ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ έχει εξαπλωθεί παντού η χρήση του όρου gaslighting, με τον οποίον αποδίδεται μια μέθοδος ψυχολογικής χειραγώγησης κατά την οποία ο θύτης προσπαθεί να σπείρει αμφιβολίες στο θύμα, έτσι ώστε να μην είναι βέβαιο για την ίδια του τη μνήμη, την αντίληψη και τη λογική. Χρησιμοποιώντας συνεχή άρνηση, παραπλάνηση, αντιφάσεις και ψεύδη, προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει το θύμα και να απαξιώσει τις πεποιθήσεις του.
Ο όρος οφείλει την ονομασία του στο θεατρικό έργο του 1938, Gaslight («Το φως του γκαζιού» ήταν ο ελληνικός τίτλος) του Πάτρικ Χάμιλτον, αλλά κυρίως στην κινηματογραφική μεταφορά του 1944 με τον ίδιον τίτλο («Εφιάλτης» λεγόταν η ταινία στην ελληνική προβολή της) με τον Σαρλ Μπουαγιέ στο ρόλο του συζύγου που προσπαθεί να «τρελάνει» τη γυναίκα του (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), παίζοντας με τον αεριοφωτισμό του σπιτιού τους: όταν εκείνη του λέει ταραγμένη για το περιοδικό τρεμόπαιγμα στον φωτισμό του, αυτός απλώς το αρνείται λέγοντάς της ότι το φαντάστηκε.
Ναι, γράφει η Abramson, οι gaslighters χρησιμοποιούν ως όπλα την αγάπη και την εμπιστοσύνη για να προκαλέσουν ψυχολογική ζημιά. Όμως οι gaslighters συχνά δεν έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι κάνουν gaslighting.
Ο όρος όμως χρησιμοποιείται καταχρηστικά πλέον σε ένα σωρό διαφορετικά πλαίσια, και στο νέο της βιβλίο με τίτλο On Gaslighting, η Κέιτ Άμπραμσον, αναπληρώτρια καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, υποστηρίζει ότι του έχουμε φορτώσει διάφορα είδη αλληλεπιδράσεων: ψέματα, ενοχοποίηση, χειραγώγηση.
Όλα αυτά είναι αναμφίβολα κακές συμπεριφορές, αλλά δεν είναι απαραίτητα gaslighting. Πρέπει να είμαστε ακριβείς, τονίζει, επιχειρώντας να οριοθετήσει στο βιβλίο της τι συνιστά gaslighting και τι όχι. Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το gaslighting έχει μετατραπεί σε «μια πολυδιάστατη παράσταση ηθικού τρόμου» με πολλές πτυχές και αποχρώσεις, γράφει.
Παρότι προειδοποιεί εξαρχής για τους κινδύνους που ενέχει η απλοποίηση της πολυπλοκότητας του gaslighting, το γενικό συμπέρασμα είναι το εξής: Ο gaslighter «προσπαθεί να κάνει τον στόχο του να πιστέψει ότι είναι τρελός αλλά και να τον τρελάνει στην πραγματικότητα».
Το βιβλίο της στοιχειώνεται από κάτι που είχε γράψει η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία περιγράφει μια συζήτηση με τον σύντροφό της Ζαν-Πολ Σαρτρ, κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος όχι μόνο διαφώνησε με την άποψή της, αλλά «την έσκισε σε κομματάκια», αφήνοντάς τη να πιστεύει ότι οι απόψεις της ήταν άχρηστες. «Δεν είμαι πλέον σίγουρη για το τι σκέφτομαι», γράφει, «ή ακόμη κι αν σκέφτομαι καν».
Ναι, γράφει η Abramson, οι gaslighters χρησιμοποιούν ως όπλα την αγάπη και την εμπιστοσύνη για να προκαλέσουν ψυχολογική ζημιά. Όμως οι gaslighters συχνά δεν έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι κάνουν gaslighting.
Το gaslighting λαμβάνει χώρα με την πάροδο του χρόνου. Το gaslighting αφορά συχνά τις στενές σχέσεις – οι σύζυγοι είναι το πρότυπο, δυστυχώς όμως συμβαίνει εκδηλώνεται συχνά και από τους γονείς στο πλαίσιο κακοποιητικής συμπεριφοράς, «τόσο ως μορφή κακοποίησης όσο και ως τρόπος κάλυψής της (κάνοντας gaslighting σε όσους διαμαρτύρονται γι' αυτήν)».
Το gaslighting μπορεί να συμβαίνει στον εργασιακό χώρο και σε περιπτώσεις όπου ο στόχος ανήκει σε μια περιθωριοποιημένη ομάδα. Το gaslighting «είναι ένα διαβολικά λαμπρό εργαλείο για την ενίσχυση του ρατσισμού, του σεξισμού και άλλων μορφών συστηματικής υποταγής», εξηγεί.
Ενώ οι κοινωνικές δομές μπορούν σίγουρα να αποτελέσουν εργαλείο στο οπλοστάσιο ενός gaslighter, γράφει, το gaslighting αποτελεί «ένα θεμελιωδώς διαφορετικό φαινόμενο από τα χαρακτηριστικά των καταπιεστικών κοινωνικών δομών». Η προκατάληψη μπορεί να είναι επιβλαβής χωρίς το άτομο να κάνει κάποια συγκεκριμένη ενέργεια για να προκαλέσει βλάβη, εξηγεί, «πόσο μάλλον να εμπλακεί σε κάθε είδους αλλόκοτους χειρισμούς για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, στοιχείο που αποτελεί το χαρακτηριστικό μέσο του gaslighting». Δεν κάνουν gaslighting οι κοινωνικές δομές, αλλά οι άνθρωποι.
Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια ανάκτησης της εμπιστοσύνης μετά την εμπειρία του gaslighting, η Άμπραμσον σημειώνει προς το τέλος του βιβλίου, ότι «οι κατάλληλοι σύντροφοι στη δύσκολη αυτή διαδρομή είναι οι θεραπευτές και οι φίλοι, όχι τα εγχειρίδια αυτοβοήθειας».
Με στοιχεία από The New York Times