Κρούγκερ
του Δημήτρη Κωνσταντίνου
Εκδόσεις Εξάρχεια, σελ.: 104, τιμή: €7,00
Με ενδιαφέρον και τρυφερή απόλαυση διαβάσαμε αυτήν τη νουβέλα που δεν προδίδει μόνο την εφηβική δοκιμασία και μύηση καθώς περιφέρεται στην πόλη, στην οικογένεια, στις παρέες των φοιτητών και, βέβαια, στα νεανικά κρεβάτια, αλλά και –το δυσκολότερο– τη σχέση του Κρούγκερ με τον εαυτό του, που μετράει πάνω απ' όλα. Η νεότητα είναι γόρδιος δεσμός, άγνοια αλλά και επίφοβη γνώση που δεν εξορθολογίζεται, δεν έχει ευπαθή ζυγό για να ζυγίσει τα βιώματα, τις ιδέες της, τα πάθη και κυρίως το άμαθο μυαλό που εξ αυτού του λόγου ανακατεύεται με τα πάντα.
Ο Κωνσταντίνου μπορεί να είναι πρωτάρης στο γράψιμο, ωστόσο κατορθώνει κάτι σημαντικό: διασώζει την ανισορροπία του εφήβου, μιλάει για το εγώ του με αυστηρότητα, παίρνει σεβαστές δόσεις απελπισίας και απόστασης από τους άλλους, οπότε ο χρόνος του μπολιάζεται σε μιαν αφήγηση η οποία –έστω και τη βοηθεία σοβαρών διαβασμάτων– αποδίδει πειστικότατα το βίωμα του εφήβου που είναι μεν περιθωριακός στη ζωή αλλά συνάμα και πρώτος υποψήφιος της αλήθειας.
«Για πολύ καιρό, η οργάνωση ήταν όλη η ζωή μου και δεν έλεγα όχι σε εκδήλωση. Μου άρεσε να μιλάω σε κοινό και με παίνευαν για τα λόγια μου. Αυτό με έκανε να νιώθω ξεχωριστός, διάσημος μέσα στον άσημο κύκλο μου, ένας πολιτικός αστέρας που έπαιρνε σβάρνα τα υπόγεια αντί για τα τηλεοπτικά παράθυρα, με αποστολή να προετοιμάσει θεωρητικά την επανάσταση. Οι μικρές δόσεις δόξας με κρατούσαν εθισμένο για πολύ καιρό στην υπόθεση αυτή και μου έδιναν το απαραίτητο κουράγιο. Είχα την έξαψη του διαφωτιστή. Τις πρώτες φορές που μου ζήτησαν να μιλήσω για θέματα πολιτικής φιλοσοφίας προετοίμαζα επιμελώς την ομιλία μου και τη διάβαζα αυτολεξεί για να καταπολεμήσω το άγχος που με φόρτωναν τα λιγοστά μάτια απέναντί μου. Τώρα, με την εμπειρία που είχα αποκτήσει και με τη βοήθεια των γνώσεών μου, μιλούσα από μνήμης και κρατούσα το ενδιαφέρον των ακροατών με τον απλοϊκό ειρμό και τα φλογερά λόγια. Τις περισσότερες φορές, λόγια αντιγραμμένα από τα βιβλία μου».
Προφανώς, το ζήτημα δεν είναι ο Κροπότκιν, ο Μαλατέστα ή ο Καστοριάδης, αλλά η ατομική μύηση σε εξόδους και αδιέξοδα που προσφέρουν αιφνίδιες ενηλικιώσεις και ταυτίσεις με έναν εαυτό που ο νέος δεν μπορεί να φανταστεί. Το μέγα σχολείο δεν είναι το πανεπιστήμιο, η βιβλιοθήκη ή οι παραδόσεις των καθηγητών, παρά οι πλατείες, τα μπαρ και τα ξενύχτια.
Εκτός των άλλων, το βιβλίο περιγράφει μια αποδοτική ασθένεια που αποκαλείται «εφηβεία» και, άσχετα με την γκάμα του λογοτεχνικού του τάλαντου, ο Κωνσταντίνου έχει τρόπους να βγάλει λάδι από την πέτρα, και κυρίως να μεταμορφωθεί μέσα σε εκατό σελίδες. Το κύριο στοιχείο είναι αυτό ακριβώς. Οι πάντες μπορούν, τέλος πάντων, να περιγράψουν τις εφηβικές τους πανωλεθρίες, τα αζύγωτα σχέδια, τα μεγάλα λόγια και τα μικρά έργα, το δύσκολο, αντίθετα, είναι η αίσθηση της μεταμόρφωσης, με άλλα λόγια το πέρασμα από την ξεκαπίστρωτη εφηβεία στην έλλογη κατάσταση του μεστωμένου άνδρα (περίπου όπως τα κορίτσια μέσα σε λίγα χρόνια γίνονται γυναίκες και ικανές για κύηση). Αυτό σημαίνει η φράση: «Τώρα ήμουν αντιμέτωπος με το είδωλο του εαυτού μου».
Κάθε έφηβος υποχρεούται από ορμέμφυτη διάθεση να περιγράψει την αισθηματική του αγωγή. Πρόκειται για ένα συμβόλαιο ζωής που δεν ορρωδεί προ ουδενός εμποδίου, αδιάφορο αν η αγωγή είναι γραπτή ή απλώς συντεθειμένη από αποφάσεις και ψυχικές εξεγέρσεις. Η ακροτελεύτια φράση είναι σημαδιακή: «Με το χαμόγελο του ηλίθιου στο πρόσωπό του, αυτό που φοβάται την όψη του».
Το ωραίο ατύχημα
του Tάσου Γουδέλη
Εκδόσεις Κέδρος, σελ.: 221, τιμή: €12,50
Από τη στιγμή –μεγάλη και κρίσιμη στιγμή– που τα μέσα της λογοτεχνίας αυτολογοκρίθηκαν και αποφάσισαν να πατάξουν τη φυσική παραστατικότητα, οι οιμωγές των λογοτεχνών συγκρότησαν ένα μέγα δράμα που συχνά είχε τα γνωρίσματα της κωμωδίας. Η μεγάλη απώλεια (όπως στη ζωγραφική, όπου το φυσικό σχήμα του ανθρώπου διαστρεβλώθηκε για να αποδώσει όσα δεν επέτρεπε η προτέρα τεχνοτροπία) αφορούσε, βέβαια, το φυσικό πρότυπο των πραγμάτων που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έπρεπε να αναβαπτιστούν στην ατμόσφαιρα της νέας εποχής. Η μεταφορά, η μετωνυμία, η προσωποποίηση, ό,τι τέλος πάντων έριχνε γέφυρες ανάμεσα στο γραφτό και στο είδωλο του λογοτέχνη, λάου λάου απομυθεύτηκε για να επιτρέψει στη νέα τεχνοτροπία μια ελευθερία που (τρόπος του λέγειν) παρέμενε φυλακισμένη και άπραγη. Με άλλα λόγια, η νέα γραφή ήταν μια άδεια (=αφοβία σημαίνει η λέξη) που έχτιζε την κατοικία της στο μέλλον, έστω κι αν έδειχνε να είναι εκτός σχεδίου, με παράξενες εισόδους, όπου ο αναγνώστης άφηνε στην είσοδο ό,τι ήξερε για να μυηθεί στη νέα πραγματικότητα που ήταν η ίδια η ζωή του, αλλά με νέα κοπή. Θα μπορούσαμε να μιλάμε σε δεκάδες σελίδες γι' αυτή την επανάσταση που ουσιαστικά διέλυσε και διαλύει τον ψυχισμό του ήρωα εις τα εξ ων συνετέθη και επιβάλλει εκφράσεις που είναι σύνθετες εκ συναρπαγής.
Ο Τάσος Γουδέλης, μετά από-έξι επτά βιβλία διηγημάτων και, πιο σωστά, μετά από επώδυνο φροντιστήριο πάνω στην καταστροφή της φράσης που εμπνέεται από τον ρεαλισμό και τη δεδομένη παρατήρηση, κερδίζει το «λίαν καλώς» και πιάνει πια την άκρη του αφηγηματικού νήματος, όπως κι αν εμπνευστεί τη συνέχεια. Στο διήγημα που τιτλοφορείται Επαφή διαβάζουμε:
«Πάντα, όσοι φεύγουν, δεν αφήνουν πίσω τους κάποια διαθήκη με λευκές σελίδες: που σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους αναζητήσεις οπωσδήποτε στο άδειο τους σπίτι ή στον παλιό, αγαπημένο περίπατο. Δεν επιτρέπουν να τους αγγίξεις με τη βοήθεια της αρχαιολογίας τους: μέσα από τις συλλογές εντόμων ή τα ξεχασμένα τους ενέχυρα. Δεν χρειάζονται επινοήσεις ούτε οράματα για να το καταλάβεις: αν και κατανοείς την απελπισία όσων καταφεύγουν σε αβίωτες συνοικίες με παρανοϊκούς και βυθισμένες μέντιουμ, συμβουλεύονται με άγχος εξαρτημένους του ασυνειδήτου ή αναγνωρίζουν τον χαμένο τους σε τυχαίους περαστικούς. Τίποτε απ' αυτά. Μόνο να περιμένεις, αφήνοντας την πρωτοβουλία στο άγνωστο, που πάντα είναι έτοιμο να σε αιφνιδιάσει. Όσοι έφυγαν αιωρούνται χωρίς βάρος κι έκταση μέσα στη σκέψη τους, που δεν μπορούν να ελέγξουν. Γι' αυτό πάντα είναι πιθανή μια επίσκεψή τους απροειδοποίητη. Είναι πολλές φορές άδικοι με τις επιλογές τους: παρουσιάζονται μπροστά σε άσχετους που τους καίνε τα χέρια ή, αντίθετα, τους αφήνουν να προσπεράσουν, κατάπληκτοι από την αδιαφορία τους».
Ο απροειδοποίητος αναγνώστης ενδέχεται να υποψιαστεί ξαφνικές μπόρες λογοτεχνίτιδας, μια μανιέρα που, επειδή αποδίδει, ο Γουδέλης δεν την εγκαταλείπει, πιθανώς μια προπαίδεια ή ένα πειραγμένο μυαλό που πέφτει σκοπίμως σε κενά μη πραγματικότητας. Ακόμα και ο λεπτεπίλεπτος ψυχολογισμός δεν αποκλείεται, πλην όμως, με μια γενναιόδωρη ματιά, φτάνουμε στο σημείο όπου ο Γουδέλης σβήνει και γράφει τις ιστορίες του.
«Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να πείσω τον εαυτό μου ότι υπάρχει χώρος για μένα σ' εκείνο το αθέατο σημείο που δημιουργούν δύο προβολείς όταν διασταυρώνονται. Θα μου επέτρεπε η θέση να βλέπω άνετα και διακριτικά. Εκεί, χωρίς πλήξη, θα συνεχίσω και τις μοναχικές μου ακροβασίες, που ξέρω ότι δεν θα τον ενδιέφεραν ποτέ, ας τον αφορούν: όπως, ας πούμε, να σκέπτομαι ότι μπορώ να φανταστώ εκείνες τις πρώτες λέξεις που μας παρηγόρησαν από τα όνειρα. Στην ώρα του θα με πλησιάσει, αδιευκρίνιστος, όπως πάντα. Όμως, θα έχει την πρωτοβουλία. Δεν θα βιαστώ, γιατί ούτε και τότε θα είμαι έτοιμος. Εκείνος θα αποφασίσει πότε πρέπει να κοιτάξει από το παράθυρο το χιόνι του Τζόις».
Aυτό που ενίοτε τρέμει ο Γουδέλης είναι η πιθανότητα ότι η διήγησή του ενδέχεται να μοιάζει με τις «άλλες», ως εκ τούτου η προτασιολογία του πασχίζει να παραφέρεται προς τα βάθη, κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε σε κάθε φράση σχεδόν να υποκρύπτεται μια υπόσχεση βάθους ή παραμόρφωσης. Παρόμοιες διαδικασίες είναι σαν να βάζουν σκοπό την απώλεια του προσώπου του αφηγητή, διότι εκείνο που αξίζει είναι η ταλαντούχα σύγχυση και τα ρεύματα ζωής που συλλαμβάνει ο διηγηματογράφος, οπότε επιστροφή στην «πραγματικότητα» δεν λογίζεται ή λογίζεται, τουλάχιστον, εν ετέρα μορφή.
Συνάμα, τίθεται ένα ζήτημα για το φυσικό πρόσωπο του συγγραφέα, που μπορεί να αφομοιώνεται περίτεχνα στα μικρά του αφηγήματα, αλλά η φυσική ζωή ανθίσταται διότι, ως βίωμα, πλημμυρίζει τις συνειδήσεις ανεξέλεγκτα, ως κάτι δεδομένο, φυσικό και ανερμήνευτο. Η απάντηση δίδεται, βέβαια, με τη γνωστή «λογοτεχνική τρέλα», ωστόσο ο Γουδέλης δεν παραφέρεται για να βγάλει μεροκάματο, απεναντίας αντιμετωπίζει τις ιστορίες του ως λογοτεχνικούς γρίφους που πλαισιώνονται με νύξεις, καλλιτεχνικά φρασίδια και αιφνίδιες παραπομπές, με έναν λόγο κρατάει μπούσουλα, και μάλιστα σταθερό.
Ας τελειώσουμε με μια φράση από τις Σκιές: «Δεν αμφιβάλλεις ούτε στιγμή ότι κάθε σκιά είναι αφερέγγυα. Το παράξενο είναι πως σε πείθει κάποια, αόριστη κι αυτή, όταν υπόσχεται, αντίθετα με τις άλλες, άφθονο χρόνο: ανύπαρκτο στην πραγματικότητα και το νιώθεις».
σχόλια