ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΤΙΣ πληγές της πιο προσωπικής τους ιστορίας, που βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν εκ των υστέρων στις αφηγήσεις που φύλαγαν για τον εαυτό τους, που αντέταξαν τη θέλησή τους σαν ηχηρή κραυγή. Πρόκειται για τους αφηγηματικούς τρόπους που μεταμόρφωσαν τη λογική της λεγόμενης γυναικείας γραφής και της προσέδωσαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: από τη Μαργκερίτ Ντιράς έως την Ανί Ερνό η γραμμή είναι μια και θέλει τη λογική της γυναικείας χειραφέτησης να συνδέεται άμεσα με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Άλλωστε, δεν χρειάστηκαν οι γυναίκες θεωρητικοί της λογοτεχνίας όπως η Ελέν Σιξού, η οποία επέμενε ότι κάθε αυτοβιογραφικό κείμενο πρέπει να προσεγγισθεί ως μυθιστόρημα, για να επιβραβευθεί η εξομολογητική συνθήκη που καθιέρωσε τα γυναικεία απομνημονεύματα ως αναγνωρισμένο λογοτεχνικό είδος. Το πρόσφατο βραβείο Νόμπελ ήρθε ως επιστέγασμα των θεωριών που υποστήριζαν ότι η ειλικρινής αυτοδιάθεση των γυναικών ξεκινά από την παραδοχή του τραύματος μέσω της μυθιστορηματικής εξομολόγησης. Σε αυτή την πολύπλοκη λογοτεχνική έκφραση, που πλέον αποκαλείται «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» προστέθηκαν με την πάροδο του χρόνου οι λιγότερο δραματικές και μάλλον πιο σκωπτικές εκδοχές που έφεραν τη σφραγίδα συγγραφέων όπως η Μπερναρντίν Εβαρίστο, ενώ δεν έλειψαν και οι σπουδαίες λογοτεχνικές καταθέσεις, όπως αυτή της επίσης νομπελίστριας Όλγκα Τοκάρτσουκ, με το διακύβευμα να επεκτείνεται από τη μνήμη στην περιπλάνηση.
Σε αντίθεση, όμως, με τη γενικότερη τάση, η ελληνική παραγωγή δεν φάνηκε πρόθυμη να υιοθετήσει αυτούσιο το είδος της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας ή ενδεχομένως να μη θέλησε να προσδεθεί στο άρμα ενός κινήματος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, υπήρξαν εκείνες οι γυναικείες φωνές που τόλμησαν πρώτες να αφήσουν στην άκρη τα απανωτά κλισέ και τη νοσταλγική τάση που συνόδευαν μέχρι τότε τη γυναικεία υπογραφή, σπάζοντας το καλούπι της κατηγοριοποίησης από μέσα, δηλαδή με τα ίδια τα γυναικεία όπλα που αποτέλεσαν στόχο για πολλούς: τόσο η Έρση Σωτηροπούλου όσο και η Αμάντα Μιχαλοπούλου κατάφεραν με τον δικό τους προκλητικό, αισθαντικό, αλλά πάντα πρωτοποριακό λογοτεχνικά τρόπο να ανατρέψουν τις δομές της έμφυλης κυριαρχίας στη γραφή, φωνάζοντας, όσο πιο δυνατά μπορούσαν, ότι είναι γυναίκες.
Σε αντίθεση, όμως, με τη γενικότερη τάση, η ελληνική παραγωγή δεν φάνηκε πρόθυμη να υιοθετήσει αυτούσιο το είδος της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας ή ενδεχομένως να μη θέλησε να προσδεθεί στο άρμα ενός κινήματος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Περίτρανη απόδειξη τα πρόσφατα βιβλία τους που μετουσιώνουν ακριβώς αυτήν τη λογική σε ειδολογική ειρωνεία. Έχοντας καταθέσει ήδη το δικό της αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, η Αμάντα Μιχαλοπούλου, στην πρόσφατη Μεταμόρφωσή της (Καστανιώτης), βρίσκει το δικό της καφκικό alter ego, μια γυναίκα που ξυπνάει όχι κατσαρίδα αλλά άνδρας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν τα δύο φύλα. Παράλληλα αποδεικνύει με γενναίες δόσεις χιούμορ ότι όσο δύσκολο είναι να υπερβεί η γυναίκα τους κοινωνικούς περιορισμούς του φύλου στον πολύπλοκο σύγχρονο κόσμο άλλο τόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει η αληθινή αγάπη σε μια σαρωτική με πολλούς μεταφορικούς τρόπους καταιγίδα. Και, όμως, τα καταφέρνει.
Αυτοβιογραφική σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να είναι και η Έρση Σωτηροπούλου στο βιβλίο της Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα (Πατάκης), όπου ουσιαστικά διατρανώνει το αντίθετο από αυτό που λέει ο τίτλος, αποδεικνύοντας πως οι αμήχανες κοπέλες που διαβάζουν πρωτοποριακά αναγνώσματα, όπως η ίδια, μπορούν ενίοτε να μεταμορφώνονται σε συμβολικές ιέρειες στον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες ή να περιπλανώνται στο αστικό τοπίο της Αθήνας, προσδιορίζοντας αλλιώς τον εαυτό τους και τη γραφή. Πολύ όμορφος τρόπος για να επιβεβαιώνεις την ιδιότητα της συγγραφέως σε διαφορετικά περιβάλλοντα και έξω από δεδομένες ατραπούς, όπως και να συνδέεις την αυτοβιογραφία με τη μυθοπλασία.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας άλλος, πιο κυριολεκτικός τρόπος για να μιλήσει μια γυναίκα για το τραύμα, π.χ. επικεντρώνοντας στην πραγματικότητα της έμφυλης βίας, δυναμώνοντας τη γυναικεία φωνή και αφήνοντας να ακουστεί η αλήθεια της. Αυτό συνέβη με το συλλογικό εγχείρημα που φέρει τον τίτλο Η φωνή της, μια πρωτοβουλία των εκδόσεων Καστανιώτη που συγκέντρωσε σε ένα τομίδιο γυναίκες συγγραφείς όπως η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η Χίλντα Παπαδημητρίου, η Μαριαλένα Σεμιτέκολου, η Μαρία Σκιαδαρέση, η Σόνια Ζαχαράτου, η Τέσυ Μπάιλα, η Πέλα Σουλτάτου, η Πασχαλία Τραυλού, η Κατερίνα Μαλακατέ κ.ά. καλώντας τες να δώσουν τη δική τους εκδοχή του προσωπικού και συλλογικού τραύματος. Βέβαια, στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκαν αρκετές περιπτώσεις Ελληνίδων συγγραφέων που έδειξαν ευαισθησία σε τέτοια κοινωνικά θέματα, αλλά με κάθε τους βιβλίο προσέδιδαν μια άλλη οπτική στη συγγραφική τους ταυτότητα.
Παράδειγμα αποτελεί η βραβευμένη με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών Βίκυ Τσελεπίδου που, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά που διέπουν μέχρι στιγμής τα βιβλία της, π.χ. το τραύμα και η μνήμη, η γραφή της, από την πρώτη της εμφάνιση με το Ελενίτ μέχρι σήμερα έχει να επιδείξει μια ποικιλία θεμάτων, από την κακοποίηση και την παιδοφιλία μέχρι την κοινωνική ανισότητα και την πατριαρχία. Ειδικά στην πιο πρόσφατη δουλειά της, τα 120 γραμμάρια (Νεφέλη), είναι εμφανής η δυναμική της αυτοβιογράφησης, καθώς άξονας των διηγημάτων είναι ένα συμβολαιογραφείο, του οποίου τα έγγραφα δίνουν την αφορμή για να περιγραφεί η αλλόκοτη ζωή των ηρώων. Παρότι τα συμβολικά ή μεταφορικά σχήματα ανήκουν στη σφαίρα της μυθοπλασίας, αφού εμπλέκονται σε πραγματικές αλλά υπερουράνιες(!) καταστάσεις, η θητεία της συγγραφέως σε συμβολαιογραφείο σίγουρα προσδίδει ένα ιδιαίτερα αυτοβιογραφικό βάρος στις πρωτότυπες ιστορίες, ειδικά στην τελευταία που είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφική.
Άκρως πρωτότυπη και η περίπτωση της Αλεξάνδρας Κ⁕, η οποία τονίζει το φανταστικό στοιχείο που ανιχνεύεται σε κάθε ασυνείδητη κατάσταση, με τις πρωταγωνίστριές της να είναι έτοιμες να προσδιορίσουν το λάθος που οι εξωτερικές συνθήκες προκάλεσαν σε κάθε τους πράξη. Αυτό είναι εμφανές στη νέα συλλογή διηγημάτων της με τον ευρηματικό τίτλο Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (Πατάκης), όπου οι γυναίκες προβληματίζονται σχετικά με τις αντιδράσεις τους, ενώ την ίδια στιγμή αποδεικνύονται οδυνηρές στην αλήθεια τους και κωμικές στη συνάφειά τους. Ειδικά το διήγημα ASMR, που είναι και το καλύτερο της συλλογής, με θέμα μια ερωτική συνεύρεση ανάμεσα σε μια νεαρή και έναν άνδρα μεγάλης ηλικίας, τρομάζει με την κυνική αλήθεια του.
Αιφνιδιαστικά ανατρεπτική είναι και η περίπτωση της συγγραφέως Λίνας Σόρογκα, η οποία αναβιώνει τις αναζητήσεις της Μέρι Σέλεϊ στην υπερσύγχρονη τεχνολογική πραγματικότητα, θίγοντας περιπτώσεις βιογενετικής, τεχνητής νοημοσύνης ακόμα και ευγονικής σε έναν κόσμο όπου τα έμβρυα μπορούν έχουν την επιθυμητή συνθήκη που θα τους δίνει ο/η εντολοδόχος, αφού τα μωρά θα γεννιούνται κατά παραγγελία σε μια ιδιόμορφη πειραματική συνθήκη. Όλα αυτά τα θαυμαστά συμβαίνουν στο Εργαστήρι του δόκτορα Μάγιερλαντ (Πλέθρον) και σε ένα δυστοπικό, μελλοντολογικό μυθιστόρημα όπου θίγονται όχι μόνο ζητήματα φύλων και γενετικής αλλά και βιοπολιτικής, με το αιώνιο ζήτημα «πρόοδος ή αυτοκαταστροφή» να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και να αφορά τα όρια των φύλων στον υπερσύγχρονο κόσμο της τεχνολογίας.
Πέραν όλων αυτών, το σημαντικό είναι ότι μέσα σε αυτή την ετερόκλητη συνθήκη που λέγεται ελληνική λογοτεχνική παραγωγή υπάρχουν φωνές που ξεφεύγουν από τις κλασικές ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις του μυθιστορήματος ή του πεζογραφήματος: μια τέτοια καινοφανής περίπτωση είναι αυτή της ποιήτριας και ανθρωπολόγου Ηλέκτρας Λαζάρ, η οποία όχι μόνο ξεπερνά τα όρια των φύλων αλλά και τις κατηγορίες «άνθρωπος» - «ζώο».
Η νέα συγγραφέας, η οποία είχε τιμηθεί με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης για την ποιητική της συλλογή Άγρια Νήπια, εντρυφά στα μεγάλα ερωτήματα για το μέλλον του πλανήτη μέσα από μια εξπρεσιονιστική ποιητική γλώσσα που φέρει την υπογραφή της. Στο τελευταίο της βιβλίο με τον τίτλο «Λύκε, λύκε, είσαι εγώ;» (Κυαναυγή) επανέρχεται στις αμφίσημες ανθρωπολογικές ταυτότητες και υπό την επιρροή των Ντελέζ, Κάφκα αλλά και Ρεμπό φτιάχνει μια ιδιόμορφη αφήγηση για τον κόσμο από την πλευρά των ζώων. «Πώς μπορεί ο δυτικός πολιτισμός να ονομάσει, να κατανοήσει και να περιγράψει το οικογενειακό του είδος, αν αναλογιστούμε ότι είναι κάτι παραπάνω από σαφής η έλλειψη συναίνεσης και ομοφωνίας σε κάθε επίπεδο, πτυχή, ακόμη και εποχή της ανθρώπινης συζήτησης γύρω από τι σημαίνει Άνθρωπος» αναρωτιέται στην αρχή του η Λαζάρ, θέτοντας καίρια το ζήτημα της προσέγγισης του κόσμου και της ιστορίας μας όχι μόνο από τη γυναικεία πλευρά αλλά και συνολικότερα ανθρωποκεντρικά, γεγονός που έχει οδηγήσει όχι μόνο το σώμα και το πνεύμα αλλά και τον ίδιο τον πλανήτη στα όρια.
Αγοράστε το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου η Μεταμόρφωσή της εδώ
Αγοράστε το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα εδώ
Αγοράστε το βιβλίο Η Φωνή της εδώ
Αγοράστε το βιβλίο της Βίκυς Τσελεπίδου 120 γραμμάρια εδώ
Αγοράστε το βιβλίο της Λίνας Σόρογκα Στο Εργαστήρι του δόκτορα Μάγιερλαντ εδώ
Αγοράστε το βιβλίο της Ηλέκτρας Λαζάρ «Λύκε, λύκε, είσαι εγώ;» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.