Η ΑΝΙ ΕΡΝΟ ΓΕΦΥΡΩΝΕΙ, με τη μυθιστορηματοποίηση της μνήμης, τη μεγάλη λογοτεχνία, από τον Μαρσέλ Προυστ μέχρι τον σύγχρονό μας Εντουάρ Λουί.
Δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημά της «Τα χρόνια», που στη Γαλλία κυκλοφόρησε το 2008 (στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη) είναι το τέλειο αρχιτεκτόνημα της αφηγηματικής τέχνης της Γαλλίδας συγγραφέως. Με αυτό, η Ερνό, αρνούμενη τη μυθιστορηματική μυθοπλασία και χρησιμοποιώντας την αυτοβιογραφία, όχι όμως στην παραδοσιακή μορφή της, δημιουργεί ένα καινούργιο, υβριδικό αφηγηματικό είδος, που η ίδια το ονομάζει autobiographie impersonnelle.
Μέσα σ’ αυτό το συγγραφικό πρόγραμμα, το μότο με το οποίο ανοίγουν τα «Χρόνια», «το μόνο που έχουμε είναι η ιστορία μας, ακόμη και αυτή όμως δεν μας ανήκει», από τον Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ, και τη φράση με την οποία κλείνει, φράση της Ερνό, «να περισώσει κάτι από τον χρόνο όπου εμείς δεν θα υπάρχουμε ποτέ πια» τα βλέπουμε σαν κλειδιά για να ξεκλειδώσουμε ένα αφηγηματικό σύμπαν.
Μέχρι τα «Χρόνια», όλα τα βιβλία της Ερνό είναι σχετικά ολιγοσέλιδα. Με τα «Χρόνια» η συγγραφέας περνάει στη μεγάλη φόρμα για να μπορέσει να συνενώσει –χωρίς ίχνος ραφής– τα επιμέρους θεματικά μοτίβα και κυρίως την αφηγηματική εμπειρία του προγενέστερου έργου της.
Εμφανίστηκε με το βιβλίο «Les armoires vides», 1974 («Οι άδειες ντουλάπες»), όπου αναγγέλλεται το λογοτεχνικό/αφηγηματικό πρόγραμμά της, βασισμένο στην αυτοβιογραφία. Στα βιβλία της «La place», 1983 («O τόπος»), και «La honte», 1997 («Η ντροπή»), γράφει για τους γονείς της. Στο «La femme gelée», 1981 («H κοκκαλωμένη γυναίκα»), για τον γάμο της. Στα βιβλία «Passion simple», 1991 («Απλό πάθος»), και «Se perdre», 2001 («Να χάνεσαι»), γράφει για τη σεξουαλικότητά της και τις ερωτικές σχέσεις της. Στο «L’ événement», 2000 («Το γεγονός»), για την έκτρωσή της. Στα βιβλία «Journal du dehors», 1993 («Ημερολόγιο του έξω»), και «La vie extérieure», 2000 («Η εξωτερική ζωή), γράφει για το περιβάλλον της. Στο «Je ne suis pas sortie de ma nuit», 1997 («Δεν βγήκα από τη νύχτα μου»), για το Αλτσχάιμερ της μητέρας της και στο «Une femme»,1988 («Μια γυναίκα»), για τη μητέρα της.
Το βραβείο Νόμπελ πιστεύουμε ότι θα επιταχύνει την έκδοση στα ελληνικά των αμετάφραστων βιβλίων της. Περιμένουμε οπωσδήποτε το «Passion simple», όπου αυτό που ονομάζουμε αισθησιασμός στη λογοτεχνία απογειώνεται.
Η Ανί Ερνό είναι σήμερα, μαζί με τον Μισέλ Ουελμπέκ, η Γαλλίδα συγγραφέας που υπερβαίνει τα όρια της γαλλικής γλώσσας και της γαλλοφωνίας. Διαβάζεται και διδάσκεται σε πολλά γλωσσικά περιβάλλοντα, όπως το –θεωρούμενο αδιαπέραστο για κάθε μη Αγγλοσάξωνα συγγραφέα– αμερικανικό εκδοτικό και αναγνωστικό περιβάλλον. Δεν διαβάζεται μόνο ως λογοτεχνία αλλά και ως μαρτυρία μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Ακόμη και ως λογοτεχνία των κινημάτων για τα δικαιώματα.
Η Ερνό δεν είναι βέβαια ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ. Και ούτε θα το ήθελε. Είναι μια μεγάλη συγγραφέας και το έργο της είναι μείζων λογοτεχνία. Αυτό μας ενδιαφέρει. Η απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας για το βραβείο στην Ερνό δικαιώνει διαχρονικά το σκανδιναβικό ίδρυμα, διαχειριστή των βραβείων Νόμπελ, και μας κάνει να ξεχάσουμε αστοχίες του ή ακόμη και σκάνδαλα.
Η Ανί Ερνό είναι σήμερα, μαζί με τον Μισέλ Ουελμπέκ, η Γαλλίδα συγγραφέας που υπερβαίνει τα όρια της γαλλικής γλώσσας και της γαλλοφωνίας. Διαβάζεται και διδάσκεται σε πολλά γλωσσικά περιβάλλοντα, όπως το –θεωρούμενο αδιαπέραστο για κάθε μη Αγγλοσάξωνα συγγραφέα– αμερικανικό εκδοτικό και αναγνωστικό περιβάλλον.
Πολλοί συγγραφείς έχουν εισαγάγει την αυτοβιογραφία στη λογοτεχνία τους. Οι περισσότεροι τη χρησιμοποιούν ως αναδιήγηση ενός προσωπικού χρόνου κι ενός προσωπικού βιώματος που διαφέρει πολύ από την autobiographie impersonnelle της Ερνό.
Ας πούμε, στα «Χρόνια», η Ερνό δεν αφηγηματοποιεί τη ζωή της ούτε επιχειρεί ένα είδος αυτοερμηνείας. Μια μάλλον αποδεκτή απόδοση του όρου autobiographie impersonnelle στα ελληνικά θα ήταν «απρόσωπη αυτοβιογραφία», όπου εδώ το πρόσωπο πρέπει να διαβαστεί και να κατανοηθεί ενταγμένο στο γραμματικό και σημασιολογικό πλαίσιο των αντωνυμιών.
Το «εγώ» (Je) της αφηγήτριας γίνεται «αυτή» (elle), γίνεται «αυτοί» (on), γίνεται «εμείς» (nous). Το «εγώ» της αφηγήτριας εξαφανίζεται μέσα στην κοινή εμπειρία που σηματοδοτείται από αναγνωρίσιμα σήματα – ταινίες, τραγούδια, μάρκες προϊόντων, τύπους αυτοκινήτων, ηθοποιούς και τηλεοπτικές περσόνες, τυποποιημένες συμπεριφορές, τεχνολογία, πολιτικά γεγονότα.
Η Ερνό αφηγείται το παρελθόν για να το καταλάβει, πρωτίστως συναισθηματικά, και να δείξει τι αντιπροσωπεύει αυτό το παρελθόν στο σήμερα. Η ατομική εμπειρία, δηλαδή η δική της ζωή, παρουσιάζεται μέσα σε μια γενικότερη κοινωνική και ιστορική κατάσταση έτσι ώστε τα βιβλία της, ιδιαίτερα τα «Χρόνια», να αποκτούν τη συλλογική διάσταση της βιωμένης ιστορίας. Από την άποψη αυτή το «autobiographie impersonnelle» μπορεί να διαβαστεί και ως «διαπροσωπική αυτοβιογραφία» ή «συλλογική αυτοβιογραφία».
Αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο στην αφήγηση της Ερνό, το «εγώ» που διαλύεται μέσα στο «εμείς», δημιουργεί την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι, για παράδειγμα, τα «Χρόνια» είναι μια αντικειμενική καταγραφή των δεκαετιών από το 1940 έως το προχωρημένο 2000, ότι πρόκειται για ένα εργαλείο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την εποχή αυτή, τις συγκρούσεις της, τις φαντασιώσεις της και τα φαντάσματά της, τη σεξουαλικότητα, τις ταυτότητες και τελικά την αλλαγή του ανθρωπολογικού παραδείγματος που επιβάλλεται από την τεχνολογία.
Είναι ενδιαφέρον να ξέρουμε ότι οι πηγές έμπνευσης αυτού του βιβλίου είναι καθαρά λογοτεχνικές. Το έχει ομολογήσει και η ίδια η Ερνό: η εικόνα που είχε για το βιβλίο της, πριν ακόμη το γράψει, και η εντύπωση που θα ήθελε να αφήσει είναι εκείνη που κράτησε από την ανάγνωση του «Όσα παίρνει ο άνεμος» στα δώδεκά της, του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» αργότερα, και του «Ζωή και πεπρωμένο» του Βασίλι Γκρόσμαν.
Η Ανί Ερνό, γεννημένη το 1940, βγαίνει μέσα από την αγροτική/εργατική Γαλλία, από αυτήν τη βαθιά Γαλλία (la France profonde) των προλήψεων, των προκαταλήψεων, του καθολικισμού, των βαθιά ταξικών αποκλεισμών. Η κοινωνική κινητικότητα επιτυγχάνεται χάρη στην εκπαίδευση. Η αστή, εδώ και δεκαετίες, Ερνό είναι δημιούργημα αυτής της κινητικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Το λέει πολύ καλά η ίδια στο αφήγημά της «Ο τόπος» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη).
Ήταν ένας αποπνικτικός Ιούνιος όταν πέθανε ο πατέρας της Ανί, σε ηλικία 67 ετών. Διατηρούσε, μαζί με τη μητέρα της, ένα καφεπαντοπωλείο σε χωριό της Νορμανδίας, στο Ιβτό. Μετά την κηδεία, μητέρα και κόρη μάζεψαν τα ρούχα του για να τα δώσουν σε όσους είχαν ανάγκη. Στο καθημερινό μπουφάν του βρήκαν το πορτοφόλι του. Λίγα λεφτά, το δίπλωμα οδήγησης και στην πίσω θήκη μια παλιά φωτογραφία τυλιγμένη σε ένα απόκομμα εφημερίδας.
Η φωτογραφία απεικόνιζε μια ομάδα αντρών, αγροτών ή εργατών, με τραγιάσκες. Στην πίσω σειρά διακρινόταν ο πατέρας. Το απόκομμα της εφημερίδας είχε τα ονόματα των επιτυχόντων στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ανάμεσα στα ονόματα ήταν κι αυτό της κόρης του. Ο δικός του κόσμος τελείωνε, μαζί με την παλιά φωτογραφία, κι ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά του, αυτός της κόρης του, που θα γινόταν καθηγήτρια, μεσοαστή, μέλος ενός κόσμου από τον οποίο ο ίδιος είχε περιφρονηθεί.
Η αφήγηση στα «Χρόνια» αρχίζει ακριβώς από αυτόν τον εργατικό και αγροτικό κόσμο των παππούδων της και των γονιών της: από το χωριό Λιλμπόν της Νορμανδίας, όπου γεννήθηκε, σε σπίτι με εξωτερικό αποχωρητήριο πάνω στο ποτάμι, και μετά στο Ιβτό, όπου οι γονείς της, αφήνοντας πίσω τους τη ζωή του εργάτη, άνοιξαν καφεπαντοπωλείο. Όταν η Ανί Ερνό γράφει στα «Χρόνια» έχει, με τη σειρά της, αφήσει πίσω της προ πολλού τον κόσμο των γονιών της. Η σκοπιά από την οποία γράφει είναι εντελώς διαφορετική και ίσως συναισθηματικά ακαθόριστη.
Το ομολογεί η ίδια: «Σκέφτεται πως μήτε με τον εργατόκοσμο των παιδικών της χρόνων μήτε με το μαγαζάκι των γονιών της έχει πια τίποτα το κοινό. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά αλλά δεν ξέρει τίνος, πίσω της η ζωή είναι φτιαγμένη από ασύνδετες εικόνες. Νιώθει στο πουθενά, "μέσα" στο τίποτα με εξαίρεση τη γνώση και τη λογοτεχνία».
Μνήμη, Χρόνος, Γλώσσα είναι τα συστατικά στοιχεία και ταυτόχρονα τα οχήματα αυτής της αφηγηματικής τεχνικής της Ερνό.
Η μνήμη είναι για την Ερνό σαν τη σεξουαλική επιθυμία. «Όπως η σεξουαλική επιθυμία, έτσι και η μνήμη δεν σταματά ποτέ. Ζευγαρώνει τους πεθαμένους με τους ζωντανούς, τα αληθινά πλάσματα με κείνα της φαντασίας, το όνειρο με την ιστορία», γράφει. Η μνήμη είναι οι αφηγήσεις αλλά και η σωματική εμπειρία, αυτό που περνάει από σώμα σε σώμα, ο τρόπος που περπατάμε, που καθόμαστε, που μιλάμε, που γελάμε, που χαιρετάμε, που τρώμε, που πιάνουμε τα αντικείμενα.
Ο χρόνος για την Ερνό είναι ο κοινός χρόνος, ίσως αυτό που ονομάζουμε ιστορικό χρόνο, στον οποίο ενσωματώνεται όμως το εκτός ιστορίας «εγώ», το «εγώ» των μετέωρων στιγμών, όπως γράφει η ίδια.
Η Ερνό εικονοποιεί τον χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σαν συνδαιτυμόνα σ’ ένα μακρόσυρτο οικογενειακό τραπέζι, όπου ο στενός και συνεσταλμένος χρόνος της οικογένειας γίνεται τελικά συλλογικός: «Μες στην ατέλειωτη βραδύτητα των γευμάτων, ο χρόνος εμφανιζόταν απ’ το πουθενά και αποκτούσε μορφή, ο χρόνος που οι γονείς έμοιαζαν να τον κοιτάζουν επίμονα, με βλέμμα απλανές, όταν ξεχνούσαν να μας απαντήσουν, ο χρόνος όπου δεν υπήρξαμε, όπου δεν θα υπάρξουμε ποτέ, ο χρόνος του πριν. Οι ανάκατες φωνές των ομοτράπεζων συνέθεταν τη μεγάλη αφήγηση των συλλογικών γεγονότων στα οποία, τελικά, πίστευαν πως είχαν παρευρεθεί».
Και τέλος, η γλώσσα. Είναι αυτή που ιεραρχεί, που στιγματίζει, που αναγνωρίζει, που νουθετεί, που εκφράζει επιθυμίες και προσδοκίες και τελικά μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις και με λέξεις.
Ο Γάλλος εκδότης της Ανί Ερνό, ο Gallimard, συστέγασε όλα τα βιβλία της σε έναν τόμο, που κυκλοφόρησε το 2011, κάτω από τον τίτλο «Écrire la vie» («Να γράφεις τη ζωή», συλλογή Quarto). Στις πρώτες εκατό σελίδες αυτού του τόμου δημοσιεύονται οικογενειακές και άλλες φωτογραφίες της Ερνό, οι οποίες σχολιάζονται με αποσπάσματα από τα ανέκδοτα ημερολόγιά της. Οι φωτογραφίες, όπως και τα ημερολόγια της Ερνό (τα οποία η συγγραφέας έχει απαγορεύσει να εκδοθούν όσο ζει), λειτουργούν στα βιβλία της, ιδιαίτερα στα «Χρόνια», ως προωθητικές μηχανές της αφήγησης, κυρίως ως αποτυπώματα και ίχνη της δικής της ζωής που τη βοηθούν να ανασυστήσει τον δικό της χρόνο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο κοινός χρόνος, ο χρόνος όλων μας.
*Το κείμενο αυτό στηρίζεται στην εισαγωγή που είχα γράψει το 2021 για την ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος «Τα χρόνια» (Μεταίχμιο). Όλα τα αποσπάσματα που χρησιμοποιώ είναι σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.