Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ είναι αρχετυπικός ήρωας, σαν τον Οδυσσέα ή τον Μάκβεθ. Τον βρίσκουμε, με παραλλαγές, σε πολλές λογοτεχνίες. Δεν θα μπορούσε να λείψει από ένα έργο που μας έρχεται από την Ιβηρική Χερσόνησο, και συγκεκριμένα από την Πορτογαλία. Είναι ο σενιόρ Βεντούρα, ήρωας της ομότιτλης νουβέλας του Πορτογάλου συγγραφέα Μιγκέλ Τόργκα (1907-1995), ένας ορμητικός πλάνητας, που η ζωή του σφραγίζεται άσχημα από μια μοίρα που ο ίδιος τη δημιουργεί και την προκαλεί.
Η αναφορά στον Δον Κιχώτη δεν είναι δική μας, δεν είναι αυθαίρετη. Την κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας, που έχει και τον ρόλο του αφηγητή στη νουβέλα. Ο δικός του σενιόρ Βεντούρα «είναι ορμητικός από τη φύση του», χωρίς όμως «τη μυστικιστική τρέλα του ιππότη της Ελεεινής Μορφής».
Έχει όμως κι αυτός τον Σάντσο του που ακούει στο όνομα Περέιρα, είναι προφανώς Πορτογάλος, αλλά τον χάνει νωρίς κάπου στα βάθη της ανατολικής Ασίας. Σε αντίθεση με τον Δον Κιχώτη, που ήταν παρθένος, ο σενιόρ Βεντούρα είναι παραδομένος στη λίμπιντο.
«Γνωρίζω», γράφει ο συγγραφέας/αφηγητής, «ότι για εμάς τους Πορτογάλους δεν υπάρχει ανδραγάθημα χωρίς τη μοιραία παρουσία της λίμπιντο, κι εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, καλώς καμωμένα». Η λίμπιντο τον οδηγεί στη Δουλτσινέα του, που τη βρίσκει στο πρόσωπο μιας Ρωσίδας πόρνης στο Πεκίνο στη διάρκεια ενός χορού στα σαλόνια του Γκραντ Οτέλ. «Με το κορμί του πλημμυρισμένο στον ιδρώτα μέσα σ’ ένα στενό σμόκιν, τον κοντόχοντρο λαιμό του να πνίγεται μέσα στον κολλαρισμένο γιακά του, καθοδηγούσε με σιδερένια πυγμή το αιθέριο σώμα μιας ωραίας γυναίκας». Την έλεγαν Τατιάνα, την παντρεύτηκε κι έκανε μαζί της ένα παιδί, τον Σέρζιο.
Τελικά αυτή η λίμπιντο σφραγίζει τη μοίρα του ήρωα. Και παρόλο που ο συγγραφέας/αφηγητής έχει στο πλάι του, όπως γράφει ο ίδιος με ειρωνεία, τον Φρόιντ και τον Λόρενς, τον δημιουργό του Εραστή της λαίδης Τσάτερλι, η λίμπιντο οδηγεί τον σινιόρ Βεντούρα στην οδό της απωλείας.
Ο Τόργκα μεταμορφώνει στη νουβέλα του όλα τα θεμελιώδη συναισθήματα, τις επιθυμίες, τις ορμές, τις παρορμήσεις της ανθρώπινης συνθήκης. Δεν υπάρχει καλό ή/και κακό, καθώς το ένα κρύβεται μέσα στο άλλο.
Ο Μιγκέλ Τόργκα, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του γιατρού Αντόλφο Κορέια Ρόσα, έγραψε αυτήν τη νουβέλα το 1943. Την επεξεργάστηκε πάλι το 1985, για να την καθαρίσει, όπως γράφει στον πρόλογό του, από τις σκουριές και να ξαναχτενίσει τις «παράδοξες συμπεριφορές».
Ο Μιγκέλ Τόργκα, που θεωρείται από τους μεγαλύτερους Πορτογάλους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, συστήνεται ουσιαστικά για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό με ένα πλήρες έργο του, τη νουβέλα «Ο Σενιόρ Βεντούρα», μέσα από τη μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, που εκδίδεται από το νέο εκδοτικό οίκο Στιγμός.
Η μεταφράστρια, στη δική της εισαγωγή, μας δίνει μερικά στοιχεία για τις λογοτεχνικές ρίζες του Τόργκα και για τη λογοτεχνική παράδοση στην οποία ο ίδιος ήθελε να ανήκει. Το Μιγκέλ, του ψευδωνύμου του, είναι αναφορά θαυμασμού στον Μιγκέλ Θερβάντες και στον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Όσο για το επίθετο Τόργκα, είναι η πορτογαλική λέξη για το ρείκι, «με άνθη στο χρώμα του κρασιού και ρίζες γερές και ανθεκτικές, που φυτρώνει ανάμεσα στα βράχια».
Διαβάζοντας την εισαγωγή της Μαρίας Παπαδήμα, καταλαβαίνουμε ότι η βιογραφία βαραίνει πολύ στο έργο του Τόργκα. Αγροτικής καταγωγής, μετανάστευσε δεκατριών ετών στη Βραζιλία, όπου εργάστηκε στη φυτεία καφέ ενός συγγενούς του. Ακολούθησαν αργότερα οι σπουδές στην Ιατρική. Όλες αυτές οι εμπειρίες ζωής δημιουργούν το ίζημα του πλούσιου έργου-ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο, ημερολόγιο. Τις βρίσκουμε φυσικά και στη νουβέλα «Ο Σενιόρ Βεντούρα».
Ο σενιόρ Βεντούρα, στα είκοσι χρόνια του, εγκαταλείπει το χωριό του, αφήνει πίσω του «την γκλίτσα του βοσκού και τη χειρολαβή του αρότρου» για να περιπλανηθεί στον κόσμο. Κινείται στον χάρτη της πορτογαλικής αυτοκρατορίας αλλά και πέρα απ’ αυτόν. Έχει, πάντως, σημασία να έχουμε στο μυαλό μας οι αναγνώστες του Τόργκα αλλά και άλλων Πορτογάλων συγγραφέων, με πιο προφανές παράδειγμα αυτό του Πεσσόα, ότι η οικουμενικότητα ως στοιχείο της πορτογαλικής λογοτεχνίας σίγουρα τροφοδοτείται από το αποικιακό παρελθόν της χώρας.
Η περιπλάνηση του σενιόρ Βεντούρα αρχίζει από τη Λισαβόνα, όπου κατατάσσεται στρατιώτης σ’ ένα σύνταγμα, με τον αριθμό 158. Γίνεται δημοφιλής, αλλά ο ορμητικός χαρακτήρας του τού δημιουργεί μπελάδες. Του αποδίδεται μάλιστα ένα έγκλημα, το μαχαίρωμα ενός νταή μέσα σε μια ταβέρνα. Και παρόλο που αθωώνεται, τον διατάσσουν να εγκαταλείψει την Πορτογαλία και να υπηρετήσει στο Μακάου, στην πορτογαλική αποικία της νοτιοανατολικής Ασίας.
Εκεί κατάλαβε όμως ότι «δεν ήταν πια διατεθειμένος να κοιμάται με τον ήχο της σάλπιγγας». Λιποτάκτησε, και βρήκε καταφύγιο ως ναύτης σ’ ένα πλοίο στη θάλασσα της Κίνας που, ανάμεσα στα άλλα, έκανε και λαθρεμπόριο οπίου.
Μια μέρα, που ένας Άγγλος τελωνειακός έφτασε με τη βενζινάκατό του για έλεγχο στο πλοίο, ο σενιόρ Βεντούρα τον κλότσησε βίαια και τον σκότωσε. Μολονότι δεν υπήρχαν μάρτυρες για το ατύχημα, ο θάνατος του τελωνειακού αποδόθηκε στον Πορτογάλο. Κι έτσι ο σενιόρ Βεντούρα έβαλε τέλος στην καριέρα του ως ναυτικού και μπήκε υπάλληλος σ’ ένα συνεργείο της Φορντ στο Πεκίνο.
Στην κινέζικη πόλη γνωρίζεται μ’ έναν συμπατριώτη του, τον Περέιρα, «αλχημιστή» της κατσαρόλας, με τον οποίο μπαίνει σε μια εστιατορική περιπέτεια. Κι ενώ βγάζει λεφτά με χοιρινά ποδαράκια, φασόλια με γουρουνίσιο αυτί, γίδα βραστή και μπακαλιάρο αλά Γκόμες νε Σα, κάποιοι μεθυσμένοι Αμερικανοί ναυτικοί καταστρέφουν «όλη αυτή την ευτυχία».
Στο μεταξύ είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στην Εξωτερική Μογγολία και ο σενιόρ Βεντούρα, μαζί με τον Περέιρα, αναλαμβάνει να οδηγήσει προς έρημο Γκόμπι 200 φορτηγά της Φορντ που είχε αγοράσει για λογαριασμό της η κινεζική κυβέρνηση. Όταν θα ξαναγυρίσει στο Πεκίνο, θα έχει χάσει τον σύντροφό του αλλά θα γνωρίσει την Τατιάνα.
Στο Πεκίνο έγινε κάποιος, έγινε εκατομμυριούχος. Έστησε κουλοχέρηδες, άνοιξε μια εταιρεία ταξί, αλλά τελικά καταστράφηκε, ανοίγοντας ένα εργαστήριο ηρωίνης σε μια απόμακρη συνοικία της πόλης. Ο σενιόρ Βεντούρα έπρεπε να εγκαταλείψει την Κίνα μετά την αποκάλυψη του εμπορίου ηρωίνης. Άφησε πίσω την Τατιάνα ‒έτσι κι αλλιώς ο γάμος τους ήταν διαλυμένος‒ και τον γιο του Σέρζιο και με τον Υπερσιβηρικό γύρισε πίσω στην Πορτογαλία και στο χωριό του. Αλλά η ιστορία του σενιόρ Βεντούρα δεν τελειώνει εδώ. Ολοκληρώνεται βέβαια ως κύκλος, αλλά είναι ένας κύκλος της κολάσεως, που θα ανακαλύψουν οι αναγνώστες. Το τέλος της νουβέλας είναι από τα ωραιότερα που έχω διαβάσει.
Ο Τόργκα μεταμορφώνει στη νουβέλα του όλα τα θεμελιώδη συναισθήματα, τις επιθυμίες, τις ορμές, τις παρορμήσεις της ανθρώπινης συνθήκης. Δεν υπάρχει καλό ή/και κακό, καθώς το ένα κρύβεται μέσα στο άλλο. Η μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα μεταφέρει στα ελληνικά μια «πυρακτωμένη γλώσσα», στην οποία φαντάζομαι ότι γράφει ο Τόργκα, από την οποία δεν λείπουν όμως ο λυρισμός και το χρώμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.