ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ 1948, χειμώνας, στην Τρίπολη, και μια παράξενη πυραμίδα έχει σχηματιστεί στην κεντρική πλατεία της πόλης. Αποτελείται από νεκρούς άντρες. Το παράδοξο δεν είναι τα άψυχα αντρικά σώματα αλλά το ότι το σώμα μίας και μοναδικής γυναίκας κλείνει μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Ξεχωρίζει, έτσι, πολύ καθαρά από τον σωρό. Η φούστα της έχει τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού της διακρίνεται ένα τρύπημα από ξιφολόγχη.
Δύο μαθητές του Γυμνασίου Αρρένων της πόλης, ο Κοσμάς και ο Νίκος, παρακολουθούν τη σκηνή και ακούνε από γύρω τους τις εκδοχές για το συμβάν. Άλλοι λένε ότι οι λοκατζήδες εξόντωσαν αυτό το μικρό τμήμα (ανταρτών;) σε νυχτερινή ενέδρα. Κι άλλοι ότι, ενώ ήταν αιχμάλωτοι, κάποιος προσπάθησε να το σκάσει και τους εκτέλεσαν όλους.
Η συζήτηση του περίγυρου γίνεται γρήγορα ένας ακαθόριστος θόρυβος. Γιατί εκείνο που έχει σημασία για τα δύο έφηβα αγόρια που βλέπουν τη σκηνή είναι ότι «παρά την ανατριχίλα του θανάτου πάνω στο δέρμα (της νεκρής γυναίκας), που τη δυναμώνει ο χειμωνιάτικος ήλιος, ο Κοσμάς νιώθει έναν άγριο ερεθισμό».
Στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματός του (έτσι το διάβασα) Νέα Σελήνη, Ημέρα Πρώτη ο Θανάσης Βαλτινός δείχνει μέσα από τη σκηνή της πυραμίδας το βασικό θέμα του βιβλίου του: θάνατος και λαγνεία. Το δίπολο ίσως να θυμίζει σε μερικούς το «έρως - θάνατος» της ρομαντικής τέχνης. Αλλά στον Βαλτινό δεν υπάρχει καμία ρομαντική μετουσίωση. Υπάρχει απόλυτος ρεαλισμός, γυμνός, ευθύς και σαγηνευτικός, όπως ο τρυπημένος από την ξιφολόγχη μηρός της γυναίκας που «στέφει» την πυραμίδα.
Υπάρχει κι ένα άλλο θεματικό μοτίβο στο μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού. Το βρίσκουμε στα λόγια του καθηγητή των δύο αγοριών, σε μια συζήτηση με αφορμή ένα βιβλίο, κάποιο βροχερό απόγευμα (καιρός για ανάγνωση) έξω από το βιβλιοχαρτοπωλείο της πόλης. «Είναι ένα βιβλίο με ήρωες της ηλικίας σας. Ή μάλλον, όχι. Μικρότερους. Αλλά δεν ξέρω αν είναι για την ηλικία σας», λέει ο καθηγητής. «Αυτό γιατί;» ρωτάει ο Κοσμάς. «Γιατί μερικά πράγματα τα ανακαλύπτουμε μόνο αφού έχουμε απομακρυνθεί πολύ απ’ αυτά. Ας πούμε, η συνείδηση της εφηβείας». Το τρίτο μοτίβο του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτό: η συνείδηση της εφηβείας.
Ο συγγραφέας δεν απομακρύνεται όμως ούτε στιγμή από τα μοτίβα της αφήγησής του: θάνατος, λαγνεία, συνειδητοποίηση της εφηβείας. Ο θάνατος είναι παντού στην πόλη. Θάνατος από την πολιτική βία αλλά και γενικότερα από τη βία.
Ο Κοσμάς και ο Νίκος είναι οι δύο κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος του Βαλτινού που τοποθετείται στην Τρίπολη στη διάρκεια του Εμφυλίου. Σε έναν από τους δύο ήρωες αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον συγγραφέα, τα βιώματα του και τις εμπειρίες του ως μαθητή στο Γυμνάσιο Αρρένων της πόλης της Αρκαδίας. Αλλά μολονότι η αυτοβιογραφία βαραίνει σε όλο το έργο του Βαλτινού, αυτό δεν είναι ούτε μια στιγμή auto-fiction. Μεταγράφεται, με την αναγνωρισμένη εκφραστική λιτότητα του συγγραφέα, σε κάτι καθολικό και καίριο.
Οι δύο ήρωες, από χωριά της περιοχής, ζουν μαζί σ’ ένα δωμάτιο της πόλης. Η καθημερινότητά τους είναι το σχολείο, το Γυμνάσιο Αρρένων. Αλλά επειδή κάποια στιγμή το κτίριο καταλαμβάνεται για τη στέγαση των λοκατζήδων –«το πιάσαν το Γυμνάσιο οι λοκατζήδες»–, οι μαθητές μεταφέρονται στο Γυμνάσιο Θηλέων. «Το πρωί εμείς, το απόγευμα εκείνες».
Η καθημερινότητα μπορεί κάποτε να σπάει στον κινηματογράφο, με ταινίες όπως Λαίλαψ στην Μπούρμα με τον Έρολ Φλιν ή Αίμα και Άμμος με τον Τάιρον Πάουερ και τη Ρίτα Χέιγουορθ. Η ζωή της πόλης υπάρχει στο φόντο – οι νεοκλασικές σιδεριές, τα μαρμάρινα φουρούσια, το ζαχαροπλαστείο, το υποδηματοποιείο με τον παλαιικό καναπέ με τον φθαρμένο μουσαμά, το χτύπημα της καμπάνας στο μαρμάρινο κωδωνοστάσι της Μητρόπολης, ο ήχος της σάλπιγγας κατά την υποστολή της σημαίας και κυρίως ο χειμωνιάτικος καιρός που γεμίζει με πάχνη τα τζάμια των σπιτιών.
Ο συγγραφέας δεν απομακρύνεται όμως ούτε στιγμή από τα μοτίβα της αφήγησής του: θάνατος, λαγνεία, συνειδητοποίηση της εφηβείας. Ο θάνατος είναι παντού στην πόλη. Θάνατος από την πολιτική βία αλλά και γενικότερα από τη βία. «Δικαζόταν ένας από τα μέρη μας». «Πόσα του ρίξανε;». «Δις εις θάνατον. Εμπρησμός μετά ανθρωποκτονίας». «Τι είχε κάνει;». «Τα πρώτα ξαδέρφια του. Τους είχε κάψει το σπίτι με τη στραβή γιαγιά τους μέσα. Κατά τους μάρτυρες. Βγήκαν από κοντά και κάτι άλλες του αμαρτίες…».
Στην αφήγηση ο θάνατος απλώς υπάρχει, καθώς ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να τον δραματοποιήσει με εξωτερικούς τρόπους. Και δίπλα του η λαγνεία, αυτό «το ξύπνημα της άνοιξης» των δύο αγοριών, που πυροδοτείται από τις φαντασιώσεις τους.
Στο κέντρο των φαντασιώσεών τους είναι η καθηγήτρια τους των Γαλλικών, είναι οι άγνωστες μαθήτριες με τις οποίες μοιράζονται το ίδιο θρανίο, στο γυμνάσιο όπου συστεγάζονται, αλλά δεν συμπίπτουν ποτέ άρρενες και θήλεα, είναι και η πόρνη που διασχίζει με μόνιππο την κεντρική πλατεία, πηγαίνοντας προς το πορνείο, «ένα μοναχικό μαντρωμένο σπίτι» δίπλα στις γραμμές του τρένου.
Ο Βαλτινός στήνει μοναδικές σκηνές αισθησιασμού με τις φαντασιώσεις των αγοριών. «Στην κρίσιμη στιγμή η αποκάλυψη της σγουρής δασωμένης της ήβης τυφλώνει τον Νίκο. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί δεν ακούγεται τίποτε άλλο εκτός από τη βροχή στα κεραμίδια».
Μπορούμε να δούμε αυτήν τη σκηνή και στο εξώφυλλο του βιβλίου, στην επεξεργασμένη φωτογραφία που έχει τραβήξει ο ίδιος ο Θανάσης Βαλτινός. Η ήβη και οι μηροί της ξαπλωμένης γυναίκας μοιάζουν να είναι το κέντρο του κόσμου, κάνοντάς μας να σκεφτούμε τον ρόλο της ήβης στην τέχνη, όπως σ’ εκείνον τον περίφημο πίνακα του Κουρμπέ που έχει τίτλο «Η καταγωγή του κόσμου».
Το μυθιστόρημα τελειώνει με το τέλος τη εφηβείας. Τα δύο αγόρια επισκέπτονται το πορνείο. Οι τελευταίες φράσεις της Νέας Σελήνης είναι «Μπαίνεις μέσα. Μόνος. Βγάζεις το παντελόνι σου. Όλα. Και κείνη έρχεται».
Ο Θανάσης Βαλτινός είναι από τους ανανεωτές της λογοτεχνικής αφήγησης, τόσο από την πλευρά της πλοκής και της αφηγηματικής δομής όσο και από την πλευρά των θεμάτων. Παραμένει μοναδικός, κι αυτό αποδεικνύεται με τη Νέα Σελήνη, Ημέρα Πρώτη.
Το βιβλίο αποτελείται από έντεκα κεφάλαια που τα ονομάζει Ημέρες, και από πενήντα πέντε ιστορίες που δημιουργούν το παζλ της πλοκής. Παρόλο που τα κεφάλαια ονομάζονται «Ημέρα Πρώτη», «Ημέρα Δεύτερη» κ.λπ., ο χρόνος του 24ωρου δεν έχει τόση σημασία σ’ αυτήν τη συμπυκνωμένη αφήγηση. Ο χρόνος υπάρχει. Δεν μετριέται όμως από το ρολόι αλλά περισσότερο από τα χτυπήματα της καμπάνας.
Αυτή η δομή του βιβλίου είναι πολύ κινηματογραφική. Έχει τη λιτότητα των σκηνικών οδηγιών, πράγμα που μας θυμίζει ότι ο Βαλτινός είναι και εξαιρετικός σεναριογράφος. Από την πλευρά του αναγνώστη του σήμερα, ας πούμε του αναγνώστη της εποχής του ίντερνετ, οι πενήντα πέντε ιστορίες μοιάζουν με φωτογραφίες που διαδέχονται η μία την άλλη σε ένα σλάιντ σόου. Όσο και αν φαίνεται υπερβολικό αυτό που λέω, βρίσκω εδώ ένα ψηφιακό υπόβαθρο που ως αναγνώστη με εξιτάρει και με κινητοποιεί.
Υπάρχει βεβαίως και η γλώσσα: απλή, λιτή, στιβαρή και ταυτόχρονα λυρική. Γλώσσα που δημιουργεί εικόνες και σου δείχνει ότι η φαντασίωση είναι με τη σειρά της μια πραγματικότητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.