Περίληψη προηγουμένων. Διαβάζω τα βιβλία της από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ξεκινώντας από το συμπυκνωμένο αστικό ερωτικό θρίλερ Διακοπές χωρίς πτώμα που είχε κυκλοφορήσει από τις θρυλικές εκδόσεις Άκμων. Ακολούθησε το Εορταστικό Τριήμερο στα Γιάννενα, στις εκδόσεις Νεφέλη, ένα συμπυκνωμένο μίνι μυθιστόρημα μεγάλης έντασης, και μετά ήρθε η σπαρταριστή Φάρσα, από τον Κέδρο, ένα μυθιστόρημα με κρυμμένες παγίδες και απροκάλυπτες απειλές αλά Μπορίς Βιάν – και να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους, εκάς οι ξενέρωτοι και πάει λέγοντας. Και η δεκαετία του 1980 κλείνει με το Μεξικό (εκδ. Κέδρος). Στη δεκαετία του 1990 περάσαμε στη Χοιροκάμηλο (εκδ. Κέδρος), στον Βασιλιά του Φλίπερ (εκδ. Καστανιώτη) και στο εμβληματικό Ζιγκ-Ζαγκ στις νεραντζιές (εκδ. Κέδρος). Το Δαμάζοντας το κτήνος και η Αχτίδα στο Σκοτάδι (εκδ. Κέδρος αμφότερα) ανήκουν στη δεκαετία του 2000, την οποία κλείνει η Εύα (εκδ. Πατάκης). Τα βιβλία Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα, Τι μένει από τη νύχτα και Μπορείς; (όλα στις εκδ. Πατάκης) ανοιγοκλείνουν σαν ακορντεόν μες στη δεκαετία που διανύουμε. Τη λένε Έρση Σωτηροπούλου, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1953, σπούδασε στη Φλωρεντία (φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία), γράφει και εκδίδει σχεδόν ακατάπαυστα, ρίχνει τις ηρωίδες και τους ήρωές της σε καταστάσεις περίπλοκες, σε λαβυρίνθους που απαιτούν αιχμές ειρωνείας, πλούτο συναισθημάτων, γερή κοινωνική παιδεία και πολλαπλά σλάλομ, ενώ πλουτίζει διαρκώς τη γραφή της με τεχνάσματα οργανικά δεμένα με την πλοκή, απαλλάσσοντάς την από τετριμμένα λογοτεχνικά φτιασίδια, «γυμνάζοντας τη σκέψη σε απογύμνωση», όπως έλεγε ο ποιητής.
2.
Με e-mail και με viber. Στο τελευταίο της, πολυσέλιδο (745 σελίδες, παρακαλώ) μυθιστόρημα, το Μπορείς; (εκδ. Πατάκη), απαλλάσσει τη γραφή της ακόμα και από τον αφηγητή, προσφέροντας τον ρόλο αυτό στον ίδιο τον αναγνώστη. Γιατί; Διότι όλο το έργο αποτελείται από μια ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω e-mail και viber, ένα καλώς συγκερασμένο λογοτεχνικό πείραμα, σύγχρονο (contemporary με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Nicolas Bourriaud) και άριστα εναρμονισμένο με τις σημερινές συνθήκες ζωής. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον κρυφό έρωτα του Γιώργου, ενός οινοποιού, πεπαιδευμένου, ευφυούς, κοινωνικά ευαίσθητου, κιμπάρη και γλεντζέ, και της Ε., όπως υπογράφει, για πρώτη φορά, στη σελίδα 131, ενώ εν συνεχεία, στη σελίδα 168, υπογράφει ως Έρση, για να φτάσουμε στη σελίδα 501, όπου εμφανίζεται με το πλήρες όνομα Έρση Σωτηροπούλου. Φυσικά, δεν πρόκειται για τη συγγραφέα Έρση Σωτηροπούλου, αλλά για μια μυθιστορηματική περσόνα που ακούει σ' αυτό το όνομα, όπως ακριβώς ο Μισέλ Ουελμπέκ είναι μια μυθστορηματική περσόνα, η οποία μάλιστα δολοφονείται αγρίως, στο μυθιστόρημα Ο χάρτης και η επικράτεια του συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ (μτφρ. Λίνα Σιπητάνου, εκδ. Εστία). Ο κρυφός έρωτας είναι η αφορμή: μέσα από αυτόν ξετυλίγεται όλη η ψηφιακή εποχή μας, οι τρόποι του να ερωτεύεσαι, να εργάζεσαι, να περιπλανιέσαι, να στοχάζεσαι, να τρως, να ταξιδεύεις, να φαντάζεσαι ακριβώς μέσα σ' αυτή την εποχή, την εποχή της ταχύτητας, όπως την περιγράφει ο Πολ Βιριλιό, και της θραυσματικότητας, της μετάλλαξης, της απόστασης που εκμηδενίζεται, των ομοιωμάτων, όπως την περιγράφει ο Ζαν Μποντριγιάρ.
3.
Λίστες και αναφορές. Μέσα από τον εν λόγω κρυφό έρωτα διά ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και συναντήσεων που δεν περιγράφονται αλλά ο αναγνώστης τις φαντάζεται διαβάζοντας τις ανταλλαγές μηνυμάτων, η Έρση Σωτηροπούλου μάς κερνάει κάμποσες λίστες, σκόρπιες αλλά συγκροτημένες και συνεκτικές, όλων όσα μας συγκινούν και μας συναρπάζουν στους καιρούς μας. Από τις σελίδες του Μπορείς; παρελαύνουν ρηξικέλευθοι εικαστικοί καλλιτέχνες, όπως ο Μαρκ Ρόθκο, ο Άντι Γουόρχολ, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, ο Μάριο Μερτζ· θρυλικοί φωτογράφοι, όπως ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο και η Βίβιαν Μέγιερ· σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Δημήτρης Νόλλας, ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Μαρσέλ Προυστ· σπουδαίοι ποιητές, όπως ο Λόρκα, ο Ρίλκε, ο Κάλβος, ο Σαχτούρης, ο Καβάφης, ο Κάμμινγκς. Ένα μεγαλειώδες μοντάζ συνέχει τα σπαράγματα λόγου που εκτοξεύονται μέσω e-mail και viber και όλο το μυθιστόρημα γίνεται μια ακούσια συνομιλία με τους υπερμοντέρνους τρόπους του απίθανου Ντέιβιντ Μάρκσον.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO