«Στον ύπνο του έβλεπε ότι πετούσε. Ονειρευόταν εναέριες πτήσεις μέσα σε νέφη διάτρητα από τις ακτίνες του ήλιου, μα κι όταν ξυπνούσε, νωρίς με το λυκαυγές, στο άκουσμα του μονότονου βόμβου της έλικας –που στ’ αυτιά του ήταν η πιο γλυκιά μελωδία–, στη θέα των αεροπλάνων που πετούσαν πάνω από την πόλη με τους καταρράκτες κατευθυνόμενα προς το Βέρμιο, φανταζόταν ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα απ’ αυτά τα ελικοφόρα αναγνωριστικά· φανταζόταν ότι το επόμενο βήμα του θα ήταν το τελευταίο πάνω στη γη»...
Έτσι ξεκινά το νέο μυθιστόρημα του Ηλία Μαγκλίνη «Πρωινή Γαλήνη» (Μεταίχμιο). Με το όνειρο ενός παιδιού που μεγαλώνει τα χρόνια του ’40 σ’ ένα χωριό έξω από την Έδεσσα, που ασφυκτιά μέσα στο υπόγειο χυτήριο του πατέρα του, που βλέπει τα σύννεφα και μαγεύεται, που θέλει να πετάξει, να φύγει μακριά. Κι είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτό το όνειρο που χτίζει ο Μαγκλίνης την ιστορία του, μια περιπέτεια γεμάτη διαψεύσεις, έρωτες, ηθικά διλήμματα, αγεφύρωτα πολιτικά πάθη και απώλειες, καταφέρνοντας να μας παρασύρει ως την άλλη άκρη της γης: σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, της Κορέας, που ξεκίνησε λίγο μετά τον δικό μας και τον οποίο σήμερα δεν μνημονεύει σχεδόν κανείς.
Η μνήμη αποτελεί γερό οπλοστάσιο, εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της επινόησης. Με ενδιαφέρει το πώς η Ιστορία εισβάλλει στον μικρόκοσμο των ανθρώπων, φέρνοντας στη ζωή τους τα πάνω κάτω, όπως με ενδιαφέρει πολύ και η Ελλάδα, τα τραύματα, τα φαντάσματά της, η θέση της στον κόσμο, η σχέση αγάπης-μίσους που διατηρούμε μαζί της, η έλξη και η απώθηση που μας προκαλεί.
Για να πω την αμαρτία μου, μολονότι εντυπωσιασμένη από το προηγούμενο βιβλίο του, την «Ανάκριση», όπου έστηνε γέφυρες ανάμεσα στη γενιά των Λαμπράκηδων και στη γενιά της παγκοσμιοποίησης, αυτό εδώ το έπιασα διστακτικά. Δεν βιαζόμουν να χωθώ σ’ ένα «αντρικό», «πολεμικό» μυθιστόρημα, κι ας αποσπούσε μόνο θερμές κριτικές. Με το που το ξεκίνησα, ωστόσο, πριν ακόμα δω να ξεδιπλώνονται σε όλη τους την έκταση η ανέχεια, ο πουριτανισμός, η ρουφιανιά και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής, αναρωτιόμουν «και μετά, και μετά, τι θα γίνει παρακάτω;», λες και ο πρωταγωνιστής του, ο Δημήτρης, αυτό το αγόρι που προσγειώνεται απότομα στην πραγματικότητα, με τα φτερά ψαλιδισμένα, ήταν δικός μου άνθρωπος, με όλα του τα καλά και όλα του τα στραβά. Να ’μαστε, λοιπόν, με τον Ηλία στο Desiré της Δημοκρίτου, στο πρώτο ουσιαστικά τετ-α-τετ μας, παρά τις δεκαετίες που έχουμε μοιραστεί στο πολιτιστικό ρεπορτάζ.
—Όπως εξηγεί ένας από τους ήρωές σου, ο πρώτος πόλεμος που δεν κέρδισαν οι Αμερικανοί, για μας εδώ ήταν ασήμαντος. Oύτε θριάμβους είχε, ούτε εθνικά τραύματα. «Επί δέκα συναπτά χρόνια», γράφεις, «η Ελλάδα ήταν σε πόλεμο, μετά απλώς έστειλε και μερικές χιλιάδες νέα παιδιά της στην Κορέα και από αυτά καμιά διακοσαριά δεν ξαναγύρισαν κι άλλα πεντακόσια γύρισαν μισά». Πού οφείλεται η εμμονή σου μ’ αυτό το θέμα; Και στο πρώτο σου μυθιστόρημα, το «Σώμα με Σώμα», πάλι για την Κορέα έγραφες.
Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι διάσπαρτο με φωτογραφίες και παράσημα από τον πόλεμο της Κορέας, αλλά ο πατέρας μου απέφευγε συστηματικά να μιλάει γι’ αυτόν. Μόνο προς το τέλος της ζωής του ανοίχτηκε κάπως, και χωρίς να ξέρει ότι τον μαγνητοφωνώ. Γενικά, η επαφή μας ήταν λειψή, αργήσαμε να πλησιαστούμε. Γράφοντας την «Πρωινή Γαλήνη», ήταν κι ένας τρόπος να τον γνωρίσω καλύτερα. Η αγάπη του Δημήτρη για τα αεροπλάνα, όπως και οι εμπειρίες του από τη Σχολή Ικάρων και την εκπαίδευσή του στην Αμερική, στον πατέρα μου οφείλονται. Η οικογένειά μου, πάντως, δεν έχει καμιά σχέση με την Έδεσσα. Η Έδεσσα με βόλευε δραματουργικά, καθώς ο Δημήτρης φλέγεται να πετάξει μια εποχή που τα βομβαρδιστικά στοχεύουν αντάρτες, κι ανάμεσα στους τελευταίους πιθανότατα βρίσκεται ένα πρόσωπο εξοβελισμένο για πολιτικούς λόγους από το πατρικό του, αλλά πολύ σημαντικό για τον ίδιο, ο θείος του.
—Η σκιά του ελληνικού εμφυλίου πέφτει βαριά στο βιβλίο. Τι ακούσματα είχες γι’ αυτόν από το σπίτι σου;
Αν για την Κορέα ο πατέρας μου αρκούνταν σε μισόλογα, για τον Εμφύλιο δεν του έπαιρνες κουβέντα. Η δολοφονία του δικού του πατέρα από την ΟΠΛΑ, όταν ο ίδιος ήταν δεκαπέντε χρονών, πρέπει να του είχε κοστίσει πάρα πολύ. Το τραγικό είναι πως ο παππούς μου, που είχε συνταχθεί με τον ΕΔΕΣ, δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να σώσει τον αδελφό της γυναίκας του και συνεργάτη του από τα Τάγματα Ασφαλείας. Όμως, δεν πρόλαβε. Και ο κουνιάδος του εκτελέστηκε κι αυτός – από τους Γερμανούς. Σκέψου τι τράβηξε η γιαγιά μου, που κρατούσε από σόι αριστερών. Είχε χάσει τον άντρα της από χέρι κομμουνιστή και όσο πενθούσε, έστελνε πακέτα στη Μακρόνησο...
—Η περίπτωση του στρατιώτη που πάει στην Κορέα για να γλιτώσει την εξορία είναι πραγματική ή επινοημένη; Το ρωτάω επειδή, όπως επισημαίνεις κι εσύ, οι κομμουνιστές αντιμετώπιζαν απαξιωτικά όσους συμμετείχαν εθελοντικά στην Κορέα, τους θεωρούσαν μισθοφόρους.
Πραγματική είναι. Βασίζεται στην μαρτυρία ενός επιζώντα που συνάντησα το 2001, με καταγωγή από τους Δελφούς, παλιό μέλος του ΕΛΑΣ. Αναζητώντας υλικό για την «Πρωινή Γαλήνη», είχα την ευκαιρία να συζητήσω με δεκάδες βετεράνους κι ανάμεσά τους ήταν άντρες όλων των λογιών. Συνάντησα και ακροδεξιούς και στρατόκαυλους, όπως και αξιόλογα άτομα, με μεγάλη ανθρωπιά. Το θέμα των εθελοντών είναι πολύ συγκεχυμένο. Προσωπικά, γνώρισα ελάχιστους. Για έναν αξιωματικό καριέρας δεν υπήρχε ζήτημα ν’ αρνηθεί να πάρει μέρος, θα ήταν σαν ν’ αρνιόταν να πάρει μετάθεση. Ο Δημήτρης, που έχει αποτύχει να γίνει Ίκαρος, βλέπει στην Κορέα κι έναν δρόμο διαφυγής. Πάει σ’ έναν άσχετο πόλεμο και τον παίρνει επάνω του για να ξεπεράσει τη δειλία του, για να κάνει την υπέρβασή του. Πόσο ηθικό είναι αυτό; Ήθελα να μείνει μετέωρο. Δεν ήθελα έναν ατσαλάκωτο ήρωα.
—Το ανδρικό σύμπαν φαίνεται να ασκεί μεγάλη γοητεία πάνω σου...
Ναι, ο ανδρικός κόσμος, που είναι πολλοί κόσμοι ταυτόχρονα, πάντα μ’ ερέθιζε. Στη διάρκεια της έρευνάς μου πέτυχα άντρες που τη μια στιγμή έβγαζαν τον πιο σκληρό εαυτό τους και την επόμενη κατέρρεαν μπροστά στα μάτια μου... Δεν είναι μόνο η μάτσο πλευρά του αρσενικού που με τραβάει αλλά και η εύθραυστη, η ευάλωτη. Πέρα απ’ αυτό, όμως, με ενδιαφέρουν κι άλλα. Με ενδιαφέρει η μνήμη, παρότι είμαστε και όσα έχουμε ξεχάσει. Η μνήμη αποτελεί γερό οπλοστάσιο, εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της επινόησης. Με ενδιαφέρει το πώς η Ιστορία εισβάλλει στον μικρόκοσμο των ανθρώπων, φέρνοντας στη ζωή τους τα πάνω κάτω, όπως με ενδιαφέρει πολύ και η Ελλάδα, τα τραύματα, τα φαντάσματά της, η θέση της στον κόσμο, η σχέση αγάπης-μίσους που διατηρούμε μαζί της, η έλξη και η απώθηση που μας προκαλεί. Κι εκείνο που προσπαθώ είναι ν’ αποτυπώνω τις αθλιότητες και το μεγαλείο της ανθρώπινης συνθήκης, χωρίς ν’ αδιαφορώ για τη σημασία της πλοκής και της εξωτερικής δράσης, όπως παλιότερα. Το αίτημα της πλοκής είναι πολύ παρεξηγημένο στη χώρα μας. Το θεωρούμε επιφανειακό και το αντιμετωπίζουμε περιφρονητικά σαν αμερικανιά, παρά την τεράστια σημασία που του απέδιδε ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική».
—Στην «Πρωινή Γαλήνη» υπάρχουν άφθονες σελίδες που εκτυλίσσονται στο πεδίο της μάχης, υπάρχουν όμως και υπέροχες ερωτικές σκηνές. Ποιες σε δυσκόλεψαν περισσότερο;
Όσο καιρό δούλευα το βιβλίο, στο Μετς όπου μένω, έφτανε συχνά-πυκνά ο απόηχος από τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης που έπεφταν στις διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, και τότε δεν μου φαινόταν και τόσο οξύμωρο από τη μια να γράφω για πολέμους του ’40 και του ’50 και από την άλλη να μπαινοβγαίνω στο Ίντερνετ. Υπήρχε έντονη πολεμική διάθεση στην ατμόσφαιρα, πράγμα εξαιρετικά δυσάρεστο. Η αλήθεια είναι πως η εμπειρία της μάχης, αν είσαι τυχερός και δεν την έχεις βιώσει, είναι αδιανόητη. Ό,τι και να σου πουν, όσες μαρτυρίες κι αν έχεις ακούσει, δεν μεταδίδεται. Όταν έγραφα τις σκηνές μάχης, προσπαθούσα να ανακαλώ τις δικές μου αντιδράσεις απέναντι σε δύσκολες, αλλά τετριμμένες καταστάσεις, σε ζόρια επαγγελματικά, οικονομικά, αισθηματικά. Στις ερωτικές σκηνές, όμως, πραγματικά αγκομάχησα! Αυτές κι αν μου φαίνονταν επικίνδυνες. Έτρεμα μήπως διολισθήσω προς το αγοραίο ή το γελοίο. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσαν.
—Σπούδασες Φιλολογία και Μέσα Επικοινωνίας στη Βρετανία κι έπειτα από ένα διάστημα στο περιοδικό «Διαβάζω», το ’99 πέρασες στην «Καθημερινή», όπου εργάζεσαι μέχρι σήμερα. Αυτό ονειρευόσουν από παιδί; Να γίνεις δημοσιογράφος;
Όχι, συγγραφέας ήθελα να γίνω. Από μικρός έπλαθα από μόνος μου ιστορίες ή έγραφα όσες έβλεπα στο σινεμά και την τηλεόραση. Δεν μου έφτανε ο κόσμος κι έψαχνα λέξεις για να φτιάξω άλλους; Κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβαινε. Παραδόξως, δεν διάβασα ποτέ Πηνελόπη Δέλτα. Διάβαζα Ιούλιο Βερν, όπως και τη σειρά επιστημονικής φαντασίας του Κάκτου, και ανέτρεχα συχνά στα ιστορικά βιβλία της βιβλιοθήκης του πατέρα μου. Το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα κι εντυπωσιάστηκα ήταν η «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη –δεν είναι τυχαίο!–, ενώ στην πορεία αγάπησα και τον Βιζυηνό, τον Ροΐδη, τον Θεοτόκη, τον Μητσάκη, τον Φραγκιά, τον Ιωάννου, τον Παπαδημητρακόπουλο, ανακαλύπτοντας έτσι τον πλούτο και τις δυνατότητες της γλώσσας μας. Έχουμε σπουδαία πεζογραφική παράδοση. Αν δεν πατήσεις πάνω της ως συγγραφέας, μένεις λειψός. Η δημοσιογραφία προέκυψε επειδή έπρεπε να βρω να πω κάτι στους γονείς μου, αλλά καθόλου δεν το μετάνιωσα. Ίσα-ίσα, την αγαπώ πολύ. Μου άνοιξε τα μάτια, μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια που αλλιώς δεν θα έκανα και συνεχίζει να μου προσφέρει πάρα πολλά ερεθίσματα. Την ιδέα για την «Ανάκριση», για παράδειγμα, την εμπνεύστηκα από μια περφόρμανς που είδα στο Bios.
—Πριν από λίγους μήνες έγινες κι εσύ πατέρας. Δεδομένων των συνθηκών, πώς και δεν δείλιασες;
Όταν έμεινε έγκυος η γυναίκα μου, στην αρχή τρομοκρατήθηκα. Μετά, όμως, σκέφτηκα πως οι παππούδες μου, με τους Γερμανούς εδώ, σε πραγματική στρατιωτική κατοχή, έκαναν δύο παιδιά, το ’42 και το ’44 αντίστοιχα, και θα φοβηθώ σήμερα εγώ; Όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, η ζωή υπερισχύει. Από τη γέννηση της κόρης μου κι έπειτα νιώθω μια απίστευτη δημιουργική διάθεση να με κατακλύζει.
σχόλια