Υπάρχουν βιβλία, λέξεις και κείμενα που δεν μπορούν να διαβαστούν με ψυχραιμία. Απαιτούν να μετέχεις σε αυτά σωματικά και με μια παράδοξη αίσθηση συνενοχής ή ενσυναίσθησης, συνιστώντας κι εσύ μέρος της ανοιχτής διαδικασίας. Και κάπως έτσι, με έναν τρόπο που θυμίζει τους θιασώτες στις ανήλιαγες παραστάσεις μιας αθηναϊκής τραγωδίας –εκείνους που έκλειναν τα μάτια μπροστά στα οικεία κακά και απαγόρευαν οτιδήποτε έμοιαζε περισσότερο ρεαλιστικό απ' όσο επιτρέπει ένα πραγματικό έργο τέχνης– έρχεται να μας θυμίσει όσα ζούμε και όσα ακόμη δεν ορίζουμε το ανελέητα σύγχρονο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Αν κάποτε ο Οιδίποδας έμοιαζε με ήρωα καμωμένο από τα μοιραία υλικά της αρχαίας πόλης, όντας μαζί θύτης και θύμα της, αντίστοιχα ορισμένος να θυμίσει τη μοίρα της δικής μας πόλης είναι ο Αργύρης Τρίκορφος. Ο ήρωας του Τζαμιώτη μεγάλωσε με τις εμπειρίες που διαμόρφωσαν τον σημερινό Έλληνα και με τα βιώματα που έχουν λίγο-πολύ όλοι όσοι έζησαν τη βοή και το πάθος της σύγχρονης μεγαλούπολης. Οι πόλεις φτιάχνουν συνειδήσεις και ορίζουν τα διλήμματα, οι πόλεις σε τρώνε και σε μετατρέπουν ταυτόχρονα σε φιλόσοφο και αγύρτη. Μέσα από την ανθρωπωδία των διαφορετικών τύπων που παρελαύνουν στις σελίδες της Πόλης και της Σιωπής ουσιαστικά αναγνωρίζουμε τα κομμάτια που όρισαν την ταυτότητα του ανθρώπου της πόλης: τον επαναστατημένο, τον αχρείο, τον τρωγλοδύτη, την αλαζονική κυρία, τον κουκουλοφόρο – ανθρωπότυπους που θα έβαζαν στο μικροσκόπιο οι κοινωνικοί επιστήμονες και που θα ανίχνευαν ιδανικά οι λογοτέχνες. Κατ' ουσίαν, όμως, πρόκειται για ανθρωπότυπους που εκπροσωπούν τις δικές μας αποσπασματικές ταυτότητες και μας καθιστούν ήρωες, πρωταγωνιστές της ιστορίας ή απλούς παρατηρητές της. Τα πάντα κρύβονται, άλλωστε, στις αντιδράσεις απέναντι στα ατελεύτητα ερεθίσματα της πόλης, τα οποία ορίζουν τη στιγμή του μεγάλου «ναι» ή του μεγάλου «όχι», όπως εκείνη η στιγμή που ο ήρωας του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη βρίσκει στο πίσω κάθισμα του ταξί του το μυθικό ποσό των 350 000 ευρώ. Αυτό θα αποδειχθεί ταυτόχρονα η κατάρα και το κρίσιμο στάδιο από το οποίο θα περάσει για βρει τον χαμένο εαυτό του. Να παραδώσει το ποσό κι έτσι να ακολουθήσει τον άγραφο κανόνα της ψυχής και της ανατροφής του ή να το κρατήσει, κι έτσι να βγάλει την οικογένειά του από το οικονομικό αδιέξοδο; Το δίλημμα, μεγάλο, δεδομένου ότι έχει προηγηθεί η άνευ προηγουμένου χρεοκοπία του: έχει ήδη χάσει το εργοστάσιο κουμπιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, το σπίτι και το εξοχικό του και τώρα βλέπει σταδιακά να χάνει και τον έρωτα της ζωής του, τη γυναίκα του. Η μεγάλη του κόρη τού έχει κηρύξει ήδη έναν ενδοοικογενειακό ανένδοτο πόλεμο, τα δίδυμα τέκνα του δεν δείχνουν να ακολουθούν τις δικές του σκέψεις κι έτσι μένει μόνος με τα χρήματα να αποφασίσει αν αυτά αρκούν για να εξαγοράσουν μια επίπλαστη εξωτερική ευτυχία. Κατά βάθος, όμως, δεν τη θέλει: ουσιαστικά επιδιώκει την αντοχή του αξιακού τρίπτυχου βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η ταυτότητα του: το ότι έμαθε να τιμάει την οικογένεια, τη δουλειά και το σπίτι του, αρνούμενος να δεχθεί ότι ο έρωτας και η προκοπή στην οποία έχει επενδύσει ως τώρα μπορούν να καταμετρηθούν ως άψυχη ύλη.
Συνηθισμένοι, πάντως, σε τέτοια υπαρξιακά διλήμματα και από τα προηγούμενα βιβλία, οι ήρωες του Τζαμιώτη αποκαλύπτουν τα όρια της ταυτότητάς τους μέσα από εσωτερικού τύπου συγκρούσεις, φέρνοντας στον νου τους υπαρξιακούς ήρωες από τα μυθιστορήματα της μέσης Ευρώπης αλλά και την αναλογία ανάμεσα στα υπαρξιακά αδιέξοδα και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στη μυθοπλασία του Δημήτρη Χατζή. Χωρίς διάθεση ηθικολογίας, ο Τζαμιώτης δείχνει με τη χειρουργική ικανότητα του φυσιοδίφη το τρίπτυχο –έρωτας, οικογένεια και εργασιακή προκοπή– που κάνει τον άνω θρώσκοντα άνθρωπο να αποσαρθρώνεται. Ένα τρίπτυχο που αντιστοιχεί ιδανικά στο όνομα του πρωταγωνιστή, Αργύρης Τρίκορφος, αφού ο συγγραφέας μάς έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους συμβολικά λογοπαίγνια με τα ονόματα των πρωταγωνιστών του. Αφότου το έρμα της εσωτερικής ευτυχίας καταρρεύσει, το μόνο που μένει είναι τα συμβολικά αποκαΐδια μιας τσακισμένης ταυτότητας για να θυμίζουν στον ήρωα ποιος είναι, από πού προήλθε και γιατί –όσο μπορεί ακόμη και κρατάει την αναπνοή του απέναντι σε μια ασφυκτικά εχθρική πόλη– οφείλει να παραμείνει ζωντανός. Οι παλιές συμβουλές του πατέρα του, οι στίχοι από τα ρεμπέτικα, τα υλικά της περηφάνιας και της καλοσύνης είναι οι εσωτερικές πυξίδες που νικάνε πανηγυρικά το ταξίμετρο στο αμάξι του. Όσο κι αν η κοινωνία ουσιαστικά τον βδελύττεται που δεν ακολούθησε τους δικούς της, άγριους κανόνες, κρατώντας το ποσό και ακολουθώντας τη δική της δίψα για εξουσία και χρήμα, εκείνος θα ακολουθήσει την εσωτερική μορφή αντίστασης που είναι η προσωπική μυθιστορία του. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο και ακολουθώντας το παράδειγμα του Τρίκορφου, η πολιτισμική συνέχεια που έδωσε στην Ελλάδα τον ασυνείδητο ή συμβολικό χαρακτήρα της –τα αρχοντορεμπέτικα, η μελοποιημένη ποίηση, οι άγραφοι νόμοι και ο πλούτος των λέξεων– θα μπορούσε να είναι τα μοναδικά υλικά με τα οποία μπορούμε να μεταστοιχειωθούμε σήμερα από χαμένους σε νικητές της ιστορίας. Διαφορετικά, θα μοιάζουμε τελικά με ζωντανούς νεκρούς, περιφερόμενα ζόμπι, ανίκανοι να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας συγκροτεί συνολικά και τι μας δένει. Πρόκειται για τη δύναμη που έχει η δική μας φωνή στην αναγκαστική επιβολή της σιωπής, για την εσωτερική μορφή αντίστασης απέναντι στον ορυμαγδό των συνθηκών και της ζωής μας. Αυτό ακριβώς το τσακισμένο τοπίο που αντιστοιχεί σε μια πόλη γεμάτη από τζάνκι και ρημαγμένους, μεταβάλλοντας την Αθήνα σε μικρογραφία μιας άδειας ψυχής, γεμάτη από ζωντανούς νεκρούς πλάνητες, αναπαρίσταται με σκηνές απαράμιλλης θεατρικότητας από τον Τζαμιώτη – και είναι εδώ όπου ο Τρίκορφος συναντάει τον Ψυχαμοιβό του Σεφέρη:
«Όμοια με αποδεκατισμένη στρατιά που γύρισε λειανισμένη από πόλεμο χαμένο εξαρχής έδειχνε τούτη η βοερή συνάθροιση σακατεμένων. Όταν δεν προκαλούσαν αποτροπιασμό, ισορροπώντας παγωμένοι στις πιο αφύσικες πόζες σαν να 'ταν τίποτα ξεκούρδιστα νευρόσπαστα με άσφιχτα ελατήρια, υπερ-λειτουργούσαν σχεδόν αφιονισμένοι και έκαναν όλα όσα επιχειρούσαν να μοιάζουν υπερβολικά και δυσερμήνευτα, έτσι ανερμάτιστοι και αγνώριστοι που γίνηκαν ξεκόβοντας από το μέτρο. Φώναζαν, παρεξηγούνταν, καβγάδιζαν, σπρώχνονταν, τρέκλιζαν, σκουντουφλούσαν, έπεφταν, σηκώνονταν ξανά ή απέμεναν εκεί όπου είχαν σωριαστεί: ένα θέατρο χαροκαμένων είχε στήσει τούτη η λυπηρή και άθλια μάζωξη, που σαν ορδή φαντασμάτων φρόντισε λες και αποζητούσε εκδίκηση για τον προδικασμένο αφανισμό της, να καταλάβει το πιο συμβολικό απ' τα κεντρικά σημεία της πόλης, στήνοντας εδώ, μπροστά στα μάτια όσων λογίζονταν κανονικοί ή δήλωναν αμέτοχοι στα βάσανά τους, ένα πανηγύρι αργόσυρτου θανάτου».
Το μόνο που μένει επομένως είναι η επανοριοθέτηση της δικής μας ταυτότητας απέναντι σε μια ισοπεδωτική δύναμη εξευτελισμού κάθε εσωτερικής αξίας και η επιμονή στις ενδιάθετες συμβολικές έννοιες που μας έσωσαν σε άλλες στιγμές από τη συντριβή: η αγάπη των ανθρώπων, η πίστη στην τιμή και την μπέσα, η εμμονή στην προκοπή. Τα λαϊκά, δηλαδή, συστατικά μιας χαμένης αρχοντιάς, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον σημερινό μικροαστό σε έναν φτωχό, πλην τίμιο άνθρωπο. Όσο κλισέ και αν ακούγεται ακόμα και το ρητορικό οπλοστάσιο στο οποίο καταφεύγει με τρόπο πρωτόφαντο ο Τζαμιώτης, επαναφέροντας όμορφες λέξεις από το προφορικό λεξιλόγιο της λαϊκής Ελλάδας, καμωμένες από περήφανους ανθρώπους, ψυχικά γενναιόδωρους, είναι ο δικός μας τρόπος έκφρασης – σε μια γλώσσα ηχηρά κατακερματισμένη. Σε έναν κόσμο που καταρρέει ο Τζαμιώτης ανεβάζει ψηλά τον πήχη της προσωπικής αξιοσύνης και δίνει το πιο αισιόδοξο, ουσιαστικό και τελεσφόρο μήνυμα, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να περάσει με τρόπο αδιάσειστο: ο Αργύρης είμαστε εμείς και η δύναμη και η φωνή του είναι βγαλμένες από τα έγκατα μιας άλλης, ολβιόδωρης Ελλάδας. «Τίποτα καλό δεν βγαίνει από το άδικο» λέει ο ήρωας του Τζαμιώτη και τίποτα όμορφο –σε μια πλατωνική αναλογία– δεν ξεπήδησε από το κακό. Για όλους αυτούς τους λόγους το βιβλίο του Τζαμιώτη δεν διαβάζεται ψύχραιμα, αλλά με την καρδιά σφιγμένη, το μυαλό ανάποδα και με τη συναίσθηση ότι ο Αργύρης είναι, τελικά, ο αντεστραμμένος μας εαυτός. Και η πόλη –το κοινωνικό πεδίο και η αγορά με την αρχαία έννοια– είναι ο μοναδικός χώρος για να ενώσουμε τις φωνές μας. Τα υπόλοιπα είναι απλώς σιωπή.
σχόλια