικό περιοδικό, με ένα φυγάνθρωπο φυσικό και μια αυταρέσκεια που ενοχλούσε τους συνομηλίκους του. Ήδη, δέκα μόλις ετών, καταπιάστηκε να γράψει μια Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών κι ένα ποίημα για τη μεσαιωνική ιπποσύνη. Όταν οι γονείς του θα τον στείλουν υπότροφο σε ένα καθολικό σχολείο στη Νέα Υερσέη, θα προτιμήσει να γράφει διηγήματα και θεατρικά έργα, ένα από τα οποία ανέβηκε από κάποιον ερασιτεχνικό θίασο στη γενέτειρά του.
Το βέβαιο είναι ότι δεν ήταν επιμελής μαθητής, όσο για το πανεπιστήμιο, δεν κατάφερε να περάσει ούτε ένα έτος. Η πιο χαρακτηριστική γνώμη γι’ αυτόν ανήκε σε κάποιον συμφοιτητή του που απεφάνθη ότι «ο Φιτζέραλντ δεν είχε καιρό να μελετά τα μαθήματά του επειδή διάβαζε πολύ».
Μαζί με τη γυναίκα του Ζέλντα ο Φιτζέραλντ θα μεταβεί στο Παρίσι, όπου θα γνωρίσει τη Γερτρούδη Στάιν, τον Ντον Πάσος, τον Έζρα Πάουντ και, βέβαια, τον Ερνέστο Χέμινγουεϊ, με τον οποίο θα αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία. Οι σκέψεις του Ερνέστου για τον νεαρό φίλο του δεν ήταν πάντα κολακευτικές, καθότι οι χαρακτήρες τους διέφεραν ριζικά.
O Χέμινγουεϊ επέτυχε έναν περίτεχνο χαρακτηρισμό της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας του Φιτζέραλντ: «Το ταλέντο του ήταν τόσο φυσικό, όσο τα σχέδια στα φτερά μιας πεταλούδας»
Όπως γράφει στην εισαγωγή του ο μεταφραστής Άρης Μπερλής, ο Τζέυ Γκάτσμπυ –κεντρικό πρόσωπο του Μεγάλου Γκάτσμπυ– ενσαρκώνει το περιβόητο «αμερικανικό όνειρο», και πιο συγκεκριμένα το ρομαντικό πάθος που θεοποιεί τη γυναίκα, αποδίδοντάς της ιδιότητες αιωνιότητας – αδιάφορο αν πρόκειται για ένα γύναιο χωρίς ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Όντως, η Νταίζυ, που τελικά θα παντρευτεί τον Τομ Μπιουκάναν, δεν έχει τίποτα το μοναδικό – εντούτοις παίζει βασικό ρόλο.
Ο κεντρικός μηχανισμός της αφήγησης ή, πιο σωστά, το ρομαντικό πάθος του Γκάτσμπυ για την Νταίζυ είναι ένα από τα αξεπέραστα μοτίβα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το πάθος που βρίσκει ανταπόκριση και οδηγεί στην τεκνογονία –ευλογημένο ψυχικά και κοινωνικά– μπορεί να επαληθεύει τους νόμους της ζωής, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με το «άρρωστο» και ως εκ τούτου «λογοτεχνικό» πάθος του εραστή, ο οποίος δεν επιβεβαιώνεται. Ο Γκάτσμπυ εμφανίζεται περίπου ως τριτοξάδελφος του Χήθκλιφ, ως μακρινός συγγενής του Φρεντερίκ, του ήρωα της Αισθηματικής Αγωγής του Φλωμπέρ, ίσως και του κατοπινού ήρωα της Συνείδησης του Ζήνωνα.
Το σκοτάδι, ο φθόνος, το πάθος για εκδίκηση συγκροτούν έναν μύχιο κόσμο που μπορεί να φτάσει μέχρι φόνου, παρά το γεγονός ότι η αρχική επιθυμία λάμπει από αθωότητα. Ο έρως, με άλλα λόγια, είναι άπειρος, ενώ ο γάμος έχει όρια τα ίδια τα παιδιά. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και το πάθος χωρίς ανταπόκριση, που είναι μεν σκοτεινό, αλλά δημιουργεί άτομα τα οποία –τελικά– ευλογούν τη λογοτεχνία και ενίοτε τον ίδιο τον θάνατο.
Το εντυπωσιακό σε αυτό το καταλυτικό πάθος χωρίς ανταπόκριση είναι ότι η γυναίκα δεν δοξάζεται, απεναντίας είναι μια «όμορφη χαζούλα» με μια ναζιάρικη φωνή – «μια φωνή γεμάτη λεφτά»!
«Η φωνή της έχει μιαν αναίδεια, είπα. Είναι γεμάτη – δίστασα. Η φωνή της είναι γεμάτη λεφτά, είπε απότομα. Ναι, αυτό ήταν. Δεν το είχα καταλάβει μέχρι τότε. Ήταν γεμάτη λεφτά – αυτή ήταν η ανεξάντλητη γοητεία της κυματιστής φωνής της, αυτό το ανεβοκατέβασμα, το κουδούνισμα... Ψηλά σε ένα λευκό παλάτι, η θυγατέρα του βασιλιά, το χρυσό κορίτσι...».
Ο Μπερλής ανθολογεί την αφήγηση, διακρίνοντας τα πλέον νευραλγικά σημεία: «“Η γυναίκα σου δεν σ’ αγαπάει” είπε ο Γκάτσμπυ, “ποτέ δεν σ’ αγάπησε. Εμένα αγαπάει”. “Δεν είσαι στα καλά σου!” φώναξε ο Τομ.
»Ο Γκάτσμπυ τινάχτηκε πάνω σε έξαψη. “Ποτέ δεν σ’ αγάπησε, ακούς;” φώναξε. “Σε παντρεύτηκε επειδή εγώ ήμουν φτωχός και βαρέθηκε να με περιμένει”. Ήταν ένα τρομερό λάθος, μα βαθιά στην καρδιά της δεν αγάπησε άλλον από 'μένα!”».
Άραγε, από ποια σκοπιά πρέπει να κοιτάξουμε τη ζωή για να τη θεωρήσουμε πιο επιτυχημένη; Είναι καλύτερα να είσαι ερωτευμένος ή καλοπαντρεμένος; Ποιο είναι καλύτερο, το Γουέστ Εγκ (Δυτικό Αυγό) ή το Ηστ Εγκ (Ανατολικό Αυγό); Τα σχόλια του Μπερλή φτάνουν και περισσεύουν ώστε ο αναγνώστης να πλαισιώσει το αφήγημα με τα δεδομένα του αμερικανικού βίου. Πολύτιμη και η παρατήρηση του Έλιοτ ότι «είναι το πρώτο σημαντικό βήμα που έκανε το αμερικανικό μυθιστόρημα μετά τον Χένρυ Τζέημς». Είναι σημαδιακό ότι το βιβλίο αρχικά δεν πούλησε. Όσο ζούσε ο συγγραφέας εισέπραξε δικαιώματα 8.397 δολάρια, ενώ η κόρη του εισέπραττε από δικαιώματα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 500.000 δολάρια τον χρόνο, μόνο από τον Γκάτσμπυ....
O Χέμινγουεϊ επέτυχε έναν περίτεχνο χαρακτηρισμό της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας του Φιτζέραλντ: «Το ταλέντο του ήταν τόσο φυσικό, όσο τα σχέδια στα φτερά μιας πεταλούδας. Στην αρχή δεν είχε μεγαλύτερη επίγνωση του ταλέντου του απ’ όση έχει η πεταλούδα για τα χρώματά της κι ούτε καταλάβαινε πότε το χνούδι των φτερών του τριβόταν και χάλαγε. Αργότερα συνειδητοποίησε τη φθορά στα φτερά του, κατάλαβε την κατασκευή τους και άρχισε να προβληματίζεται, αλλά δεν μπορούσε να πετάξει πια γιατί η λαχτάρα να πετά είχε χαθεί και θυμόταν μόνο όταν πετούσε χωρίς καμιά προσπάθεια».
Στις 27 Ιουνίου 1928 ο Φιτζέραλντ συναντά τον Τζόυς σε δείπνο που παρέθεσε η Σύλβια Μπιτς, εκδότρια του Οδυσσέα. Λιώμα από το ποτό, ο Φιτζέραλντ θα γίνει περίγελο στα μάτια των καλεσμένων, απειλώντας ότι θα πηδήξει από το μπαλκόνι εις ένδειξη σεβασμού στον μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα.
Όσο για τον Τζόυς, περιορίστηκε στα εξής: «Αυτός ο νεαρός πρέπει να είναι τρελός, πολύ φοβάμαι ότι θα κάνει κακό στον εαυτό του». Και όντως έκανε.
Πέρα από τη σπάνια πνευματικότητα του Φιτζέραλντ, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας και τις παράδοξες κληρονομιές που έσερνε διά βίου και οι οποίες τελικά τον νίκησαν μόλις σε ηλικία 44 ετών. Για παράδειγμα, ήταν το μοναχοπαίδι ενός αποτυχημένου ευπατρίδη και μιας επαρχιώτισσας μάνας. Ο ίδιος διαλαλούσε ότι ήταν κληρονόμος κάποιου Φράνσις Σκοτ Κη που ήταν ο συγγραφέας του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ και άλλοτε ότι ήταν απόγονος των Ιρλανδών του «λιμού της πατάτας». Κάθε βιβλίο του έκρυβε και μια προσωπική αποτυχία που διά της γραφής αναδείκνυε την εσωτερικότητα του δημιουργού του. Το Τρυφερή είναι η νύχτα, το Από τούτη την πλευρά του Παραδείσου, το Όλοι οι θλιμμένοι νεαροί, όπως και ο Τελευταίος Μεγιστάνας, που έμεινε ημιτελής, ήταν παραλλαγές του «αμερικανικού ονείρου» που ατυχώς έμενε ημιτελές. Στον τεσσαρακοστό τέταρτο χρόνο της ζωής του η καρδιά του υπέκυψε.
σχόλια