Το μέλλον εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος να περιγράψεις τον κατεστραμμένο κόσμο του μέλλοντος (κάποιου μέλλοντος), καθώς υπάρχουν πολλοί πιθανοί χαοτικοί κόσμοι. Μπορεί μάλιστα κάποιοι να είναι εφιαλτικοί (η Γη είναι αφανισμένη από κάποια πυρηνική έκρηξη, δεν υπάρχει επαρκής τροφή, οι ωκεανοί έχουν σκεπάσει όλες τις ηπείρους, ζώνεκροι έχουν πλημμυρίσει την επιφάνειά της, οι λιγοστοί επιζήσαντες καταφεύγουν στον κανιβαλισμό κ.λπ., κ.λπ.), αλλά κάποιοι άλλοι είναι με έναν αλλόκοτο, σε πρώτη ματιά, τρόπο ιδιαίτερα ανησυχαστικοί ή, εν τέλει, πολύ πιο επίφοβοι: αυτοί που τοποθετούν την καταστροφή στο αύριο, κυριολεκτικά στο αύριο, σαν μια απόρροια όσων κάνουμε και όσων γίνονται σήμερα στον πλανήτη – όσων γίνονται στην Ευρώπη και στην Αμερική, για να μην πάμε πιο μακριά: όσων ακραίων πραγμάτων γινόμαστε όλοι μάρτυρες. Και μπορεί μεν οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας να αναφέρονται αλληγορικά στο σήμερα με τον καθημαγμένο μας πλανήτη (τα ζόμπι, αίφνης, είναι μια πελώρια, αρχετυπική αλληγορία, είναι ο Κάφκα on drugs, μια ενσαρκωμένη ενοχική Ερινύα που σε τρώει από τα μέσα γιατί είσαι εσύ η αρρώστια και ο φορέας και η ενοχή της νόσου), οι δεύτεροι όμως απλώς σε τρομάζουν περισσότερο γιατί είναι σχεδόν κοινωνικός ρεαλισμός – ένας μετα-νεορεαλισμός του αύριο, ας πούμε. Οπότε η Άτγουντ υπογράφει ένα βιβλίο τρόμου εδώ. Όχι ένα βιβλίο που υπάγεται στο είδος –δεν είναι horror–, αλλά ένα βιβλίο που κατορθώνει να σε τρομάξει, και μάλιστα με το παραπάνω – ακόμη και όταν η ίδια το μετατρέπει ευφυώς σε μια μπουρλέσκ κωμωδία: οι σκηνές με τους σωσίες του Έλβις είναι απολαυστικές.
Είχαμε αναφερθεί στην Άτγουντ όταν γράφαμε για την «Άννα» του Niccolò Ammaniti, ένα ακόμη δυστοπικό ή μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα της speculative fiction, καθώς η Καναδή πολυβραβευμένη και πολύ αγαπητή σε όλο τον κόσμο συγγραφέας είναι ασφαλώς η ιέρεια του υποείδους αυτού, κυρίως –αλλά όχι μόνο– με την Τριλογία του Τέλους του Κόσμου: «Όρυξ και Κρέικ», «Η χρονιά της πλημμύρας», «Το τέλος του κόσμου» (όλα τους στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Στο «Η καρδιά πεθαίνει τελευταία» κάνει άλλη μία προσπάθεια να δείξει «πού πάμε». Και το κάνει με άνεση και με μαεστρία. Το ξέρει πολύ καλά, και φαίνεται σε όλες τις σελίδες. Όπως επίσης φαίνεται ότι το απολαμβάνει – σε όλες τις σελίδες επίσης.
Χωρίς, βέβαια, να είναι ένα πολιτικό δοκίμιο, αλλά ένα γρήγορο, δυναμικό (και σέξι) μυθιστόρημα, διαβάζεται άνετα και από ανθρώπους που δεν έχουν μεγάλη τριβή με το είδος – θα τους αρέσει.
Εκείνοι που δεν απολαμβάνουν καθόλου τη ζωή τους είναι ο Σταν και η Σαρμέιν, καθώς έχουν χάσει όλη τους την περιουσία, έχουν χάσει τις δουλειές τους, έχουν χάσει τον αυτοσεβασμό τους, και φυτοζωούν κρυμμένοι μέσα στο αυτοκίνητό τους, ψάχνοντας για λίγο φαγητό και για μια ευκαιρία – για μια ευκαιρία να βγάλουν τη μέρα, όχι κάτι παραπάνω. Γύρω τους, τα πάντα έχουν κατακλυστεί από ανθρώπους σαν κι αυτούς, απελπισμένους, που γυρνούν σαν σκιές, μα πολύ πιο επικίνδυνους από τους ίδιους. Η ζωή δεν έχει την παραμικρή αξία, δεν υπάρχουν ποινές για τους κλέφτες που δολοφονούν όποιον δεν έχει τα μάτια του ανοιχτά, δεν υπάρχει Νόμος ή αστυνομία. Δεν υπάρχει τίποτε σε αυτή την Πολιτεία και σε πολλές ακόμη. Όλα έχουν γκρεμιστεί και ένα πελώριο κύμα εσωτερικών μεταναστών προσπαθεί να απομακρυνθεί από τις περιοχές που πλήττουν η απόλυτη δυσπραγία, ο ζόφος και ο θάνατος, για να φτάσουν στις λιγοστές Πολιτείες στα δυτικά, όπου ακόμη υπάρχει μια κάποια κανονικότητα.
Όμως η παραδοξότητα αυτή, η ανυπαρξία του Νόμου και των ποινών, θα γεννήσει σε κάποιους μια ιδέα που θα αποδειχτεί πολλαπλά χρήσιμη: τη μετατροπή κάποιων πόλεων σε πελώριες φυλακές, όπου οι κατάδικοι θα εναλλάσσουν την ιδιότητά τους με τους δεσμοφύλακες, ανά μήνα. Φαίνεται ανόητο; Ναι, αλλά, όπως θα φανεί, δεν είναι. Το ζευγάρι των πρωταγωνιστών θα αναγκαστεί να παραδεχτεί πως δεν έχει άλλη δυνατότητα, θα υπογράψει και θα υποκύψει στη γοητεία της κλειστής, ερμητικά κλειστής, φυλακής, που είναι μαζί και εργοστάσιο – αλλά και ένα εργαστήριο υποταγής συνειδήσεων. Κάποια στιγμή, θα καταλάβουν και οι δύο πως είναι καταδικασμένοι σε ισόβια. Και από το σημείο ακριβώς εκείνο θα ξεκινήσουν τα πάντα.
Γιατί έχουν να γίνουν πολλά.
Γράφοντας και διαδηλώνοντας
Η επιστημονική φαντασία, με όλα τα παρακλάδια της, είναι από πάντα το πιο έντονα πολιτικοποιημένο λογοτεχνικό είδος και η Άτγουντ υπηρετεί με πολύ μεγάλο σεβασμό αυτή την παράδοση. Διαρκώς στην πρώτη γραμμή, μαζί με συγγραφείς όπως ο Στίβεν Κινγκ, αρθρογραφεί, διαδηλώνει στους δρόμους και συμμετέχει ζωντανά στον δημόσιο διάλογο μέσω των λογαριασμών της στα social media. Παίρνει θέση καθημερινά, χωρίς να σκέφτεται την πτώση που ορισμένως θα δει στις πωλήσεις των βιβλίων της (από οπαδούς του Τραμπ, για παράδειγμα). Αυτή εδώ, λέει –και το πιστεύουμε κι εμείς–, είναι μια εποχή που επιβάλλεται να παίρνεις θέση. Ειδικά αν είσαι ένας συγγραφέας όπως η Άτγουντ, που γράφει πάντα για τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, τις εγγενείς ανθρώπινες ελευθερίες, τη θέση της γυναίκας, την πίεση που δέχεται η μεσαία τάξη – τους καθημερινούς ανθρώπους, εν πάση περιπτώσει.
Οι ήρωές της, ο Σταν και η Σαρμέιν, αλλά και όλοι οι άλλοι που θα αποκτήσουν ζωτικό ρόλο στο μυθιστόρημα (διπλό ή και τριπλό ρόλο καμιά φορά), θα τυραννιστούν πολύ, θα υποφέρουν, θα επαναστατήσουν, θα προδώσουν, θα αμφισβητήσουν τα πάντα (την αγάπη τους, τον αυτοσεβασμό τους, το πρόσωπο και την αξία του άλλου, την ίδια τη ζωή), θα ηττηθούν πολλαπλά και θα αναγκαστούν να δουν αν αυτά που είχαν στερηθεί, και που τους προσφέρει τώρα αφειδώς το συμβόλαιο με την όμορφη φυλακή τους, είχαν πράγματι την αξία που πίστευαν μέχρι τότε πως είχαν. Αξίζει μια κάποια κανονικότητα τον περιορισμό των ελευθεριών σου; Πόσες παραχωρήσεις θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να κάνει απέναντι στο κράτος;
Χωρίς, βέβαια, να είναι ένα πολιτικό δοκίμιο, αλλά ένα γρήγορο, δυναμικό (και σέξι) μυθιστόρημα, διαβάζεται άνετα και από ανθρώπους που δεν έχουν μεγάλη τριβή με το είδος – θα τους αρέσει. Πολύ ωραία, να σημειωθεί, η μετάφραση της Έφης Τσιρώνη.